1925. Ο Καζαντζάκης ακουμπά
σε τοίχο της Κνωσού. Είναι η εποχή που αρχινά να γράφει την Οδύσσεια του στο
Ηράκλειο της Κρήτης. Εδώ με τον Δημήτρη Μητρόπουλο (καθήμενος προς τα δεξιά, με
μπερέ) και πίσω απ’αυτών βρίσκονται η Νίτσα, σύζυγος Μιχαήλ Αναστασίου και η
Αμαλία, σύζυγος Λευτέρη Αλεξίου (με το καπέλο). Οι άλλοι είναι φίλοι του
Δημήτρη Μητρόπουλου. Ψηλά καθήμενος με τραγιάσκα, ο Γιώργος Περδικάρης. 1925. (φωτο από το ιστολόγιο http://www.apenantioxthi.com)
Η
ποιητική «Οδύσσεια» και η... Ιθάκη των 7.500 αθησαύριστων λέξεων
«Να
γυρίζεις την Ελλάδα με τεντωμένο το αυτί, ν' ακούς από το στόμα του λαού τη
λέξη παρθένα ακόμα, χιλιάδες χρόνια αμουντζάλωτη από το μελάνι, και να την
παίρνεις μαζί σου, όπως κλέφτουμε τη γυναίκα που αγαπούμε, με κουρσάρικη
αναγάλλια! Να σκαρφαλώνεις βουνά, να πεινάς, να διψάς, να 'σαι κατάσκοπος, και
ξαφνικά να τα ξεχνάς όλα γιατί αντάμωσες ένα βοσκό και σε φίλεψε μιαν άγνωστη
''περίλαμπρη'' λέξη». [Καζαντζάκης, 1945]
Σαν Οδυσσέας της
λογοτεχνίας και της γλώσσας, ο Καζαντζάκης για δεκατρία χρόνια έτσι μάζευε
λέξεις, «7.500 αθησαύριστες», όπως ισχυρίζονται οι μελετητές. 33.333 δεκαεπτασύλλαβοι
στίχοι. Χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες. 15.000 ώρες δουλειάς! Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε
την «Οδύσσεια» στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1925, «όταν ο σπόρος της
''Οδύσσειας'' έδενε μέσα μου», όπως χαρακτηριστικά θα γράψει στην «Αναφορά στον
Γκρέκο» και θα την ολοκληρώσει στην Αίγινα το 1938. Όλα αυτά τα χρόνια, με
αγωνία και μόχθο και με προσήλωση στην αρχικό στόχο, επεξεργαζόταν την αρχική
εκδοχή.
«Πρέπει να φροντίσω το
κορμί μου, αλλιώς αυτό το έργο θα με ρίξει καταγής», θα γράψει για την
«Οδύσσεια», επιμένοντας και πιστεύοντας ότι, τελικά, εκείνη είναι για κείνον Το
έργο Ζωής.
Ο Νίκος Καζαντζάκης
ξεκίνησε την «Οδύσσεια» στο Ηράκλειο το 1925 και την ολοκλήρωσε στην Αίγινα το
1938.
Τη
σκυτάλη από τον Όμηρο
Αναλαμβάνοντας τη σκυτάλη
(και την αφήγηση) από τον Όμηρο, ο Καζαντζάκης ακολουθεί τον Οδυσσέα αφότου
επέστρεψε στην Ιθάκη και έφυγε ξανά, μέχρι τον θάνατό του, στον Νότιο Παγωμένο
Ωκεανό. Αλλά ακολουθεί και τη γλώσσα ως τα τρίσβαθα:
Λέξεις όπως «δοξαράς» (Ο δοξαράς γελάει ταντανιστά, ξεσκίστηκε ο
λαιμός του), «κοσμοπαρωρίτης (Όλο το
μέγα σώμα ξάχνισε του κοσμοπαρωρίτη, κι αργά, χιονοκαράβι, βλάμηδες και πωρικά
και μνήμη, σαν καταχνιά στο πέλαο σαλέψαν κι ως δροσουλίτες σβήσαν),
«θαλασσόφρυδο» (Μα τότε, μπρούμυτα ως
αρπάζουνταν ο Χάλικας στην πλώρα, ξεχώρισε μες στο αφροπέλαγο γαλάζο κορφοβούνι
γυαλιστερό, στο θαλασσόφρυδο ν' ανεβοκατεβαίνει), «χεραγκαλιά» (Οι πέτρες πέταξαν γαρούφαλα, τα σαμιαμίθια
μπόι, σαν άρχοντας με τα χρουσά σκουτιά κατέβη ο μέγας ήλιος χεραγκαλιά με τη
γυναίκα του τη φεγγαροντυμένη· και μοίραζε φτερά στους σκούληκους κι ανθούς στα
χορταράκια), «φεγγαροστάζουν» (Μυρίζει
η γης το κρινογιασεμί, γυμνές κοπέλες γέρνουν κι απλοχερούν κρασί στους
άρχοντες και ρόδα στις κεράδες· πηχτά φεγγαροστάζουν τα δεντρά, σταθήκαν οι
χορεύτρες κι ευωδιαστός ιδρώτας δροσερός παχνίζει τα κορμιά τους),
«ντιντινίζουν» (Κι οι νύχτες άρμοζαν τ'
αστέρια τους στις μαύρες τραχηλιές τους, κι ως άγριες χήρες, αραπόχηρες, στον
όχτο κατεβαίναν, και ντιντινίζαν τα βραχιόλια τους τ' αστρομαργελωμένα),
τις συναντάμε σε έντυπο λόγο για πρώτη φορά. Καθώς και τις: αγεροσκλόγας,
αγιουπίσια, αιματοκύματα, ακρολιχνούν, αϊτοκαρδιά, αναμουράει,
γκρεμοχοχλαδάκια, βαριόχνωτος, διπλόσχισε, βρυγιασμένες, μοιράρης, κατάχειλα,
νεκρογυναικωνίτης, σύγιαλο, σύθρηνο, ψυχοσούρτης, ψωμοδότρα, σύνολο 7.500 λέξεις μετρημένες, απλές και
σύνθετες, λαϊκές και δικές του που, επίσης, τις συναντάμε για πρώτη φορά.
«Χιλιάδες αθησαύριστες
λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους», θα γράψει ο επιμελητής του δρ Νικόλαος Μαθιουδάκης
στη μελέτη του για την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη που περιλαμβάνεται στα
πρακτικά του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας το 2012.
Επιμένοντας ότι «στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ οι
γλωσσικές ιδιαιτερότητες αποτελούν τον μορφικό πυρήνα του έπους και κυριαρχούν
μέσα από τη μοναδικότητα της επιλογής των λέξεων από τον ποιητή για τη σύνθεση
του έπους. Η δύναμη της γλώσσας της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ βρίσκεται στους τύπους των λέξεων
που επέλεξε ο ποιητής να τοποθετήσει άλλοτε περίτεχνα και ποιητικά κι άλλοτε
τεχνικά και κατασκευαστικά».
Για να επισημάνει όσα ήδη
έχει γράψει ο Μανδηλαράς, ότι «το αίσθημα της λέξης είναι πολύ αναπτυγμένο στον
Καζαντζάκη», υπενθυμίζοντάς μας πως «χωρίς ιδιαίτερες γλωσσολογικές σπουδές
παρά μόνο με τα εφόδια που απέκτησε με την προσωπική του μελέτη [!] συλλαμβάνει
με τον δικό του τρόπο τα γλωσσικά φαινόμενα».
1938. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι του στην Αίγινα. Εδώ ολοκλήρωσε την "Οδύσσειά" του
Με
φαντασία και λογική
«Οι λέξεις στην
καζαντζακική ΟΔΥΣΣΕΙΑ», όπως διαπιστώνεται, «είναι μια πραγματική αποκάλυψη
αθησαύριστων λέξεων που κατακυριεύουν κάθε αναγνώστη ποιητικά, νοητικά,
συναισθηματικά, ψυχικά, μέχρι το σημείο που δοκιμάζουν τη φαντασία και τη
λογική του. Δεν είναι μόνο η ατέρμονη αγωνία του ποιητή να επιλέξει τη μία και
μοναδική λέξη για την κατάλληλη θέση μέσα στην ποιητική του δημιουργία και την
αποτύπωση της τέχνης του.
Όπως σημειώνει ο
Χαραλαμπάκης (1999), ''οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στον γλωσσικό
σκεπτικισμό του Καζαντζάκη'', που τον βασανίζει συνεχώς η έννοια της κάθε
λέξης. Ο Καζαντζάκης, συνεχίζει ο Χαραλαμπάκης, συγκινείται ιδιαίτερα από τις
''παρθένες λέξεις'' και γοητεύεται από τη δημιουργία -μορφική και σημασιολογική-
ενός νέου συλλογισμού που τον οδηγεί στην απόδοση μιας νέας μορφής, που δεν
απέχει από την έννοια του νεολογισμού, μιας νέας σκέψης, μιας νέας ιδέας που
αποτυπώνεται σε μια νέα αχρησιμοποίητη μορφή που είτε κατασκευάζεται παραγωγικά
είτε του δίδεται λεξιθηρικά ''από το
στόμα του λαού'' (Πρεβελάκης, 1958, 1984).
Ο Καζαντζάκης αποτελεί ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός διανοητή συγγραφέα που αναζητούσε συνεχώς την
καταλληλότερη εκφραστικά και την πιο δυσεύρετη λέξη για να αποδώσει με ακρίβεια
και σαφήνεια την ποιητική του ιδέα -όπως παρουσιάζεται από την πλούσια
επιστολογραφία του (Πρεβελάκης 1984, Αλεξίου-Αποσκίτου 1978, Καζαντζάκης 1993,
Καζαντζάκη 1998)- αναδεικνύοντας όχι μόνο τη μοναδικότητα της λέξης αλλά και
την πολυεπίπεδη διάσταση της ίδιας της γλώσσας».
Εκείνο που μένει σε όλους
και έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, βέβαια, είναι ο στόχος, τελικά, του Καζαντζάκη
ως ποιητή. «Το να δημιουργήσει μια πανελλήνια γλώσσα» -όπως θα επισημάνει ο
Bien το 1927- «βασιζόμενη σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους με θεμελιακή
διάλεκτο την κρητική».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
Εφ. ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου