Μοναξιά
ή μοναχικότητα;
Γράφει η Ελένη Α. Στασινού
«Δύο είναι τα είδη της
μοναξιάς: αυτή που προέρχεται από τον εαυτό μας και αυτή που προέρχεται από
τους άλλους». Maurice Chapelan
Μεγαλώνοντας δεν μπορούσα
να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στη μοναξιά και τη μοναχικότητα, γιατί, στην
τελική, δεν είναι κάτι που σου μαθαίνουν στο σχολείο ή στο σπίτι. Είναι από
αυτά τα πράγματα που πρέπει να ζήσεις για να σε προβληματίσουν. Μπορεί βέβαια
να μη σε προβληματίσουν και ποτέ. Κάποιοι άνθρωποι δεν κοιτάζουν ποτέ να δουν
τι τους συμβαίνει. Αγχώνονται, εκνευρίζονται, βρίζουν, γελάνε, κλαίνε… και δεν
ψάχνουν ποτέ το γιατί. Είτε κλαίνε είτε γελάνε, το ίδιο και το αυτό.
Όταν ήμουν στο
πανεπιστήμιο ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τις λέξεις «μοναξιά» και
«μοναχικότητα». Στο εξωτερικό υπάρχει έντονος διαχωρισμός αυτών των δύο εννοιών
κι εγώ ως τότε ήξερα μόνο τι σημαίνει μοναξιά. Στους περισσότερους, όταν ακούν
τη λέξη «μόνος», έρχεται στο μυαλό κάποιος που κάθεται σπίτι, που δεν έχει
φίλους, κάποιος που είναι γενικά ακοινώνητος και σαν συνέπεια καταλήγει μόνος,
έρημος και δυστυχισμένος.
Πιστεύω πως στα
περισσότερα πράγματα στη ζωή μας έχουμε τη δύναμη της επιλογής. Έτσι και στη
μοναξιά, επιλέγεις. Άλλο loneliness και άλλο solitude. Αυτή είναι η διαφορά:
όταν επιλέγεις να είσαι μόνος.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα είναι
τόσο κατακριτέα η μοναχικότητα, γιατί δεν έχουμε αυτή τη νοοτροπία. Ό,τι κι αν
κάνουμε, όπου κι αν πάμε, έχουμε δίπλα μας είτε τη μάνα μας να επιβλέπει –«μη
χτυπήσει το παιδί!», «μην κάνει κάτι λάθος το παιδί!» «Α! Δεν το αφήνω μόνο
του!»–, είτε τους φίλους μας, είτε τους γονιούς των φίλων μας, είτε κάποιον
συγγενή. Κάποιος τέλος πάντων πρέπει να «επιβλέπει». Μαθαίνουμε, λοιπόν, από
παιδιά να έχουμε συνέχεια κάποιον δίπλα μας και όταν πια ενηλικιωθούμε και
χρειαστεί κάποια στιγμή να μείνουμε μόνοι, μας καταβάλλει ένα καινούργιο
συναίσθημα: «Τώρα; Τι κάνω;». Κυριευόμαστε από άγχος, από πανικό, νιώθουμε ότι
μας έχουν εγκαταλείψει και τελικά καταλήγουμε να γίνουμε «πρεζάκια». Πρεζάκια
της ανθρώπινης επαφής. Όποια κι αν είναι αυτή. Καλή ή κακή. Γιατί προτιμάμε να
έχουμε κάποιον δίπλα μας παρά κανέναν.
Η μοναχικότητα, λοιπόν, σε
αντίθεση με τη μοναξιά, είναι μια συνειδητή επιλογή να μείνεις μόνος κι ας
έχεις εκατοντάδες φίλους και γνωστούς που θα μπορούσαν να γεμίσουν τις μέρες
και τις ώρες σου ανά πάσα στιγμή, για το τίποτα. Όταν όμως επιδιώκεις τη μοναχικότητα,
δεν νιώθεις αυτή την ανάγκη, την ανάγκη των άλλων. Για μένα, κάθε άνθρωπος θα
πρέπει να νιώθει άνετα όταν μένει μόνος, να μπορεί να περνά λίγο χρόνο με τον
εαυτό του, να μπορεί να βρίσκει γαλήνη στη δική του ύπαρξη και στο «εγώ» του
και να μη χρειάζεται συνέχεια την επιβεβαίωση των άλλων μέσω της παρουσίας
τους.
Η μοναξιά, από την άλλη,
τις περισσότερες φορές δεν είναι επιλογή μας. Είναι κάτι πολύ πολύπλοκο και
στενόχωρο, γιατί έχει να κάνει με την απώλεια. Καταλήγεις να μείνεις μόνος,
βέβαια, για πολλούς λόγους: γιατί δεν έχεις ανθρώπους γύρω σου, γιατί τους
έχασες εκούσια ή ακούσια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί, για παράδειγμα, να
είσαι ένας ντροπαλός άνθρωπος, έτσι απλά, και μη μπορώντας να προσεγγίσεις
ανθρώπους τόσο εύκολα καταλήγεις να πέσεις θύμα της μοναξιάς. Η μοναξιά είναι
μια νοητική κατάσταση, γιατί μπορεί να περιτριγυρίζεσαι από χιλιάδες ανθρώπους
αλλά και πάλι να νιώθεις μόνος, απομονωμένος, απόμακρος, διαφορετικός. «Δεν
βρίσκει κανείς τη μοναξιά. Τη δημιουργεί!» είχε πει κάποτε η Marguerite Duras,
Γαλλίδα συγγραφέας.
Μπροστά, λοιπόν, σε κάτι
που μπορεί κάποιες φορές να μην είναι επιλογή σου ή κάτι στο οποίο έχεις πέσει
θύμα λόγω χαρακτήρα ή συμπεριφοράς, όπως η μοναξιά, που μπορεί να σε τσακίσει
ψυχολογικά, γιατί, κακά τα ψέματα, όλοι κάπου κάποτε χρειαζόμαστε κοινωνικές
επαφές για πολλούς λόγους, υπάρχει και αυτό: η μοναχικότητα. Υπάρχει η επιλογή
τού να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και να μπορείς να μείνεις μόνος χωρίς να
νιώθεις μόνος.
Θυμάμαι, οι φίλοι μου στην
Ελλάδα με περνούσαν για τρελή όταν τους έλεγα πως στο Λονδίνο πήγαινα σινεμά
μόνη μου ή για καφέ ή ακόμα και διακοπές. Δεν είμαι τρελή! Μου αρέσει μια στο
τόσο να μη σχολιάζω τίποτα και κανέναν, να περνάω καλά και ήρεμα μόνη μου,
χωρίς να έχω κάποιον δίπλα μου που βουτάει το χέρι του στα ποπκόρν μου κατά τη
διάρκεια της ταινίας ή κάποιον που γκρινιάζει γιατί πείνασε και θέλει να πάμε
να φάμε όταν εγώ αράζω στην παραλία και θέλω να κάτσω εκεί μέχρι να
σκοτεινιάσει. Έτσι απλά.
«Ποτέ δεν είπα “θέλω να
είμαι μόνη”. Είπα μόνο “αφήστε με ήσυχη”. Υπάρχει τεράστια διαφορά!» Greta
Garbo.
[Free Sunday, τεύχος 331]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου