ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Σήμερα
είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Και έτσι φτάσαμε στο
«γκραν φινάλε», στο μεγάλο τέλος, με την πικρή γεύση κάθε «τέλους», που αργά ή
γρήγορα κάποτε φτάνει. Μπορεί να γκρινιάξαμε, μπορεί να ειρωνευθήκαμε, μπορεί
να «αποστρέψαμε τους οφθαλμούς», αρνούμενοι να συμμετάσχουμε σε ξενόφερτα έθιμα
που αλλοίωσαν τις παραδόσεις μας, όμως, όπως και να το κάνουμε, όλα ήσαν πολύ
όμορφα.
Όλος αυτός ο ονειρώδης
κόσμος που ζήσαμε επί έναν ολόκληρο μήνα, το στολισμένο χριστουγεννιάτικο
δενδράκι που με χαρά στήσαμε στο σπιτικό μας, τα φωτάκια, τα γκι και τα
λουλούδια στ’ ανθοδοχεία, οι κάθε μορφής διακοσμήσεις δημιουργούσαν μια
παραμυθένια ατμόσφαιρα, που μετέτρεπε την ψευδαίσθηση σε αλήθεια. Μπορεί ο
ποιητής να ισχυρίζεται πως «ο βίος δεν είναι Μάιος αιώνιος», εμείς, αντίθετα,
πείσαμε τον εαυτό μας ότι είναι… Μα ήρθε το αναπόφευκτο «τέλος» και γευτήκαμε
την αυταπάτη μας.
…Ήρθαν κι εφέτος τα Φώτα,
η εορτή που βάζει τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του… Τα φρεσκοκομμένα έλατα,
που σκορπούσαν τη μυρωδάτη ανάσα τους πλάι στο παράθυρο του σαλονιού μας,
άχρηστα πια και μισόξερα, πεταμένα σε κάποια γωνιά του δρόμου, με λίγα
μπαμπάκια αφημένα πάνω τους, περιμένουν το σκουπιδιάρικο να τα περιμαζέψει. Οι
Αϊ-Βασίληδες με τις κόκκινες στολές και τις λευκές γενειάδες, που περιφέρονταν
ανάμεσά μας σαν γνήσιοι καλοσυνάτοι άγιοι που κουβαλάνε δώρα, αποστρατεύθηκαν.
Αποθήκευσαν τις κόκκινες στολές τους σε κάποιο μπαούλο για του χρόνου και
ξανάγιναν οι περιθωριακοί και οι άεργοι τύποι που κονομούσαν ένα ψωραλέο
μεροκάματο. Τα πολύχρωμα φωτάκια έσβησαν, τα δένδρα στις λεωφόρους και τα πάρκα
ξεστολίστηκαν και τώρα, γυμνά και ψυχρά, σαν τις ψυχές μας, λες και πεθαίνουν
όρθια. Από τους ξηρούς καρπούς στα μπολάκια απόμειναν λίγα στραγάλια,
«μπασκλασαρία», και ακόμα λιγότερα φιστίκια Αιγίνης, που δεν… άνοιγαν.
Ήρθαν ξανά τα Φώτα, η πρώτη
μα συγχρόνως και η τελευταία μεγάλη χριστιανική εορτή του χρόνου. Τα Θεοφάνεια,
κατά την ελλαδίτικη, ή «Επιφάνεια» κατά την κυπριακή τους ονομασία, παραμένουν
πάντοτε μια καθαρά θρησκευτική εκδήλωση στην οποία συμμετέχει σύσσωμος σχεδόν ο
Ελληνισμός, ανεξαρτήτως του πόσο θρησκευόμενος είναι καθένας. Τα φώτα, με τον
αγιασμό των υδάτων, όλοι θα πάνε στην εκκλησία με το καλύτερο σκεύος του
σπιτιού για να πάρουν αγιασμό, να ραντίσουν - να αγιάσουνε το σπίτι, να
αγιαστούνε και να πιουν και οι ίδιοι. Είναι σίγουρο πως πολλοί θα νηστέψουν και
θα τηρήσουν ευλαβικά όλα τα λατρευτικά που καθιέρωσαν οι παραδόσεις του
Ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ιδιαίτερα γραφικός είναι ο αγιασμός σε μέρη άνυδρα…
Θυμάμαι κάποτε, κατά την παραγωγή ενός λαογραφικού για την ΕΤ2 στην Αρίστη, στα
Ζαγοροχώρια, ο αγιασμός έγινε στο… πηγάδι του χωριού.
Φυσικά, με τη λεγομένη
«εξέλιξη» πολλά έθιμα ξεπεράστηκαν. Αν και τα κάλαντα των Θεοφανείων
αποτελούσαν συστατικό της εορτής, ακούγονται πια όλο και πιο σπάνια. Καθώς
ανέκαθεν η μεγάλη μάζα των πιτσιρικάδων τα απέφευγε, ελάχιστοι μπόμπιρες ήξεραν
τους στίχους τους και στην προσπάθειά τους να τα πούνε λόγω αγνοίας τους τα
παραποιούσαν. Καμιά φορά, δύο-τρεις περιθωριακοί τύποι εφοδιάζονταν με
γραμμόφωνο και εξορμούσαν στα μαγαζιά για «κονόμι». Οι μαγαζάτορες όμως,
επιφυλακτικοί και… σφιχτοχέρηδες, συνήθως αρνούνταν τον οβολό τους.
Υπήρχε όμως κι ένα άλλο
έθιμο, που κι αυτό καταργήθηκε. Την παραμονή των Θεοφανείων, από πολύ νωρίς το
πρωί μέχρι αργά το βράδυ, ένας παπάς, βοηθούμενος από το παπαδοπαίδι που
κρατούσε το δοχείο με τον αγιασμό («βακράτσα» λεγόταν στη γλώσσα του λαού, αν
θυμάμαι καλά), τριγύρναγε τα σπίτια και τα καταστήματα της περιοχής και τα
άγιαζε. Ειδικά στα σπίτια περιφερόταν σε κάθε δωμάτιο κα ψέλνοντας το «Εν
Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε» ράντιζε με μπόλικο αγιασμό, τινάζοντας το χέρι
με τον βασιλικό όπου κρατούσε. Με κατάνυξη οι παρευρισκόμενοι δέχονταν το
ράντισμα και έριχναν λίγα κέρματα στο δοχείο ως αμοιβή του ιερέα. Ήταν ένα πολύ
ωραίο έθιμο, καθώς όλοι περίμεναν την επίσκεψη του ιερωμένου, η οποία έριχνε
την αυλαία στις γιορτές του Δωδεκαήμερου. Αλλά κάτι ο μοντερνισμός, κάτι οι
«τερμίτες», που πασχίζουν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο στον τόπο, κυρίως όμως η
εγκληματικότητα που αφηνιάζει, έκλεισαν τον κόσμο σπιτάκι του. Χτυπάει πόρτες ο
παπάς, αλλά μένουν ταμπουρωμένες. Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, η περιφορά
του παπά με τον αγιασμό τρομοκρατούσε τους καλικάντζαρους, που τσακίζονταν να
φύγουν. Γνωστή είναι η προτροπή του αρχικαλικάντζαρου:
«Φεύγετε να φεύγουμε κι
έρχετ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του…».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου