Ο
αδελφός του Σεφέρη
ποιητής Άγγελος Σεφεριάδης
(1905 - 1950)
ποιητής Άγγελος Σεφεριάδης
(1905 - 1950)
Όποιος διαβάσει το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου «Φύλλα Κατοχής» θα διαβάσει επίσης να γίνεται λόγος για τον αδελφό του Γιώργου Σεφέρη,τον ποιητή Άγγελο Σεφεριάδη.
Για τον Άγγελο Σεφεριάδη, γνωρίζομε
αρκετά πράγματα χάρη στο αδελφικό ενδιαφέρον τού Γιώργου Σεφέρη. Στα 1967 με
επιμέλεια του μεγάλου Νεοέλληνα ποιητή κυκλοφόρησε στην Αθήνα το βιβλίο «Σήμα»,
με ποιήματα του Αγγέλου και με πολύ
κατατοπιστικά σημειώματα του ίδιου του Σεφέρη για τη ζωή, για το δράμα, για την
ποίηση του. Σύμφωνα με αυτά, ο Άγγελος,
είδε το φώς στις 8 Ιουλίου 1905 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας τους Στυλιανός Σεφεριάδης,
γεννημένος στη Σμύρνη, όπου δικηγορούσε, ήταν παντρεμένος με την Δέσπω
Τενεκίδη, με την οποία απέκτησε τα τρία παιδιά: τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, τον
Άγγελο Σεφεριάδη και την Ιωάννα Σεφεριάδη, μετέπειτα σύζυγο του Προέδρου της
Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Στα 1914 με την αρχή τον Α´
Παγκοσμίου Πολέμου ο Αγγελος Σεφεριάδης ήλθε, μαζί με την οικογένεια του που αποφάσισε
να μετακόμισε από την Σμύρνη, στην Αθήνα.
Όπως είναι γνωστό, ο πατέρας
Στυλιανός Σεφεριάδης (1873 - 1951), ήταν διαπρεπής καθηγητής του Διεθνούς
Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε και εκείνος μέσα του την φλόγα της ποίησς.
Είχε κι εκείνος γράψει ποιήματα και είχε φιλοτεχνήσει μεταφράσεις ποιημάτων
αρχαίων και ξένων ποιητών με το ψευδώνυμο Στέφανος Μύρτας. «Ο πατέρας», γράφει η
Ιωάννα Τσάτσου, «ήταν επιστήμονας διεθνούς στάθμης. Μετά το θάνατο της μάνας
μας τον συνόδευα στα συνέδρια τού Ινστιτούτου του διεθνούς δικαίου.
Παρακολουθούσα πόσο τον άκουαν, πόσο εκτιμούσαν τη γνώμη του, πόσες φορές έδινε
αυτός τη λύση στα επίμαχα θέματα».
Γράφει επίσης η Ιωάννα
Τσάτσου για τον πατέρα της:
«Ὁ
πατέρας ἦταν
ἄνθρωπος
τῶν
μεγάλων ἰδανικῶν.
Τὸν
πρῶτο
καιρὸ ἔζησε
μὲ τὸ
πάθος τοῦ
λυτρωμοῦ
τοῦ Ἔθνους,
τὴ
Μεγάλη Ἰδέα.
Μέσα στὰ
χαρτιά του βρίσκω ἀκόμα ἔγγραφα
ἀπὸ τὴν ἱστορία
τῆς
Σάμου. Στὸ 1908 πῆγε
στὸ
νησὶ
καὶ
βοήθησε τὸν Σοφούλη. Στὸ
πόλεμο τοῦ ῾12,
ὅπως
μᾶς ἔλεγε
ἡ
μάνα εἶχε
ξεσηκωθεῖ νὰ
πάει ἐθελοντής».
Ὑπῆρξε
ἐπίσης
ποιητὴς
καὶ
μεταφραστής: «Ὅμως μὲ
τί εὐτυχία
ἀπάγγελνε
στίχους τοῦ Μιμνέρμου ἢ
τοῦ Ἀνακρέοντα
στὶς ὡραῖες
κυρίες! Τοὺς εἶχε
μεταφράσει ὁ ἴδιος,
ὅπως
καὶ τὸν
Οἰδίποδα
Τύραννο, τὴν Ἠλέκτρα,
τὰ
τραγούδια τοῦ Μπάϋρον γιὰ τὴν Ἑλλάδα·
αὐτὰ εἶναι
τὰ
πιὸ
γνωστά. Μὰ παράλληλα Σαπφώ, Ὁράτιο
καὶ
πολλοὺς
γάλλους ποιητές. [...] Κάποτε ὁ Καβάφης ἀνάφερε
θαυμαστικὰ ἕνα
στίχο του:
Κι
ἔχουν
τὰ
γέλοια ξεψυχήσει
κι᾿ ἔχουν
γεράσει τὰ παιδιά.
Στυλιανὸς
Σεφεριάδης
Απόρησαν οι φίλοι του.
Πρώτη φορά άκουγαν το άνομα τον ποιητή Σεφεριάδη. Την αγάπη
του για τη
λογοτεχνία ο Στυλιανὸς
Σεφεριάδης θα την
μεταδώσει και στο
τρία του παιδιά, που και θα ασχοληθούν
μ’ αυτήν
όπως γράφει η Ιωάννα Σεφεριάδη-Τσάτσου: «Κι ἔπειτα
βρίσκαμε διέξοδο στὴ βιβλιοθήκη τοῦ
πατέρα. Διαλέγαμε ἕνα βιβλίο καὶ
μπρούμυτα στὸ πάτωμα διαβάζαμε ὦρες.
Ὅλους
τοὺς
γάλλους ρομαντικοὺς τοὺς
εἴχαμε
μάθει ἀπέξω».
Το ελληνικό σχολείο που
παρακολούθησε ο Άγγελος Σεφεριάδης ήταν το Πρότυπο όπου διευθυντής ήταν ο Δημ. Γληνός.
Στη συνέχεια των σπουδών του πήγε να σπουδάσει Ιατρική στο Παρίσι, άλλα δεν τον
τράβηξε η επιστήμη του Ιπποκράτη και του Ασκληπιού και επέστρεψε στην Αθήνα για
να σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε το πτυχίο του στα 1927 κι
έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία (1929 - 1930) και στο Παρίσι (1931 -
1932) στο χώρο του δημοσίου δικαίου και της πολιτικής οικονομίας. Έκανε ακόμη
σπουδές στη Χαϊδελβέργη.
Από το 1935 ως το 1946
εργάσθηκε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το 1942 κλείσθηκε στη φυλακή στη
Λαμία από τους Ιταλούς. Όπως μάς πληροφορεί η Ιωάννα Τσάτσου ο αδελφός της Άγγελος
είχε νυμφευτεί το 1938 τη Ρωξάνη Παπά. «Έζησαν», γράφει, «λίγα χρόνια μαζί.
Έπειτα, τον πρώτο καιρό της Κατοχής, χώρισαν. Ο Άγγελος μ' εκείνη την πλούσια
καρδιά του λάτρεψε το αγοράκι του». Το βάφτισε ο Γιώργος Σεφέρης πού του έδωσε
το όνομα του παππού: Στέλιος Σεφεριάδης,
Ο Άγγελος έφυγε
μεταπολεμικά από την Ελλάδα και μετανάστευσε στις ΗΠΑ (Καλιφόρνια) όπου δίδαξε
την ελληνική γλώσσα στη Στρατιωτική Σχολή Γλωσσών του Monterey από
το 1946 ως τις 19 Ιανουαρίου του 1950, πού σφάλισε τα μάτια.
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει σχετικά
στο Σημείωμα του βιβλίου «Σήμα» : «Πέθανε 45 χρονώ στο μικρό του δωμάτιο στη
σχολή, τη νύχτα της 19 Ιανουαρίου 1950, διαβάζοντας τι έλεγαν οι παλαιοί για τη
αθανασία της ψυχής. Αυτό είταν το βιβλίο που βρέθηκε τ’ άλλο πρωί κοντά του.»
Δυνατοί είναι και οι
στίχοι του Γιώργου Σεφέρη για τον αδελφό του:
Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα
τὸ
γιαλὸ
καὶ τ᾿ ἄστρα.
(Γ.
Σεφέρης, Μυθιστόρημα Α΄)
Και
αλλού όπου υπάρχει Κι εκείνος ο στίχος από την Άγκυρα:
Αφήστε ν’ ακούσω τον
αδελφό μου.
Όσο ζούσε ο Αγγελος Σεφεριάδης - για την
ακρίβεια λίγες μέρες πριν πεθάνει - θέλησε να τυπώσει ο ίδιος ποιήματα του, πού
θα έπιαναν «τριάντα σελίδες κειμένου». Όμως δεν βρέθηκαν παρά μόνο ένα ποίημα
δακτυλογραφημένο (ιδιωτική υπόθεση), πρόχειρα ποιημάτων του και μεμονωμένοι
στίχοι ή σειρές στίχων γραμμένοι σε χαρτιά κάθε σχήματος και κάθε ποιότητας,
σχέδια γραμμάτων και ελάχιστες σελίδες Ημερολογίων. Μάς άφησε ακόμη μια
τελειωμένη μετάφραση του Άμλετ που τον απασχόλησε σ' όλη του τη ζωή και την επεξεργαζόταν
ολοένα και περισσότερο καθώς και δυο μεταφράσεις του από τον Ρίλκε: Πώς αγάπησε
και πώς πέθανε ο σημαιοφόρος Χριστόφορος Ρίλκε και Ημερολόγιο του 1899 (3 -7
Νοεμβρίου). Τους στίχους αυτούς μαζί με δυο πεζά του Αγγέλου (Μνημοσυνο, Ο γιος
μου) τα παρουσίασε ο Γ. Σεφέρης το 1967 στο «Σήμα».
Για την ποίηση του Αγγέλου Σεφεριάδη η Ιωάννα
Τσάτσου σε βιβλίο της σημειώνει:
«Είχα δυο αδέρφια. Και οι
δυο έγραφαν ωραία ποιήματα. Ο πρώτος, ο Γιώργος, ακούστηκε. Πήρε βραβεία. Τα
νέα παιδιά ψιθυρίζουνε τους στίχους του. Στη μακριά βασανιστική του αρρώστεια
τον πόνεσε η χώρα ολόκληρη. Ο δεύτερος, ο Άγγελος, πάντα κλειστός, άγνωστος,
έσβησε ήσυχα μια νύχτα σε μακρινή γη. Τα ποιήματα του χάθηκαν. Μια σιωπή τον
τύλιξε γεμάτη μηνύματα, όπως της αστερωμένης νύχτας. Ο Θεός μόνο γνωρίζει τη
δικαιοσύνη του. Γράφω για τον πρώτο, γιατί ο διάλογος μας ήταν αδιάκοπος. Ο Άγγελος,
ίσως ο καλύτερος μας, διάλεξε τη σιγή».
Ωστόσο από τα λίγα ποιήματα
του «Σηματος» κι όσα σχεδιάσματα σώθηκαν, μπορούμε να σχηματίσουμε μια γνώμη για
το ποιητικό του πρόσωπο. Ένα πρόσωπο δραματικό, όπως δραματική υπήρξε κι η ζωή
του. Πονεμένος, πικραμένος, μακριά από το παιδί του, πού η θύμηση του και μόνο του
σκότωνε το είναι του, αδικημένος, έφυγε στην ερημιά για να περίσωση την ανθρωπιά
του. Όχι από δειλία. «Πολλοί», γράφει ο Σεφέρης, «συλλογίστηκαν πώς ο Άγγελος ήταν
ένας αδύνατος άνθρωπος. Τώρα που βλέπω ολόκληρη τη ζωή του, ξανά και ξανά, όπως
συλλαβίζει κανείς ένα βιβλίο, σκέπτομαι το αντίθετο. Δεν τον απασχόλησε αρκετά
το ζήτημα πώς αμύνεται κανείς στη ζωή. Δεν ήταν άνθρωπος της πανοπλίας. Αυτό δε
σημαίνει αδυναμία. Ούτε ήταν θλιβερός άνθρωπος, είχε αφάνταστη χάρη. Μόνο που
έζησε σ' ένα καιρό όπου είναι φοβερά επικίνδυνο το να θέλει κανείς να μείνει,
καθαρά και ξάστερα, άνθρωπος»
Ναι, ήταν ποιητής ο Άγγελος
Σεφεριάδης και στη ζωή. Κι οι αληθινοί ποιητές είναι απροσάρμοστοι κι
ασυμβίβαστοι. Είναι πρώτο απ' όλα γενναίοι, όπως λ.χ. ο Καρυωτάκης. Οι λίγοι
στίχοι του Αγγέλου Σεφεριάδη δείχνουν, πέρα απ' την αλήθεια τους, εξελιγμένη εκφραστική
και στιχουργική ωριμότητα, και από ιδιοσυγκρασία συγγενεύουν με του Σεφέρη:
«Τυλίγοντας
τους ορίζοντες στον αντίχειρα σαν κλωστή πού σκιρτά δεμένη σε χαρταετό με
χαμένα ζύγια, φτύσαμε στα πόδια σου τη φλούδα του στερνού πασατέμπου».
Όπως και του Γ. Σεφέρη έτσι
και οι στίχοι του Άγγελου Σεφεριάδη αναφέρονται συχνά στο αρχαίο στοιχείο:
«Βαρύτερο
τώρα κι άπ' την ασπίδα του Αίαντα / φαντάζει το τανυσμένο τούτο τσιγαρόχαρτο /
πάνω στο καλάμι».
Κυρίως ομως διακρίνονται για
το βίωμα και τη γνησιότητα τους:
«Τυλίξαμε
πρώτα το σταυρό κι ύστερα / τα κύματα τ' άσπρα και τα γαλάζια / και κοιτάζαμε τη
θάλασσα περιμένοντας το μακρύ κοντάρι».
Οικία Σεφεριάδη
Άγγελος Σεφεριάδης (1905-1950),
«Σήμα» (με σημειώματα του Γιώργου Σεφέρη),
εκδ. Ίκαρος, 1967 (σπάνια έκδοση)
ΞΟΔΙ
Περιμένοντας
τον μαύρο άγγελο της δημοτικής νεκροφόρας
που
προσεύχεται γονατιστός στο πλανόδιο ενυδρείο,
άκουσα
να πέφτουν οι στάλες του ιδρώτα
από
τα φρύδια στα παγωμένα μου δάχτυλα.
Μια
βαρειά μυρωδιά από βασιλικό και λιβάνι
κατακάθιζε
πάνω στα φλυτζανάκια του καφέ.
Κανείς,
κανείς δε μου είπε: «Καλώς ορίσατε»…
Το
φέρετρο είταν σκεπασμένο με μια ξεθωριασμένη σημαία,
κι
αντίς λαμπάδες το σκοτεινό δωμάτιο φώτιζε μόνο
ένα
λαμπιόνι π’ αραχνιασμένο κρεμότανε
σ’ένα
μυγοχεσμένο σύρμα ηλεκτρικού.
Τόσο
που αν δεν ερχόσουν να μου πεις τις λέξεις
«Ανδρός
τόδε σήμα πάλαι κατατεθνηώτος»
κι
αν δεν είταν η απέραντη θλίψη στο πρόσωπό σου,
θα
νόμιζα πως νεκρός δεν υπήρχε.
Κι
αν δεν είταν οι άλλοι, οι αμίλητοι γύρω
θα
νόμιζα πως το δωμάτιο χρησίμευε
μόνο
για την ικανοποίηση περαστικών ερώτων.
Κι
όμως, αν κι’ ο νεκρός είταν σ’όλους «εξ ίσου προσφιλής»
και
το πένθος τόσο ακριβοδίκαια ζυγιασμένο
από
κάτι λέξεις, λιγοστές κι αδιάφορες, κατάλαβα
πως
ο νεκρός δεν είταν για όλους μας ο ίδιος.
Μην
είμουν εγώ ή εσύ ή τα παιδιά σας
ή
δεν υπήρχε καν νεκρός κι όσοι πεθάναμε πριν από χρόνια
συνειδητά
ή κι ασυνείδητα.
*
Η ΜΕΘΟΡΙΟΣ
Όταν
εφτάσαμε στην παραμεθόριο,
σκεφτήκαμε
ποιος θα μπορούσε να μας σταματήσει
σ’
αυτόν τον κατήφορο.
Εδώ,
συντεταγμένοι, ουσάροι της βασιλικής φρουράς
και
δραγόνοι με τα διασταυρωμένα οστά του θανάτου.
Προφανώς
η σύγχυσις της μάχης
κι
η αποδοκιμασία του πλήθους
μας
έφεραν εδώ στα πέρατα
για
ν’ αντιμετωπίσουμε τον ατίθασο τούτο Βουκεφάλα.
Σαν
τον καβαλικεύουμε, μας ρίχνει κάτω
και
σαν πεζεύουμε έρχεται σαν γάτα
να
χαιδεύτεί στα πόδια μας.
Αλίμονο
όταν μπερδευτέις με τ’ άλογο ή τ’ ακατανόητο.
`
*
ΣΤΗ
ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΗΣ
Λίγες αλυγαριές
σύμφωνα με τα λιγοστά μας λόγια,
κι ακόμη λίγα κυκλάμενα
μισανοιγμένα μες από το σβωλιασμένο χώμα.
Άνθη της ξεραίλας και της μούχλας,
με ταιριασμένο χρώμα,
με ταιριασμένο τ’ άρωμα,
τ’ ακουμπήσαμε στα χέρια
τα σταυρωμένα σαν γιαταγάνια
και προσμέναμε τ’ όραμα;
Τον μαύρο άγγελο που θα ‘ρχοτανε να τραντάξει
το πλανόδιο τούτο ενυδρείο.
*
(Aπό
την Ενότητα “Σκορπίσματα ή Σχεδιάσματα' )
1.
Περισσότερο
κι απ΄ την πατρική κατάρα,
η
ζωή του είναι ο θάνατός του…
`
10.
Αίμα
και χώμα στη βουλιαγμένη άσφαλτο
κι
αυτά τ’ασφάλιχτα μάτια του σκοτωμένου
που
καθρεπτίζουνε το παγερό χριστουγεννιάτικο φεγγάρι.
Θέε
μου, έλεος. Σήκωσε λίγο το φιτίλι
και
φώτισέ μας τους σκοτεινιασμένους
που
σκοτωνόμαστε.
Να
ιδεί ο ένας το πρόσωπο του άλλου
και
να γνωρίσει το φονιά και το θύμα.
Εδώ,
Κύριε, ακούμπησε την απαλάμη….
Πηγές
:
Από
άρθρο του Ι.Μ. Χατζηφώτη στην Ιστορία Εικονογραφημένη και από την ιστοσελίδα http://www.poiein.gr/archives/30150/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου