92 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: Κράτος και πρόσφυγες του ’22…
Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο μέρος (“Η αντιμετώπιση των
προσφύγων”) από τό κεφάλαιο: Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα», που
αποτελεί μέρος από μια ευρύτερη μελέτη μου με τίτλο “Mνήμη, ταυτότητα
και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό”. Συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση
βιβλίο: Γιώργος Κόκκινος – Βλάσης Αγτζίδης – Έλλη Λεμονίδου, Tο τραύμα
και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων
για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα.
Κράτος και πρόσφυγες
Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι Επιτροπές που ήταν επιφορτισμένες με την αποκατάσταση των προσφύγων, συγκάλυπταν τις καταπατήσεις από γηγενείς των ακινήτων που έπρεπε να αποδοθούν σε πρόσφυγες.[2] Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των συγκρούσεων στο Κιούπκιοϊ, όπου καταγγέλθηκε ότι ρόλο στα γεγονότα εις βάρος των προσφύγων είχε ο διευθυντής του Εποικιστικού Γραφείου Μακεδονίας που ήταν «αξιωματικός του Γκέρλιτζ», που σήμαινε ακραίος μοναρχικός.[3] Μετά τις εκλογές του 1928 και τη συντριπτική νίκη του Βενιζέλου θα υπάρξουν συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, όπως για παράδειγμα στην Έδεσσα.[4]
Από το 1928, με την ψήφιση του Ιδιώνυμου, αλλάζει η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης κατά των Ποντίων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση και συμπεριλαμβάνονταν στη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών και Περιουσιών του 1923. Θέλοντας να σταματήσει την αποστολή στην Ελλάδα μέσω των προσφύγων, εκπαιδευμένων στελεχών για την επάνδρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφασίζει την απαγόρευση την χορήγησης αδειών καθόδου σε ομογενείς. Παράλληλα, όλος ο πληθυσμός θεωρείται ύποπτος. Η άποψη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι ότι: «…η υπό του Υπουργείου τούτου ανέκαθεν χαραχθείσα τακτική επί του ζητήματος της καθόδου των Ελλήνων της Ρωσίας, συνίστατο εις την καθιέρωσιν στενών περιορισμών και την επιβολήν αυστηροτάτου ελέγχου εις τας εκ Ρωσσίας προελεύσεις, μέτρων υπαγορευθέντων… και εκ λόγων δημοσίας ασφαλείας, εφ’ όσον επανειλημμένως διεπιστώθη ότι οι επί μακρόν υπό τον μπολσεβικικόν ζυγόν ζήσαντες και εις Ελλάδαν κατερχόμενοι ρέπουσι μοιραίως προς τον κομμουνισμόν». [5]
Οι συνέπειες για τον προσφυγικό πληθυσμό που παρέμενε στη Σοβιετική Ένωση ήταν τραγικές, γιατί βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα σ’ ένα τόπο διάβασης, στον οποίο δεν ήθελε να παραμείνει μόνιμα, ούτε και να ενταχθεί, και στον τελικό του προορισμό, στον οποίο όμως δεν μπορούσε να φτάσει αποκλεισμένος από την ίδια του την εθνική κυβέρνηση, η οποία είχε υπογράψει «αντ’ αυτού» τη Συνθήκη της Λωζάννης.[6] Στη συνέχεια με νομοθετικές ρυθμίσεις που θα ολοκληρωθούν την εποχή της χούντας θα αποστερηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Κομβικό σημείο για τη σχέση των προσφύγων με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θα είναι η υπογραφή της “Ελληνοτουρκικής συνθήκης φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” από τους Βενιζέλο και Κεμάλ. Ο μεσολαβητής γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Ο Ελ. Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 την “Συνθήκη” παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Δηλαδή, με την κατηγορία του εχθρού του κράτους. Το Ιδιώνυμο είχε ψηφιστεί για να κατασταλεί η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης επειδή είχε γίνει αποδεκτή η πρόθεση της φασιστικής Ιταλίας να δημιουργηθεί ένας άξονας Ρώμης-Αθήνας-Άγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών.[7]
Η συμφωνία του ‘30, μαζί με την υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης, εγκαινίασαν μια νέα εποχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: “πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης”.[9] Εφεξής, ο φιλοκεμαλισμός θα ήταν το κοινό συναίσθημα που θα μοιράζονταν οι άνθρωποι της συμπολίτευσης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ακραίας εκδοχής της. Από το σημείο εκείνο και πέρα, οι πρόσφυγες, φιλοβενιζελικοί στην πλειονότητά τους, θα πορεύονται μόνοι τους σ’ έναν άξενο τόπο. Η ελληνο-τουρκική συνθήκη του ’30 θα είναι η πρώτη σημαντική σύγκρουση των προσφύγων με τον βενιζελισμό. Αυτή είναι η ιστορική στιγμή που θα αρχίσει η μεταστροφή προς τα αριστερά σημαντικού τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού.
Οι πρόσφυγες βιώνουν έντονα την πολιτική του κράτους. Ο Παναγιώτης Φωτιάδης, πρόσφυγας θεατρικός συγγραφέας που κατοικούσε σ’ ένα χωριό του Κιλκίς γράφει το 1928: «Όλοι κλέβουν και θα κλέβουν το δημόσιο και τους ιδιώτες, τόσο καιρό όσο ο κουτός αυτός λαός, που φταίει για όλα, δεν ξυπνάει μια μέρα και δεν καταλάβει τις υποχρεώσεις που έχει και τα δικαιώματά του, και δεν γίνεται όργανο στα χέρια αυτών των κυρίων που μας διοικούν.»[10]
Η πολιτική του ελληνικού κράτους θα αποσκοπεί πλέον στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων. Η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής θα είναι μια απαγορευμένη ιστορία μέχρι τη δεκαετία του ’80. Θα απαγορευτεί ακόμα και η αναφορά στον όρο «πρόσφυγες». Οι πρόσφυγες για το ελληνικό κράτος θα χαρακτηρίζονται «μετανάστες» με κύρια πηγή του αντιπροσφυγικού συναισθήματος το Παλάτι. Χαρακτηριστική ήταν η αρνητική αντίδραση του Βασιλιά Γεωργίου του Β’, όταν το Νοέμβριο του 1923 του πρότεινε ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Χ. Μοργκεντάου, να επισκεφτεί έναν καταυλισμό προσφύγων. Το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η άρνησή του ήταν ότι αυτό θα έκανε πολύ κακή εντύπωση και θα ενοχλούσε τους φιλομοναρχικούς πολίτες.[11]
Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κινημα του ’35, οι πρόσφυγες, που θα συνταχθούν με τους πραξικοπηματίες ως βενιζελικοί, θα βρεθούν κι αυτοί στο στόχαστρο της μοναρχικής, και αργότερα μεταξικής, τρομοκρατίας.[12] Στα εγκλητήρια με τα οποία οι βενιζελικοί παραπέφθηκαν για εσχάτη προδοσία αναγραφόταν ως κατηγορία ότι «εξόπλισαν Έλληνες πολίτες και πρόσφυγες…».
Ήταν χαρακτηριστική η άρνηση αποδοχής των προσφύγων ως «Ελλήνων πολιτών» δεκατρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.[13] Στη συνέχεια, σκληρή θα είναι η αντιπροσφυγική υστερία που θα καταλάβει τον κυβερνητικό Τύπο. Κηρύγματα φανατισμού και ρατσισμού προς τους «αυτόχθονες» κατά των προσφύγων γεμίζουν τις σελίδες των φιλομοναρχικών εφημερίδων. Οι πρόσφυγες αποκαλούνται «λεφούσι» και «Τούρκοι»: «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους ‘αμύνης’ κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις» στις 6 Φεβρουαρίου του 1936. Οι επιθέσεις κατά των προσφύγων ήταν συνεχείς. Την ίδια χρονιά συνέβησαν επιθέσεις και εμπρησμοί κατά των προσφυγικών παραπηγμάτων στο Βόλο.[14]
Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά θα αποτυπωθεί και συμβολικά το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά και στην καρδιά της «πρωτεύουσας των προσφύγων», δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού, θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ.[15] Τα αντιπροσφυγικά συναισθήματα του Ι. Μεταξά θα είναι τόσο έντονα ώστε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του θα απαγορεύσει το ρεμπέτικο και τις μελωδίες της Ανατολής, έχοντας τη συναίνεση του τότε πνευματικού κόσμου, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή πολιτικής τοποθέτησης.[16] Τα μεγάλα θύματα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρνέϊκη (του Πειραιά) Κομπανία που έδρευε στον Πειραιά, καθώς και οι βυζαντινοί μουσικοί τρόποι, τους οποίους οι «γηγενείς» Αθηναίοι ονόμαζαν Τουρκομερίτικους.[17]
Η δεκαετία του ’40 θα είναι μια δεκαετία πλήρους ανατροπής των ισορροπιών. Η κύρια αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών θα αντικαταστασταθεί από τη σύγκρουση δεξιάς–αριστεράς. Οι κοινότητες των προσφύγων, που μέχρι τότε ήταν κατά κύριο λόγο βενιζελικές με κάποιες εντάξεις στην Αριστερά, θα διχαστούν. Στα νέα πολιτικά σχήματα θα συναντήσουν τους παλαιούς τους γηγενείς αντιπάλους και θα δομήσουν νέες ταυτότητες που θα συμπληρώνουν τις παλιές.
Στην επίσημη κρατική ελληνική ιδεολογία, τα ιστορικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποσιωπούνται. Επιδιώκεται συστηματικά η εξαφάνιση του παράγοντα «ελληνισμός της Ανατολής» και η εξάλειψη της ιστορικής του μνήμης. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του ’19-’22 θα αντιμετώπιζεται αποκλειστικά ως «αγώνας για την απελευθέρωση του τουρκικού εδάφους από τη συμμαχική κατάληψη».[18] Η πλέον ξεκάθαρη τοποθέτηση της συντηρητικής παράταξης για εκείνα τα ιστορικά γεγονότα, ακριβώς όμοια μ’ αυτή του ΚΚΕ, θα γίνει από τον Ευ. Αβέρωφ το 1957 από το επίσημο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ όπου δήλωσε ότι ο μικρασιατικός πόλεμος ήταν «κατακτητικός πόλεμος… αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος» και ότι «η Τουρκία απάντησε με μίαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε την εθνικήν της ανεξαρτησίαν».[19]
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, όπως και η έρευνα επί των ιστορικών γεγονότων, θα αφορούν τις κλειστές ομάδες των προσφύγων. Ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε να μελετήσει τα αρχεία για εκείνα τα πολιτικά γεγονότα, που αφορούσαν τις γενοκτονίες των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία, ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπισή του από τις ελληνικές αρχές, όταν προσπάθησε να μελετήσει τα γερμανοαυστριακά αρχεία που αφορούσαν την περίοδο 1908-1918. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής την εμπειρία του: «Όταν το 1958-59 καθώς πραγματοποιούσα την έρευνα στα επίσημα αυστριακά αρχεία που μόλις είχαν παραδοθεί στους ερευνητές και είχα συναντήσει πλήθος εγγράφων που αφορούσαν τις βιαιοπραγίες κατά του ελληνικού πληθυσμού, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας Κουρτ Βαλτχάιμ και αργότερα γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και πρόεδρος της Αυστρίας με ενημέρωσε ότι δύο επιφανείς Ελληνες πολιτικοί, με παρέμβασή τους, ζητούσαν την απαγόρευση της έρευνας. Αυτοί, το αποκαλύπτω τώρα, ήταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Παναγιώτης Πιπινέλης. Το σκεπτικό ήταν ότι η δημοσίευση αυτών των στοιχείων στην Ελλάδα θα μπορούσε να προκαλέσει εμπλοκή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.»[20]
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση του ιδιαίτερου πολιτισμού των
προσφύγων δεν θα έχουν την επιδοκιμασία της νεοελληνικής διανόησης.
Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση που ανέκυψε για τις προσπάθειες
ανάπτυξης μιας ποντιακής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Σε άρθρο του στην
εφημερίδα Το Βήμα ο Κ. Θ. Δημαράς αναπαράγει την εχθρική άποψη για τις
διαλέκτους που είχαν οι δημοτικιστές και είχε διατυπώσει ήδη με σαφήνεια
ο Τριανταφυλλίδης κατά την αναζήτηση της νέας «τεχνικής» νεοελληνικής
γλώσσας. Ο Δημαράς θεωρεί ότι η ιδιωματική λογοτεχνία ήταν εκτός από
βλαβερή κι επικίνδυνη γιατί «διασπά την πολιτισμική συνοχή των Ελλήνων».
Αντίθετα ο Νίκος Ανδριώτης ενθάρρυνε τις προσπάθειες των Ποντίων. Η
άποψη του Δημαρά προκάλεσε την αντίδραση των Ποντίων διανοουμένων μέσα
απ’ τις σελίδες του περιοδικού Χρονικά του Πόντου.[21]
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτησή τους: «Αν όμως οι ανάγκες μια κοινής
εθνικής γλώσσας έχουν το αποτέλεσμα που είδαμε, δεν υπάρχει κανένας
λόγος ή εθνικό συμφέρον να σβήσουν τα ιδιώματα, που μέσα τους έχει
εκφραστεί η ιδιοτυπία μιας μερίδας του λαού. …έτσι θα θέλαμε, πλάι στην
κοινή ελληνική γλώσσα που κάμαμε δική μας, να διατηρήσομε, σε
περιορισμένη πια χρήση και το αγαπημένο μας ιδίωμα, πολύτιμη ιστορική
κληρονομιά.»[22]
Το αποκαλυπτικότερο γεγονός που αναδεικνύει τον τρόπο αντιμετώπισης
των ζητημάτων που αφορούσαν την ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής από την
πλευρά του κράτους είναι η μεταχείριση της ταινίας «1922» του Νίκου
Κούνδουρου.
________________________________________
Παραπομπές από το κείμενο
[1] Το Νοέμβριο του 1936 ο Διευθυντής της Τοπογραφικής Υπηρεσίας σε αναφορές του προς το Γενικό Γραμματέα επί των οριστικών διανομών Κρήτης επισημαίνει ότι: «…επιτήδειοι και ξένοι προς την αγροτικήν αποκατάστασιν δια μυρίων τρόπων αποξενούσι τους πραγματικούς κληρούχους των κλήρων αυτών και υποκαθίστανται εις τα δικαιώματά των» και ότι: «αι αυθαιρεσίαι… ανέτρεψαν άρδην την έννοιαν της Αγροτικής Αποκαταστάσεως των εν Κρήτη προσφύγων». Νίκος Ανδριώτης, «Χριστιανοί (γηγενείς-πρόσφυγες) και Μουσουλμάνοι. Πληθυσμιακή κινητικότητα στην Κρήτη (τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα), παρατίθεται στο «Προσφυγικό ζήτημα και διπλωματία», στο Βενιζελισμος και πρόσφυγες στην Κρήτη, έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελ. Βενιζέλος, Χανιά, 2008, σελ. 75.
[2] Παρασκευάς Συργιανόγλου, «Εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων στο Ρέθυμνο», στο Βενιζελισμος και πρόσφυγες στην Κρήτη, ό,π,, σελ. 93.
[3] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 9 Νοεμβρίου 1924
[4] Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Stilborn republic: Social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936, εκδ. University of California Press, Μπέρκλεϊ, 1983, σελ. 205.
[5] Κώστας Τσαλαχούρης, ό.π., σελ. 140.
[6] Κώστας Τσαλαχούρης, ό.π., σελ. 101, 160.
[7] Γρηγόρης Δαφνής, ό.π., τόμ 2, σελ. 10.
[8] Υπολογίστηκε ότι οι ελληνικές περιουσίες ήταν δεκαπλάσιες των σντίστοιχων μουσουλμανικών που εγκαταλείφθηκαν στην Ελλάδα. (Γιώργος Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922, Αθήνα, έκδ. Ελληνική Φωνή, Αθήνα, 1982, σελ. 59.)
[9] http://nobelprize.org/nomination/peace/nomination.php?action=show&showid=2046
[10] «Όλοι κλέβουν», περ. Ποντιακά, τεύχ. 18, Απρίλιος 2009, σελ. 15. Ο Π. Φωτιάδης έστελνε τα κείμενά του για δημοσίευση στα ελληνικά έντυπα της Νότιας Ρωσίας με την υπογραφή «Μαρκήσιος».
[11] Πάνος Καϊσίδης, « Ο Γεώργιος Β’ και οι πρόσφυγες», περ. Ποντιακά, τεύχ. 5, Μάρτιος 2008, σελ. 8-10.
[12] Γρηγόριος Δαφνής, ό.π., τόμ, 2, σελ. 183. Η αντιβενιζελική υστερία θα εμπεριέχει την αντιπροσφυγική στάση και την επίκληση να επιβληθεί δικτατορία: «…Το εγράψαμεν προ δύο ετών, μετά τας εκλογάς και μετά την 6ην Μαρτίου. Το εγράψαμεν μετά την 6ην Ιουνίου και την απόπειραν. Το εγράψαμεν μετά το κίνημα (του ’35) και μετά την καταστολήν του: Δικτατορίαν… Δικτατορίαν» (Γεώργιος Βλάχος, εφημ. Καθημερινή, 23 Μαρτίου 1935). Επίσης: «…Δεν χωρεί συζήτησις περί του αν είναι καλόν ή κακόν να κόψει κανείς τον πόδα. Τον κόπτει άμα είναι ανάγκη, άμα έχει γάγγραιναν… Ο Λαός λοιπόν ασθενεί. Έχει Βενιζελισμόν, έχει γάγγραιναν. Πρέπει να εισαχθεί εις Νοσοκομείον, το οποίο θα λέγεται Δικτατορία… και εκεί να υποστεί εγχείρησιν σοβαράν: Ακρωτηριασμόν των Ελευθεριών του…» (Γεώργιος Βλάχος, εφημ. Καθημερινή, 27 Μαρτίου 1935).
[13] Άννα Κελεσίδου Γαλανού, Η ιστορία ενός πρόσφυγα επαναστάτη, εκδ. Οργανισμός Διάδοσης Ελληνικού Βιβλίου, Αθήνα, 1977, σελ 83.
[14] Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σελ. 175.
[15] Στο πρωτοσέλιδο, όπου εκτός από τα ιδιαιτέρως συγκινητικά συλλυπητήρια του Ι. Μεταξά, περιέχεται και μια ιδιαιτέρως κολακευτική βιογραφία του Ισμέτ Ινονού, ανακοινώνεται η επικείμενη μετονομασία της οδού. («Το πένθος δια τον θάνατον του Κεμάλ Ατατούρκ. Εκδηλώσεις ελληνικής θλίψεως», εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 12-11-1938.)
[16] Βίκυ Χαρισοπούλου, «Παρουσίαση του βιβλίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τον Τσιτσάνη Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη», εφημ. Τα Νέα, 26-7-1999. Ενώ είναι γνωστό ότι το μεταξικό καθεστώς επέβαλε αυστηρότατη λογοκρισία στο ρεμπέτικο τραγούδι, είναι τελείως άγνωστο ότι ο Μεταξάς είχε συμπαραστάτες σε αυτή την πολιτική το σύνολο του τότε πνευματικού κόσμου. («Το ρεμπέτικο στη δεκαετία του 1930 και ο Μεταξάς μέσα από τις γραπτές συγχρονικές πηγές» στο Κώστας Βλησίδης, Όψεις του Ρεμπέτικου, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004). Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Στάθης Δαμιανάκος στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον Αθήνα, 1987, σελ. 165.
[17] Σημαντικές πληροφορίες για το κλίμα της εποχής και το πώς το εισέπραξαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και μουσικοί στο Γιώργος Παπάζογλου, Tα χαΐρια μας εδώ. ‘Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου, εκδ. Eπτάλοφος, Αθήνα, 2003.
[18] «Η σταδιοδρομία του Ισμέτ», εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 12-11-1938
[19] Χρ. Τζιτζιλώνη, «70 χρόνια μετά τη Μικράσιατική Καταστροφή. Ο χαρακτήρας της εκστρατεία», στο Θέματα ελληνικής ιστορίας. Μαρξιστική προσέγγιση, έκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1995, σελ. 178.
[20] Η μαρτυρία αυτή του Ενεπεκίδη κατατέθηκε δημόσια, κατά την παρουσίαση του περιοδικού «Ε-Ιστορικά», που πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του Συλλόγου Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί», στην Καλλιθέα, στο πλαίσιο της εκδήλωσης που συνδιοργάνωσαν η «Ελευθεροτυπία» και η Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας (Ανταπόκριση Γιώργου Κιούση, Ελευθεροτυπία, Νοέμβριος 2002).
[21] «Η λογοτεχνία των Ποντίων μετά το 1922», περ. Ποντιακά, τεύχ. 2, Δεκέμβριος 2007.
[22] «Τι επιζητούμε», περ. Χρονικά του Πόντου, μηνιαίο λαογραφικό περιοδικό, τεύχ. 21-22, Αθήνα, 1954, σελ. 22.
[23] Βλάσης Αγτζίδης, «Μικρά Ασία και αμφισβήτηση της Ιστορίας, εφημ. Καθημερινή της Κυριακής, 16-9-2001.
[24] Αναλυτική παρουσίαση της πολιτικής επί του νέου προσφυγικού ζητήματος στο: Βλάσης Αγτζίδης, Παρευξείνιος Διασπορά, ό.π., σελ. 589-680.
[25] «Το κράτος φέρεται στους Πόντιους σαν να είναι αλλοεθνείς μετανάστες», εφημ. Ποντιακά Νέα, πρωτοσέλιδο, αριθ. 365, 31 Δεκεμβρίου 2000. Επίσης στηλιτεύεται η αστυνομική βία που ασκείται στους νεοπρόσφυγες: Ελ. Παναγιωτίδου-Ελ. Παπαδοπούλου, «Απ΄ το Μενίδι στα δικαστήρια», πρωτοσέλιδο, εφημ. Τεμέτερον, τεύχ. 1, Σεπτέμβριος 1996.
[26] Υπουργείο Εξωτερικων, πολιτικό γραφείο υφυπουργού, αρ.πρ. 60/ 23-2-1994
[27] Έτσι θα απορριφθεί και το αίτημα που κατατέθηκε λίγο αργότερα στον ίδιο υφυπουργό -ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου- για την πραγματοποίηση μιας έκδοσης, κατά τον τύπο της έκδοσης για τους Έλληνες Εβραίους, από το Αρχείο του υπ. Εξωτερικών με τα διπλωματικά έγγραφα που αφορούσαν τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας τον 19ο και 20ο αιώνα. Συμπεριφορές τέτοιες είναι απόρροια της γενικότερης νοοτροπίας και των κριτηρίων αξιολόγησης που διαθέτει το σώμα των υπηρεσιακών και πολιτικών συμβούλων.
[28] Ειδικά ο συντηρητικός χώρος κράτησε ανοιχτά αρνητική και ξενόφοβη στάση. Αποκορύφωμα υπήρξε η φιλολογία για τις «ελληνοποιήσεις». Το σύνολο των παλιννοστούντων για τη Νέα Δημοκρατία και την ακροδεξιά χαρακτηρίστηκε ως «ελληνοποιημένο», αποτελούμενο από «Αμπχάζιους, Τσετσένους κ.λπ.» Τη διαφθορά και τις υπαρκτές παρανομίες των ελληνικών διπλωματικών αρχών τις πρόβαλε ομαδικά και ρατσιστικά στους «παλιννοστούντες» ομογενείς. (Φ. Kαλλιαγκόπουλου – Ν. Τσιούτσια, «Kαραμανλής: 96.162 ψήφοι ήλθαν από το… πουθενά», εφημ. Καθημερινή, 28 Φεβρουαρίου, 2001.) Τεκμηριωμένη απάντηση δόθηκε στο: Γρ. Νιώτης, «΄΄Ελληνοποιήσεις”: Οι μύθοι και η αλήθεια με αριθμούς», εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28 Ιανουαρίου 2001, σ. 50-51.
[29] Κωσταντίνος Φωτιάδης, «Η άρνηση της έκδοσης των ντοκουμέντων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το ελληνικό Κοινοβούλιο», εφημ. Πόντος, τεύχ. 61, Απρίλιος 2008, σελ. 12-13.
http://www.agonaskritis.gr/92-χρόνια-μετά-τη-μικρασιατική-καταστρο/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου