Οι Βιβλιοθήκες στην Αρχαιότητα, στη Ρωμαϊκή Εποχή, στη Βυζαντινή Εποχή και στα Νεότερα Χρόνια.
ΟΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η λέξη βιβλιοθήκη, την οποίαν παρέλαβαν από την ελληνική γλώσσα και οι νεότερες ευρωπαϊκές χώρες, χρησιμοποιείτο κατά τους αρχαίους χρόνους στην Ανατολή για να δηλώσει το μέρος στο οποίο ήταν συγκεντρωμένα στην αρχή διοικητικά και κοινοτικά έγγραφα και αργότερα και φιλολογικά και επιστημονικά έργα.
Ήδη στη Βαβυλωνία (7ος αιώνας π.Χ.) είχε συγκροτηθεί βιβλιοθήκη από πλάκες αργίλου. Στην Αρχαία Ελλάδα ο Αθηναίος τύραννος Πεισίστρατος (6ος αι. π.Χ.) ήταν ο πρώτος που διοργάνωσε δημόσια βιβλιοθήκη, η οποία αφού παρέμεινε ανέπαφη ενάμιση περίπου αιώνα, λεηλατήθηκε από τον Ξέρξη το 480 π.Χ., όταν αυτός κατέλαβε και πυρπόλησε την Αθήνα. Λέγεται ότι τα βιβλία μεταφέρθηκαν σε κάποιο από τα παλάτια του και, αργότερα, ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτωρ, όταν βασίλευσε στην Περσία, επέστρεψε τους κυλίνδρους στην Αθήνα τον 3ο αι. π.Χ.
Η πιο σημαντική βιβλιοθήκη της αρχαιότητας ήταν η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Μουσείον). Ήταν η πρώτη και μοναδική σε τέτοια έκταση, οργάνωση και σωστή κατάταξη των έργων. Ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα (337-283 π.Χ.), με την προτροπή του συμβούλου του για τον πολιτισμό Δημήτριου Φαληρέα. Ο Δημήτριος είχε για δέκα χρόνια διοικήσει τις κρατικές υποθέσεις των Αθηνών και γνώριζε την πλατωνική Ακαδημία και την αριστοτελική περιπατητική σχολή του Λυκείου, που ήταν εξοπλισμένες με συλλογές βιβλίων, οι οποίες όμως χρησίμευαν μόνο για τις ανάγκες αυτών των ιδρυμάτων κατά την διδασκαλία. Από εκεί και το όνομα Μουσείον, επειδή κέντρο αυτών των σχολών ήταν ένα ιερό των Μουσών.
Η βιβλιοθήκη ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Α΄, αλλά τελειοποιήθηκε από τον γιο του τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο (309-247 π.Χ.) Σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει τη συνολική γραμματεία, και μάλιστα όλων των εποχών και όλων των λαών, οπότε τα ξενόγλωσσα έργα μεταφράζονταν στα Ελληνικά. Γι’ αυτό το σκοπό πάρθηκαν μέτρα, μερικά πολύ αυστηρά, όπως το ότι ερευνούνταν συστηματικά για βιβλία τα πλοία που πλεύριζαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Αν τα βιβλία που εύρισκαν ήταν ενδιαφέροντα, γινόταν κατάσχεσή τους και προσφερόταν σαν αποζημίωση στον κάτοχό τους ένα αντίγραφο, που το ετοίμαζαν πολύ γρήγορα.
Ουσιαστικά υπήρχαν δυο βιβλιοθήκες. Η πρώτη λεγόταν «η εντός» ή «Βασιλική» ή «του Μουσείου». Η δεύτερη χαρακτηριζόταν «η εκτός» ή «Ρακώτις» (από το προάστιο όπου ήταν) ή «η του Σεραπείου» (κοντά στο ναό του Σέραπη) και ήταν προσιτή σε όλους. Αντίθετα η πρώτη ήταν ένα ινστιτούτο έρευνας μόνο για τους φιλολόγους, τους λόγιους, τους επιστήμονες. Η πρώτη περιείχε 490.000 βιβλία και η δεύτερη 42.800, αριθμοί ρεκόρ για την εποχή. Δυστυχώς και από τις δυο δεν σώζεται τίποτα, γιατί καταστράφηκαν από πυρκαγιά (γύρω στο 47 π.Χ.) κατά την πολιορκία της Αλεξάνδρειας από τον Καίσαρα.
Τα μέλη του Μουσείου αναγορεύονταν από τον ίδιο τον βασιλιά. Η ιδιότητα του μέλους δεν έφερνε μαζί της μόνο τη δυνατότητα επιστημονικών δραστηριοτήτων κάτω από άριστους όρους, αλλά και υλικά πλεονεκτήματα, όπως φορολογική ελευθερία, κατοικία και συντήρηση και επιπλέον ένα σταθερό μισθό.
Μετά την αλεξανδρινή βιβλιοθήκη σημαντικότερη ήταν εκείνη της Περγάμου, που ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. από τον Άτταλο Α΄ ή τον γιο του Ευμένη Β΄. Στον Ευμένη Β΄(197-159 π.Χ.) αποδίδεται και η εισαγωγή και χρήση της περγαμηνής, όταν οι Πτολεμαίοι για λόγους αντιζηλίας απαγόρευσαν την εξαγωγή παπύρου στο κράτος της Περγάμου, ελπίζοντας έτσι να ανακόψουν την πνευματική πρόοδο του τόπου και την ανάπτυξη της βιβλιοθήκης του. Τότε ο Ευμένης αναγκάστηκε να ενισχύσει τη βιομηχανία των δερμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη γραφή από παλιά, γνωστά ως «διφθέρες» και έτσι κατασκεύασε το νέο είδος γραφικής ύλης, που ονομάστηκε περγαμηνή από το όνομα της πόλης όπου κατασκευαζόταν. Η περγαμηνή υπερείχε του παπύρου, γιατί τα φύλλα της γράφονταν και από τις δυο πλευρές, το κείμενο ήταν δυνατόν να σβηστεί και να ξαναγραφτεί (παλίμψηστο), η αντοχή της ήταν μεγαλύτερη και η δαπάνη μικρότερη.
Κατά τον Πλούταρχο η βιβλιοθήκη της Περγάμου περιείχε 200.000 τόμους όταν ο Αντώνιος την μετέφερε στην Αλεξάνδρεια και την πρόσφερε στην Κλεοπάτρα. Πολλοί θεωρούν ότι το δώρο αυτό είχε σχέση με την απώλεια της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης κατά την πολιορκία του Καίσαρα.
ΟΙ ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ
Όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος νίκησε τον Περσέα, τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), τα μόνα λάφυρα που θέλησε να κρατήσει για τον εαυτό του, με σκοπό να τα δωρίσει στους γιους του, ήταν η Βιβλιοθήκη και ο κυνηγετικός εξοπλισμός του Μακεδόνα βασιλιά.
Η Βιβλιοθήκη του Περσέα ίσως να μην συγκρινόταν σε πλούτο με τις περίφημες Βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, περιείχε όμως τα παλαιότερα κλασσικά έργα και έφερε τους γιους του Αιμίλιου Παύλου και μαζί τους τη νεολαία της άρχουσας ρωμαϊκής τάξης σε επαφή με την ηθική και φιλοσοφική σκέψη της ελληνικής κλασσικής περιόδου, συμπληρώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο το έργο των Ελλήνων δασκάλων της Ρώμης. Ήταν δε η πρώτη από μια σειρά βιβλιοθηκών με ελληνικό περιεχόμενο, που απέκτησαν οι Ρωμαίοι από τις κατακτήσεις.
Ο ιδιωτικός χαρακτήρας που είχε η εκπαίδευση στη Ρώμη ευνόησε τη δημιουργία ιδιωτικών βιβλιοθηκών πριν από την εμφάνιση των δημοσίων. Από τις γνωστότερες και πλουσιότερες ιδιωτικές με πλήθος ελληνικών και λατινικών βιβλίων ήταν οι βιβλιοθήκες του Κικέρωνα, του Τίτου Αττικού, του Λούκουλλου και του Σύλλα.
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας είχε συλλάβει την ιδέα της δημόσιας βιβλιοθήκης, αλλά η δολοφονία του (44 π.Χ.) εμπόδισε την πραγματοποίηση των σχεδίων του. Μετά το 39 π.Χ. ο φίλος του και λάτρης των γραμμάτων Ασίνιος Πολλίων πραγματοποίησε το όραμά του, κτίζοντας μια δημόσια βιβλιοθήκη στο αίθριο του ναού της Ελευθερίας στον Αβεντίνο λόφο, εξοπλισμένη με δυο χωριστά τμήματα, ένα ελληνικό και ένα λατινικό. Μετά την πρώτη αυτή δημόσια βιβλιοθήκη η Ρώμη συνέχισε να κοσμείται με λαμπρές βιβλιοθήκες, σε σημείο ώστε την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (4ος αι. μ.Χ.) να αναφέρεται η ύπαρξη 28 δημόσιων βιβλιοθηκών. Οι δημόσιες βιβλιοθήκες αρχίζουν να παρακμάζουν με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την απομάκρυνση του αναγνωστικού κοινού από την κλασική παιδεία.
Στις ρωμαϊκές επαρχίες ιδρύθηκαν επίσης βιβλιοθήκες, όπως στην Έφεσο, στο Timgad της Αλγερίας και στην Αθήνα από τον φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό.
OI BYZANTINEΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ
Το Βυζάντιο, σαν συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κληρονόμησε ολόκληρο τον πολιτισμό της και στο πλαίσιό του το θεσμό των βιβλιοθηκών. Χάρη σ’ αυτόν ένα σημαντικό μέρος της αρχαίας σοφίας έφθασε στις μέρες μας. Θα ήταν όμως λάθος να μιλήσει κάποιος τόσο γενικά για μια πολυεθνική αυτοκρατορία 1.100 χρόνων ή να νομίσει ότι το Βυζάντιο ήταν αποκλειστικά και μόνον η συνέχεια της αρχαιότητας. Στα ζητήματα της αποθησαύρισης των κειμένων και της συνέχειας της αρχαίας σοφίας ο Χριστιανισμός, ως νέα θρησκεία, δημιούργησε προβλήματα. Η δυσπιστία της Εκκλησίας προς ό,τι σχετιζόταν με την ειδωλολατρία ή τις αιρέσεις, ο φανατισμός της Ανατολής και ο αναχωρητισμός είχαν, όσον αφορά την διαφύλαξη των κειμένων, όπως και σε ζητήματα καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, πολύ δυσμενή αποτελέσματα κατά την παλαιοχριστιανική και την πρώτη βυζαντινή περίοδο. Κατά την τελευταία όμως περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας έχουμε πολλές πληροφορίες για ανασύσταση βιβλιοθηκών και έντονη δραστηριότητα αντιγραφής κωδίκων, με πρωτοβουλία άλλοτε κρατική και άλλοτε ιδιωτική.
Στο Βυζάντιο υπήρχαν τριών ειδών βιβλιοθήκες : α) οι αυτοκρατορικές (οι σημαντικότερες από τους αυτοκράτορες Κωνστάντιο, Ιουλιανό και Θεοδόσιο Β΄ ), β) οι ιδιωτικές και γ) οι μοναστηριακές, που ήταν και κάτι καινούριο. Έπειτα από πολλές περιπέτειες επικράτησε στο Βυζάντιο η άποψη του μοναχού Παχώμιου και των κανονισμών του για την κοινοβιακή ζωή, στην οποία περιλαμβανόταν η μελέτη κυρίως των ιερών κειμένων. Επομένως, κάθε μοναστήρι όφειλε να έχει μια βιβλιοθήκη, να την εφοδιάζει με βιβλία της χριστιανικής γραμματείας και να φροντίζει για την συντήρηση και την πρόσκτηση νέων βιβλίων. Πολλές ιδιωτικές συλλογές κατέληγαν άλλωστε στα μοναστήρια. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι ορισμένες μονές δημιούργησαν scriptoria, εργαστήρια αντιγραφής βιβλίων, όπως η περίφημη μονή του Στουδίου. Άλλες αξιόλογες βιβλιοθήκες ήταν της μονής Ακοιμήτων στη Βασιλεύουσα, της μονής του Όρους Σινά, του Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο και των μονών του Αγίου Όρους. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η προφύλαξη από την πυρκαγιά, που κατάστρεψε τις περισσότερες δημόσιες. Οι περισσότερες μοναστηριακές βιβλιοθήκες στεγάζονταν στα υπερώα του νάρθηκα των θολοσκέπαστων καθολικών στη μέση της αυλής και έτσι ήταν σχετικά δυσπρόσβλητες από τη φωτιά.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στις Πατριαρχικές Βιβλιοθήκες της Κωνσταντινουπόλεως (η οποία καταστράφηκε δυο φορές από φωτιά, μια από τους Σταυροφόρους και τελικά από τους Τούρκους), της Αλεξάνδρειας και των Ιεροσολύμων (εκεί ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική βιβλιοθήκη από τον επίσκοπο Αλέξανδρο, το 212 μ.Χ. )
ΟΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η πτώση του Βυζαντίου αποτελεί ουσιαστική τομή στην ιστορία των βιβλιοθηκών του ελληνικού χώρου. Συνεχή και αδιάσπαστο βίο διατήρησαν μόνο οι βιβλιοθήκες ορισμένων μεγάλων μοναστηριών, όπως οι μονές του Αγίου Όρους και του Αγίου Ιωάννου στη Πάτμο.
Κατά την Τουρκοκρατία οι κατακτητές με τις λεηλασίες και τις διαρπαγές τους κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος από τις πολύτιμες συλλογές βιβλίων και χειρογράφων, αφαιρώντας ιδίως από τα βιβλία τις χρυσές και ασημένιες διακοσμήσεις. Επίσης συστηματική λεηλασία έγινε από ορισμένους ευρωπαίους περιηγητές, με το επιχείρημα ότι ο ελληνικός λαός βρισκόταν στην κατώτατη στάθμη παιδείας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η συλλεκτική εξόρμηση που οργάνωσε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ΄ κατά το 1728 -1730 με στόχο τις βιβλιοθήκες των μονών του Αγίου Όρους και η υπεξαίρεση του Σιναϊτικού κώδικα από τον Tischendorf. Πολλά χειρόγραφα χάθηκαν από πυρκαγιές, επιδρομές και από την άγνοια ή την αδιαφορία των μοναχών. Ο Σπυρίδων Λάμπρος αναφέρει ότι βιβλία «χρησίμευαν για θέρμανση των φούρνων, για κάλυψη των αγγείων του γλυκού, για να καλύπτουν σπασμένα τζάμια …και ακόμα να φτιάχνουν δολώματα για το ψάρεμα» !
Εξαίρεση αποτελούν οι ιδιωτικές συλλογές. Για παράδειγμα η Βιβλιοθήκη του Αντώνιου Καλλέργη στο Χάνδακα της Κρήτης τον 16ο αιώνα περιείχε γύρω στα 800 έντυπα. Από τα μέσα του 17ου αιώνα, άρχισαν να λειτουργούν Σχολεία που διέθεταν και Βιβλιοθήκη, προσφορά κυρίως των Ελλήνων της διασποράς.
Η ιστορία του Νέου Ελληνισμού είναι συνδεδεμένη με την συγκρότηση των πρώτων συλλογών βιβλίων από λόγιους, οι οποίες στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε ονομαστές Βιβλιοθήκες. Ο Αδαμάντιος Κοραής, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας, συγκέντρωνε βιβλία και φρόντιζε ο ίδιος για την αποστολή τους στην Ελλάδα. Έγραφε μάλιστα: «Θέλετε να ευδοκιμήσει το Σχολείον σας; Πρέπει ν’ αρχίσετε από το να καταστήσετε Βιβλιοθήκην καλήν και πλουσίαν…»
Οι πρώτες δημόσιες Βιβλιοθήκες επί Τουρκοκρατίας ήταν:
1) η Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, που ιδρύθηκε το 1762 με πρωτοβουλία του έκπτωτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου Γ΄ και την ενεργή συμπαράσταση ζαγοριανών εμπόρων της διασποράς
2) η Βιβλιοθήκη Δημητσάνας, που ιδρύθηκε το 1764 αλλά κατά την Επανάσταση του 1821 μεγάλο μέρος της χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή φυσιγγίων
3) η Βιβλιοθήκη της Χίου, που ιδρύθηκε το 1792 και κάηκε στη καταστροφή της Χίου το 1822, αλλά ξαναφτιάχτηκε με τη βοήθεια του Α. Κοραή
4) η Κοβεντάρειος Βιβλιοθήκη Κοζάνης (1813)
5) η Βιβλιοθήκη Μηλεών Πηλίου (1815)
Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821 καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου των βιβλιοθηκών. Μετά την απελευθέρωση ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε στην Αίγινα την πρώτη δημόσια Βιβλιοθήκη, η οποία αργότερα εξελίχθηκε στη σημερινή Εθνική Βιβλιοθήκη.
Νάντιας Χαραλαμποπούλου
υπεύθυνη της Σχολικής Βιβλιοθήκης Λυκείου Τυμπακίουhttp://blogs.sch.gr/nrammos/2011/04/10/ιστορία-των-βιβλιοθηκών/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου