Πέθανε
ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Χουλιαράς
Πέθανε ο ζωγράφος,
πεζογράφος και ποιητής Νίκος Χουλιαράς σε ηλικία 75 ετών.
Ο Νίκος Χουλιαράς
γεννημένος τον Οκτώβριο του 1940 στα Γιάννενα ήταν απόφοιτος της Ανωτάτης
Σχολής Καλών Τεχνών και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους
ζωγράφους.
Έλαβε μέρος στη Μπιενάλε
της Αλεξάνδρειας το 1969 και συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και
στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε επίσης, επί πολλά χρόνια, με την εικονογράφηση και
την εικαστική επιμέλεια βιβλίων και κέρδισε δύο βραβεία στη διεθνή έκθεση
καλλιτεχνικού βιβλίου της Λειψίας (1978 και 1983). Το 2011 έγινε αναδρομική
παρουσίαση του συνόλου της δουλειάς του στο Μουσείο Μπενάκη και εκδόθηκε
κατάλογος -μονογραφία.
Κατά το χρονικό διάστημα
1965-1970 ασχολήθηκε με τη μουσική. Έγραψε πολλά τραγούδια -που τα τραγούδησε ο
ίδιος, καθώς και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές- με μεγάλη επιτυχία. Ήταν επίσης, ο
πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια και παρουσίασε τα ηπειρώτικα
στο κοινό της Αθήνας.
Έχουν εκδοθεί τα παρακάτω
βιβλία του: «Σαράντα σχέδια» Ώρα 1974· Νεφέλη 1985, «Ζωγραφική-κείμενα» Κέδρος
1978, (Α' βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο
βιβλίο στον κόσμο), «Ο Λούσιας» Κέδρος 1979, "Νεφέλη" 1987, «Το
Μπακακόκ» Κέδρος 1981, "Νεφέλη" 1998, «Το χιόνι που ήξερα» Κέδρος
1983, (Γ' βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο
βιβλίο στον κόσμο), «Ζωή την άλλη φορά» Νεφέλη 1985· «Το άλλο μισό», Νεφέλη
1987, «Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του» Νεφέλη 1989, «Μια ιστορία του
μακρύ χειμώνα» Νεφέλη 1990, «Η μέσα βροχή»Νεφέλη 1991, «Νίκος
Χουλιαράς-ζωγραφική 1966-1991» Εκδόσεις Εργαστήρι 1992, «Οι λεπτομέρειες του
μαύρου» Νεφέλη 1993, «Οι ζωγραφιές του νυχτερινού χάρτη» Νεφέλη 1994, «Στο
σπίτι » Νεφέλη 1998, «Εικόνες στο ύψος της ζωής» Νεφέλη 2000.
Διηγήματά του έχουν
μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά,
ενώ έχουν εκδοθεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο Hatier η συλλογή διηγημάτων
«Το Μπακακόκ»και τα μυθιστορήματα «Ο Λούσιας» και «Ζωή την άλλη φορά».
Διηγήματά του έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, ενώ «Ο Λούσιας» έγινε τηλεοπτική
σειρά που μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989. Το 1996 ήταν υποψήφιος για το
Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Στο σπίτι του εχθρού μου».
Ο Χουλιαράς υπήρξε σημαντικός
ζωγράφος, εικονογράφος, πεζογράφος, ποιητής, συνθέτης, στιχουργός,
τραγουδιστής, δημιουργικά παρών για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Ο Νίκος
Χουλιαράς είχε πάντοτε πολλούς τρόπους να αφηγείται τις νεανικές αναμνήσεις του
από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννενα. Και ακόμα περισσότερους ώστε αυτές
οι αναμνήσεις, καθώς και τα νεότερα ερεθίσματά του, να συναντώνται σε ένα έργο
που περιέχει την παράδοση και την πρωτοπορία, που αποθησαυρίζει την κοινή μας
μνήμη και συνεγείρει την κοινή μας προσδοκία. Την ανθρώπινη θέρμη, το χιούμορ,
την αίσθηση τού οικείου και ταυτόχρονα του μαγικού που χαίρονταν οι φίλοι του,
χαίρονταν παράλληλα και οι αναγνώστες και οι φίλοι της ζωγραφικής και των
τραγουδιών του. Καλό του ταξίδι.
ΒΗΜΑ/ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ/WIKIPEDIA
Ο
Νίκος Χουλιαράς,
πήγε
να βρει τη χαλασιά* του…
Ένας άνθρωπος που κοσμούσε
την πνευματική ζωή του τόπου μας, ο Νίκος Χουλιαράς δεν είναι πια μαζί μας.
Έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 75 ετών. Ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος,
συνθέτης, τραγουδιστής. Με ότι κι αν ασχολήθηκε το έκανε με αγάπη και στο τέλος
πετύχαινε. Παρόλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι καμιά δουλειά του δεν τον
ικανοποιούσε «Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν
κατάφερα ποτέ να γράψω», έγραφε πριν από είκοσι χρόνια.
Ο Νίκος Χουλιαράς
γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1940. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1962-1967),
γλυπτική με τον Γιάννη Παππά και σκηνογραφία με τον Β. Βασιλειάδη, αλλά τελικά
προτίμησε τη ζωγραφική. Ως ζωγράφος κέρδισε το Βραβείο Παρθένη το 1969 και
παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1969, Άστορ). Τα πρώιμα
έργα του ήταν μάλλον αφαιρετικά, με ακαθόριστες φόρμες σαν αστρικά σώματα σε
λευκό φόντο.
Μέσα στη δεκαετία του
1970, οι μνήμες από το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας του εισχωρούν στη
ζωγραφική του. Δημιουργεί πίνακες που απεικονίζουν έρημους χώρους, με τονισμένη
τη γραμμή του ορίζοντα και υποβλητική ατμόσφαιρα -μια υπαινικτική αναφορά στην
εικόνα της λίμνης των Ιωαννίνων.
Στην επόμενη φάση, μετά το
1979, θα ολοκληρωθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία αυτής της ζωγραφικής, με την
απόλυτη κυριαρχία της εικονιστικής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο. Οι πίνακες
κατακλύζονται από φιγούρες που περιγράφουν ανθρώπινες ιστορίες, διηγούνται
αναμνήσεις, παραμύθια και όνειρα ή εκφράζουν υπαρξιακές αγωνίες, άλλοτε με
δραματικό τρόπο, άλλοτε με μια γκροτέσκα ποιητική διάθεση.
Η αυτοβιογραφική διάσταση
της αφήγησης ενισχύεται με την επίμονη επανάληψη της φιγούρας του ζωγράφου, η
οποία πρωταγωνιστεί σε μεγάλο μέρος των έργων του. Συχνά οι εικόνες
συνοδεύονται από χειρόγραφα κείμενα που, μερικές φορές, συμπληρώνουν νοηματικά
το περιεχόμενο του έργου, αλλά κυρίως λειτουργούν σαν δομικά στοιχεία της
εικαστικής σύνθεσης.
Η παρουσία του στον
ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο δεν περιορίζεται στο ζωγραφικό του έργο. Από νωρίς
έγινε γνωστός για τα τραγούδια που έγραφε και τραγουδούσε (έχουν κυκλοφορήσει 7
δίσκοι του). Θεωρείται από τους πρωτοπόρους του Νέου Κύματος στην Ελλάδα
(Χαλασιά μου, Γιάννη μου το μαντήλι σου, Θα σου το πω με Α, Το πέτρινο χαμόγελο
κ.α).Επί πλέον, δημοσίευσε πολλά κείμενα και έχουν εκδοθεί 14 λογοτεχνικά του
βιβλία (κυρίως από τις εκδόσεις Νεφέλη) που, τα περισσότερα, μεταφράστηκαν σε
πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ασχολήθηκε επίσης, επί πολλά χρόνια, με την
εικονογράφηση και την εικαστική επιμέλεια βιβλίων και κέρδισε δύο βραβεία στη
διεθνή έκθεση καλλιτεχνικού βιβλίου της Λειψίας (1978 και 1983).
Παρουσίασε το έργο του σε
ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το
1969 και συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το
2011 έγινε αναδρομική παρουσίαση του συνόλου της δουλειάς του στο Μουσείο
Μπενάκη και εκδόθηκε κατάλογος-μονογραφία.
ΝΙΚΟΣ
ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ : Τα ποιήματα στο δρόμο
Δημοσιεύτηκε
στη Λέξη το 1998
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο,
έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν
φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι
αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά
εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών
κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν:
τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των
λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που
τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα
ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο,
μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως
χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι.
Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο
τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που
χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που
προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί
ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες
που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα
ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα
πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη
νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά,
τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με
αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ,
αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς
κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά:
τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και
δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα
από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα
τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που
εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο
εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και
τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν
μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις
τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
http://www.art22.gr/νίκος-χουλιαράς-πήγε-να-βρει-τη-χαλασι/
*Τι
σημαίνει «Χαλασιά μου»;
Πρόκειται για ένα από τα
πιο γνωστά και όμορφα ηπειρώτικα τραγούδια που συγκινούν. Ο λόγος για την
"Χαλασιά μου"!
Τι σημαίνει όμως αυτή η
φράση του γνωστού τραγουδιού; Ψάχνοντας να βρούμε την απάντηση διαβάσαμε σε ένα
forum το εξής "Στην Ήπειρο παλιά ήταν πολύ συνηθισμένο το γυναικείο όνομα
"Χαλαζία". Το όνομα δόθηκε από το γνωστό και πολύ διαδεδομένο ορυκτό χαλαζίας
που βρίσκεται σε αφθονία στα Ελληνικά εδάφη.. Είναι ένα όνομα που δόθηκε σε
γυναίκα, καλοαναθρεμένη, που δεν την έχει δει ποτέ ο ήλιος, μιας και το ορυκτό
αυτό είναι άχρωμο ως και ανοιχτού χρώματος προς το λευκό... Ίσως το τραγούδι αυτό
να αναφέρεται σε πραγματική ιστορία...με κάποια Χαλαζία που έπαθε ατύχημα στον
μύλο όπου πήγε να αλέσει το σιτάρι..."
Μια άλλη εκδοχή που
διαβάσαμε είναι ότι "χαλασιά μου" σημαίνει "συμφορά μου, τρομάρα
μου".
http://www.ipeirotika.gr/to-lixnari/item/2719-ti-simainei-xalasia-mou
Αχ
δε στο `πα χαλασιά μου
στο μύλο να μην πας χαλασιά μου
να μη σε κόψει η ρόδα
και γίνω εγώ φονιάς χαλασιά μου
και γίνω εγώ φονιάς.
Χαλασιά μου χαλασιά μου
ζωντανή είσαι χωρισιά μου.
Αχ
δε σ’ έχω να δουλεύεις
να βασανίζεσαι χαλασιά μου
σ’ έχω να τρως να πίνεις
και να στολίζεσαι χαλασιά μου
και να στολίζεσαι.
Χαλασιά κι αλί από μένα
που έβαλα σεβντά για σένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου