Αντίο,
μαμά
Γράφει η Χρυσούλα Λουλοπούλου
Ώσπου αρρώστησες.
Λευχαιμία. Τρόμαξα!
Τα στηρίγματα κάτω απ’ τα
πόδια μου έτριξαν απειλητικά. Η μάνα είναι κάτι δεδομένο και το δεδομένο δεν
παθαίνει τίποτε, ποτέ! Η μάνα είναι… ‘αθάνατη’! Απρόσβλητη από αρρώστιες,
δυνατή και παρούσα πάντα! Έτσι δεν πιστεύουμε όλοι; Μέχρι να μας έρθει ο
ουρανός κατακέφαλα…
Όταν έμαθα τα νέα,
συνειδητοποίησα πόσο απαραίτητη μου ήσουν, απλά γιατί…σ’ αγαπούσα! Η ανακάλυψη
ήταν σπουδαία! Ναι, παρόλες τις μονομαχίες μας, ακόμη σ’ αγαπούσα. Πάντα σ’
αγαπούσα. Γι’ αυτό θύμωνα τόσο μαζί σου. Επειδή με αφορούσες. Επειδή μ’ ένοιαζε
η γνώμη σου, όσο κι αν έκανα ότι την πετούσα αδιάφορα στο καλάθι των αχρήστων.
Την πετούσα, μα πάντα ξαναγύριζα όταν δεν έβλεπε κανείς και ξετσαλάκωνα την
ετυμηγορία, ρουφώντας τις αγκαθωτές λέξεις σου. Δίπλα τους πάντα σχηματιζόταν
από τα δάκρυά μου ένα «Γιατί;»
Τέλος πάντων, η αρρώστια
σου ήταν για μένα πιο δυνατό πλήγμα κι απ’ το θάνατο του μπαμπά. Ήξερα πως
ήσουν πολύ ευαίσθητη για να διαχειριστείς την ‘κακιά αρρώστια’. Είχες χάσει τον
πατέρα σου και τον αδερφό σου από την ίδια αιτία και ήταν για σένα εφιάλτης
ακόμη και η λέξη ‘καρκίνος’. Πάντα κρυβόσουν πίσω από τη σκιά του άντρα σου για
όλα. Εγώ όμως ήμουν δυνατή. Έτσι μ’ ανάγκασες να γίνω για να επιβιώσω. Κι έτσι
κράτησα για μένα το βαρύ μυστικό. Σ’ άφησα να τσαλαβουτάς ανέμελα στα νερά της
άγνοιας.
Έκανα συνωμοσία με τους
γιατρούς για να μη μάθεις τίποτε. Η ακριβής ονομασία της ασθένειας ήταν
‘Μυελοδυσπλασία’. Τρέχα γύρευε! Ακόμη και να τ’ άκουγες, πού να πάει ο νους
σου; Αναιμία σου είπα ότι είχες, γι’ αυτό αισθανόσουν ‘κομμένη’. Ότι με
προσεγμένη διατροφή θα περνούσε σε λίγο καιρό. Μόνο εγώ ήξερα ότι -ένας χρόνος
το πολύ- σου απέμενε να ζήσεις. Κλήθηκα να διαλέξω: θα τον ζούσες σε πόλεμο, ή
σε ειρήνη; Δε χρειάστηκε πάνω από ένα δευτερόλεπτο για ν’ αποφασίσω.
Έγινα, λοιπόν, ο προστάτης
σου κι εσύ το πλάσμα που είχε την ανάγκη μου. Πήρα το ρόλο σου και σου’ δωσα το
δικό μου. Και τότε -θαύμα απρόσμενο!- σ’ ένοιωσα κοντά μου για πρώτη φορά.
Πήγαινα στη δουλειά όσο λιγότερο γινόταν όσο καιρό σε είχα υπό τη σκέπη μου.
Στην αρχή τηρούσα κατά γράμμα τις οδηγίες που έδωσε ο γιατρός, μα σύντομα
δυσανασχέτησες. Τα χάπια αμέτρητα! Το φαγητό λειψό, ανάλατο και χωρίς λιπαρά. Η
διατροφή σου έπρεπε να είναι βασισμένη σε πολύ αυστηρή δίαιτα. Ευτυχώς κατάλαβα
νωρίς πόσο υπέφερες μ’ αυτό κι αποφάσισα να πάρω την ευθύνη και την αμαρτία του
να ζήσεις λιγότερο, μα ευχαριστημένη!
Ορκίστηκα να μη σου
ξαναδώσω φάρμακα που τόσο απεχθανόσουν και να σου κάνω όλα τα χατίρια. Ας
ζούσες όπως ήθελες τον τελευταίο σου καιρό. Σου έφτιαχνα όσα φαγητά ζητούσες.
Καμία δίαιτα! Κανένας περιορισμός! Τάχα αν ζούσες λίγους μήνες παραπάνω,
γεμάτους στερήσεις, τι θα έβγαινε; Πίτσα ήθελες; Πίτσα παραγγέλναμε. Μουσακά
ήθελες; Μουσακά σου έφτιαχνα. Τρώγαμε ό,τι απαγόρευαν οι γιατροί! Χα χα! Κι
εσύ-απίστευτο;- με παίνευες για το πόσο καλή μαγείρισσα είχα γίνει.
Σε πήγαινα κάθε μέρα
βόλτες με το αμάξι στο βουνό ή στη θάλασσα για να πάρουμε καθαρό αέρα. Στο
ραδιόφωνο έβαζα να παίζουν αγαπημένα σου τραγούδια και τραγουδούσαμε μαζί.
«Ζηλεύω το μικρό σου το
γατί, στα πόδια σου κοιμάται όταν διαβάζεις, λα λα, λα…», ξελαρυγγιζόμασταν,
κοιταζόμασταν και ξεσπούσαμε σε γέλια.
Τι υπέροχα ήταν που γίναμε
φίλες! Αυτή τη φορά δε μου ήταν δύσκολο. Τράβηξα την κουρτίνα που μου έκλεινε
το φως κι άφησα τον ήλιο να μπει στην ψυχή μου. Φώτισε τη μορφή σου, τη φωνή
σου, τα λόγια σου. Είδα τα προτερήματά σου. Ήσουν όμορφη, γλυκιά, ευγενική,
υπομονετική, εργατική, πρόσχαρη, ακούραστη, οικονόμα, δοτική, φιλόξενη,
φιλότιμη, εξαιρετική μαγείρισσα, πλέκτρια μοναδική, είχες υπέροχη φωνή,
κατακόκκινα αρυτίδιαστα μάγουλα και τα ωραιότερα γαλάζια μάτια του κόσμου.
Τελικά,….είχα μια υπέροχη μαμά!
Επιτέλους μιλούσαμε! Βρίσκαμε
θέματα! Κι όταν άρχιζες να μου διηγείσαι τι υπόθεση είχε το κάθε σίριαλ που
παρακολουθούσες, εγώ σε άκουγα με προσοχή. Παλιά έβγαζα σπυριά όταν το έκανες
αυτό, μα τώρα καθόμουν δίπλα σου και τα βλέπαμε μαζί. Και να σου πω; Μου άρεσε
κιόλας! Μαζί αντιδρούσαμε και μετά συζητούσαμε την εξέλιξη.
Όταν έβγαινα για ψώνια, με
περίμενες με αδημονία κι ένα πλατύ χαμόγελο να γυρίσω. Το απόγευμα πίνοντας
καφέ στη βεράντα, λέγαμε διάφορα και καμαρώναμε τα λουλούδια που φυτέψαμε. Οι
συγγνώμες μας, δυο χαρούμενα κοριτσάκια, έπαιζαν «σπιτάκια» δίπλα μας. Ήσουν
τόσο ευχαριστημένη που επιτέλους έδειξα ενδιαφέρον για τα λουλούδια σου! Ήσουν
πάντα περήφανη γι’ αυτά κι εγώ φυσικά δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να τα μισήσω
όταν ήμουν μικρή. Όμως τώρα που σκάψαμε μαζί για να τα φυτέψουμε, που τα γόνατά
μας πόνεσαν πάνω στην ίδια γη, έτσι όπως μου εξηγούσες τα πάντα με υπομονή,
όπως ποτέ δεν είχες κάνει πριν, ένοιωσα πως ήμουν το κοριτσάκι σου που τού
μάθαινες τη ζωή απ’ την αρχή.
Κάποια στιγμή εκεί που
έβαζα ένα βολβό στο χώμα, τα μαλλιά μου έπεσαν στο πρόσωπό μου. Άπλωσες το χέρι
και προστατευτικά μου τα σήκωσες. Κοιταχτήκαμε τόσο βαθιά, πρώτη φορά μετά τον
απογαλακτισμό μου. Δεν πόνεσε το βλέμμα μου, όπως έτρεμα ότι θα συμβεί.
Ίσα-ίσα, μια αγαλλίαση άνθισε στην καρδιά μου σα σπάνιο λουλούδι που ανθίζει
μια φορά το χρόνο. Άπλωσα τα χέρια με λαχτάρα και μπήκα στην αγκαλιά σου. Μ’
έκλεισες σφιχτά μέσα και κλάψαμε καθισμένες στη γη, μέχρι που απορροφήθηκε όλο
το παράπονο που μας ταλάνιζε και το πήρε το ποτάμι να το πάει στη θάλασσα της
λησμονιάς.
Τι παράξενο, Θεέ μου!
Περιμένοντας το θάνατο, έζησα τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου!
Χρυσούλα Λουλοπούλου
(Απόσπασμα από το θεατρικό "Αντίο,μαμά")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου