ΣΚΙΑΘΟΣ 1930
ΜΕΡΕΣ
ΣΚΙΑΘΟΥ 1930
Σκιάθος,
τέλος Ιουλίου
Ξεκίνησα από τον Πειραιά
στις 6 τ’ απόγεμα με το «Παναγία». Θάλασσα ήσυχη· το βαπόρι ωστόσο παρακυλά* μου λεν πώς δεν έχει
σαβούρα, την πούλησαν. Κοιτάζω τ' ακρογιάλι· η
θάλασσα όσο βραδιάζει χάνει χρώμα: «γλαυκή». Πλάι μου δυο συζητούν ο ένας,
τύπος βλάμη, στραβό ψαθάκι πάνω στα μάτια, άσπρα μαλλιά, άσπρο μουστάκι κομμένο
αμερικάνικα· ο άλλος, νέο παιδί
καλοβαλμένο, με καλούς τρόπους, από την Αίγυπτο, καθώς καταλαβαίνω· κρατάει γαλλικά περιοδικά
και το Μπουκέτο, Ελληνικά εκφράζεται
δύσκολα: ψάχνει να βρει εκφράσεις. Ο πρώτος του άπαντα:
— Τι λες, ρε; Ξέρεις
γαλλικά;
—Αναγκάζομαι. Όχι πώς το
κάνω από snobisme (sic). Η γλώσσα μιλιέται και γράφεται εyκολώτερα.
Διαβάζουν τo περιοδικό· ο νέος εξηγεί: «La page d’ amour».
—Έχει ωραίες γυναίκες στην
Αίγυπτο;
—...κλεψιγαμίες...
—...
— ...ωραία τοπία. Βλέπεις
τo Νείλο όλον ασήμι.
Πουθενά το αιγυπτιακό τοπίο...
—·Καλύτερα από τούτα δω;
—Έχει βουνό;
- Όχι. ;
—...
— Λοιπόν; Έχει τούτη τη
δροσιά;
— Ναι, άλλα και μια
υγρασία. Κάθεσαι και σηκώνεσαι βρεμένος.
~ Τι λες, ρε;...
Τα βράχια της Βουλιαγμένης
δείχνουν τα κόκκινα γούλια τους, Η ώρα έχει απαλύνει ακόμη. Η θάλασσα είναι
τώρα ολωσδιόλου άσπρη, μια ελάχιστη ιδέα λουλακί. Η καμπάνα του πλοίου σήμανε.
Γυρίζω και την κοιτάζω, γράφει: «LΑ
JOYEUSE - 1898 - R.Υ.S.» Είναι οχτώ.
Ο Ήλιος βασίλεψε· απόμεινε μια στιγμή σαν ένα
νύχι πάνω από τα βουνά της Σαλαμίνας, κι έπειτα σαν το τσαλάκωμα μεταξωτού
χαρτιού. Στους στενούς δρόμους της Αθήνας θα έχει τώρα σκοτεινιάσει. Τί
περίεργο: η παρουσία ενός άνθρωπου μου δίνει όση αγωνία και η στέρηση του.
Νύχτα: η Κάρυστο, ηλεχτρικά
απλωμένα στα πόδια ενός βουνού, ο νέος μέ τους καλούς τρόπους κατεβαίνει. Από τη
βάρκα, η μάνα του:
—Ο Γιαννάκης μου... το
παιδί μου...
Παρά τα γαλλικά περιοδικά
και τις κλεψιγαμίες, δημοτικό τραγούδι, ολωσδιόλου.
Αυγή: Πέρασα τη νύχτα στη
γέφυρα του καπετάνιου ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα πού μύριζε κατράμι και
καπνιά. Φουρτούνα· σα
να θερίζουν· σα να θερίζουν· σαν ένα θυμωμένο κοπάδι αγριόπαπιες.
Μπροστά μου, στην πλώρη, έχουν ανοίξει το φλόκο· πάνω στο άσπρο αυτό παραπέτασμα, εικόνες, και στο
βάθος, το σφύριγμα του αγέρα.
Δεύτερη νύχτα: Σκιάθος.
Αρώματα, αρώματα, σαν το κατώφλι άλλου κόσμου.
Σκιάθος,
31 Ιουλίου
Μάταιο
γράμμα. Βρίσκομαι σ’ ένα νησί του παλιού δουκάτου του
Αρχιπελάγου. Τί να το κάνεις το όνομα του, αφού ούτε θα λάβεις το γράμμα τούτο
ούτε και θα μου γράψεις ποτέ. Τέτοια ήταν η σιωπηλή μοίρα μας και πριν, στις
καλές μέρες, όταν ένα κοίταγμα, ένα αγκάλιασμα, έδινε και γευόμαστε τα δώρα του
Θεού. Βλεπόμασταν σπάνια, μια φορά την εβδομάδα, μια φορά στις δέκα μέρες,
γιατί τέτοια ήταν η τάξη της κοινωνίας. Δυο η τρεις ώρες, και τότε ξεχνούσαμε.
Ξεχνούσαμε τα βάσανα μας και μαζί τους τις εικόνες και τα στολίδια πού είχε
μαζέψει η χωριστά ψυχή του καθενός μας στην επιφάνεια του κόσμου. Θυμάσαι ποσό
φοβούμασταν τα λόγια. Δεν ξέραμε που θα μας βγάλουν. Μια δυο φορές στην αρχή μιλήσαμε,
και σαν είπαμε όσα δε θέλαμε να πούμε, εκείνα κυρίως, σμίξαμε τα κεφάλια μας. Από
τότε καμιά εξομολόγηση, κανένα παράπονο δεν τάραξε τις ώρες πού ήταν δοσμένο να
ζήσουμε. Περάσαμε δυο η τρία χρόνια μιας αγάπης μυστικής και σιωπηλής, κι όμως,
πραγματικά, δεν ξέρω να πω πόσο βάσταξε εκείνο το μαγικό. Σαν κοιτάζω εκείνες
τις ώρες, τις δικές μας, τις βλέπω ξεχωρισμένες από το πέρασμα του χρόνου, σαν ένα
καράβι φάντασμα πού θα ταξίδευε μέσα στον ποταμό της μεταβολής, πού θα μας είχε
μπαρκάρει και μας ξεμπαρκάρισε ανεξήγητα. Έτσι φαντάζομαι την αιώνια ζωή· σαν εκείνο το ταξίδι.
Τώρα τέλειωσαν όλα αυτά. 'Αλλά θέλω να προσπαθήσω τη μάταιη προσπάθεια να
ξανασμίξω εκείνο τον καιρό.
Βρίσκομαι σε μια από τις Βόρειες
Σποράδες, σ' ένα από τα διαβολονήσια, όπως έλεγαν οι παλιοί θαλασσινοί. Τώρα
πού ξέρω πώς δεν μπορώ να σε συναπαντήσω πουθενά, τί σε νοιάζει που βρίσκομαι. Εδώ
ή εκεί, η απουσία σου θα με βαραίνει, θα με κάνει όμοιο με τους άλλους
ανθρώπους. Θυμάμαι εκείνη την τελευταία φορά·
οι ψυχές μας βρισκόντουσαν τόσο δυνατά σφιγμένες από τον ενδεχόμενο χωρισμό,
πού τα κορμιά ελεύθερα, στο στοιχείο τους, αυτά μόνο μας σμίγανε ακόμη.
Στοχάζομαι πόσο ανόητες είναι οι φιλοσοφίες πού καταπιάστηκαν να χωρίσουν την ψυχή
από το σώμα. Σα να μπορεί να χωρίσει κανείς το κύμα από τη θάλασσα. Τα κορμιά
πού μας ενώνανε ακόμη, πόσο ανήμπορα, μοιάζαν έντομα πού θα τους είχαν κόψει
τις αντένες· συρθήκανε τυφλά, αγωνιστήκανε
να βρούνε κάποια επικοινωνία, κι έπειτα ησυχάσανε το καθένα φυλακισμένο μέσα
στους νόμους του. Έπειτα, βλέπω ακόμη τα χείλια και τα μάτια σου. Ένα
αυτοκίνητο μέσα στους σκοτεινούς ακατάστατους δρόμους, ένα φιλί στο αναμμένο
μάγουλο και τα τελευταία σου λόγια: «Ο Θεός να σε φυλάει, παιδί μου...». Τα
δάκρυα με πήραν πολύ αργότερα, τη νύχτα, στο κατάστρωμα ενός παμπάλαιου βαποριού,
καθώς κοίταζα το Γαλαξία.
Πέρασα ολόκληρη τη χτεσινή
μέρα ζαλισμένος από το ταξίδι·
και τα σιδερικά πού μ' έφεραν εδώ, 36 ώρες. Τις πέρασα ξαπλωμένος σε μια ξαπλωτή
πολυθρόνα του καραβιού πού μύριζε κατράμι και καπνιά. Είχες τη δέηση και ολόκληρη
την προσήλωση μου. Χωρισμός, απουσία, νόστος, άβυσσος. Η παρουσία σου και η απουσία
σου· η μεγάλη υπόθεση της ζωής
μου. Που να 'σαι τώρα... Περνούσαμε μπροστά στη Βουλιαγμένη σαν ξαναγύρισα το
κεφάλι προς την Αθήνα. Ο Ήλιος είχε βασιλέψει· απόμεινε ακόμη μια στιγμή έξω από τη ράχη του βουνού
ένα λιγνό γυαλιστερό τόξο, κι έπειτα ένα ανεπαίσθητο σημάδι στον ουρανό.
Ανάπαυλα και ανασασμός στη θάλασσα. Συλλογιζόμουν τους στενούς δρόμους όπου σε
περίμενα· θα είχαν πια
σκοτεινιάσει. Στάθηκα και φαντάστηκα μια στιγμή πώς ήσουν καθισμένη μπροστά μου
μ' ένα βιβλίο στα χέρια. Αν δε σ' έβλεπα, ήταν ζήτημα απόστασης. Πόσης απόστασης;...
Σκιάθος
Μετά το βασίλεμα, ανεβήκαμε
στο βουνό. Μονοπάτι κάτω απ' τα λιόδεντρα·
στην κορφή, το εκκλησάκι. Στο δρόμο, ένας τυφλός γέρος καθισμένος σ' ένα
πεζούλι, η μια παλάμη πάνω στην άλλη·
άσπρα γένια, το άπλανο βλέμμα του. Παρακάτω, μια γριά φυλάγοντας πρόβατα με τα
μαλλιά σαν ρόκα.
Όταν φτάσαμε, σκύψαμε κατά
την άλλη λαγκαδιά· η
μυρωδιά του πεύκου. Ηρεμία. Να 'ταν η ψυχή μου σαν τη θάλασσα, την ώρα εκείνη,
πού έφευγε και δεν έφευγε, πού ήταν σα ζυγαριά και μ' αυτό και μόνο σου δίνει
το αίσθημα της δικαιοσύνης πού αναχαιτίζει τη μοίρα. Το βουνό απέναντι σκοτεινό,
ένας μαύρος όγκος, και στη γραμμή της ράχης, μια σπιθαμή πιο ψηλά, ο Αποσπερίτης.
Κοίταξα μέσα στην εκκλησιά από τη μισάνοιχτη πόρτα. Η Ι. άναβε το κερί της
μπροστά σ' ένα εικόνισμα. Το κόκκινο φτωχό παραπέτασμα της ωραίας πύλης. Τα καντήλια
έδιναν ένα ήπιο φως πού αράδιαζε χρυσά κοχύλια. Μια ατμόσφαιρα χρυσή και μαύρη:
χρυσή, πασπαλισμένη με ψιλή σκόνη λιβανιού. Κατεβήκαμε· ένα μουλάρι, μια κόκκινη
αγελάδα, έπειτα το γάβγισμα ενός σκύλου πάνω στο απέραντο κείμενο, τη θάλασσα.
Σκιάθος
Σήμερα τα’ απόγεμα βρέθηκα
σε μια μικρή ακρογιαλιά. Μια ίσια γραμμή ο ορίζοντας πέρα, μια βάρκα αραγμένη
και, μπροστά μου, τα βότσαλα σχηματισμένα
από το κύμα, καθένα με τη δική του φυσιογνωμία, σαν τους ανθρώπους. Απέραντη γαλήνη.
Ξαναδιάβασα ολόκληρη την Οδύσσεια στο κείμενο του Berard. Μηχανισμός των θεών κατά βάθος, δεν
κάνουν τίποτε πού να μη γίνεται χωρίς αυτούς. Μόνο πού σπάζουν τις συνήθειες
και μας κάνουν νά προσέχουμε καλύτερα τους ανθρώπους.
Σκιάθος
Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η
γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια
μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου
πέθανε· από το παράθυρο ως το μικρό
σκιαθίτικο τζάκι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω
ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά
στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του πού είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική
έκδοση (Omnibus)
του Σαίξπηρ.
Σκιάθος,
Κυριακή απόγεμα
Χάζευα στο παράθυρο μου. Κόσμος
στα μουράγια, οι καφενέδες γεμάτοι, όταν, ξαφνικά, είδα έναν άνθρωπο να τρέχει
σα να τον κυνηγούσαν, να πηδά σε μια βάρκα δεμένη στην πρύμη ενός καϊκιού, ν’
ανεβαίνει στην κουπαστή, να κατεβάζει το βρακί του και να δείχνει σ' όλο αυτό το
πλήθος γυμνά τά πισινά του. Το αποτέλεσμα ήταν σα μια τουφεκιά σ' ένα δέντρο
γεμάτο σπουργίτια: σκόρπισαν όλοι.
Σκιάθος
Στα «Πλατάνια», βρύση του
Άι-Λιά. Επιγραφή:
Εδώ είν’ ευτυχία,
εδώ είν’ η χαρά,
εις τα νερά τα κρύα,
στα χόρτα τα χλωρά.
Άλλα ο αγωγιάτης τραγουδά ακόμη:
Είναι
καρδιές που χαίρουνται, είναι καρδιές πού κλαίνε,
είναι
καρδιές οπού ποθούν και κανενός δε λένε,
και ο θαλασσινός το βράδυ:
Αγέρα καλοκαιρινέ,
φέρε χαμπέρι και για με.
Ένας από τους πιο
σπουδαίους Έλληνες πού γνώρισα στη ζωή μου είναι ο φτωχός γέρος, ο φίλος μου ο Σωτήρης,
πού έπαιζε βιολί, μας έλεγε παραμύθια και ήταν στα ογδόντα του χρόνια γεμάτος από
τη δροσιά της αγάπης. Ήταν σαββατογεννημένος, και γι' αυτό κουβέντιαζε με τις
νεράιδες. 35 ή 40 χρονώ τον άφησε η πρώτη του γυναίκα. Το διαζύγιο ήταν αρμόδιο
να το βγάλει το δικαστήριο στο Βόλο. Περίπλοκη και πολυέξοδη υπόθεση τα χρόνια
εκείνα: μετακινήσεις και τα ρέστα. Τον άφησε η πρώτη του γυναίκα και πήρε μιαν
άλλη (πώς να κάνει χωρίς γυναίκα ένας φτωχός αγρότης)· δεν μπόρεσε όμως να τη στεφανωθεί. Έτσι, σαν αστεφάνωτος,
έζησε παρίας για τους συγχωριανούς του· τον
καταφρονούσαν, κι αυτός τους έλεγε μπαμπακόκολους. Ήταν ωστόσο ένας τύπος της
αρχοντιάς της φτώχειας ο Σωτηρης· τέτοιους ανθρώπους δεν μπορώ να τους φανταστώ
σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου : Σωτηρης Ν. Σταμέλος η Τζαχείλας.
(Στο μοναστήρι της
Βαγγελίστρας: Ευαγγέλιο τυπωμένο [Βενετία, 1539], δεμένο με δέρμα, πλάκες
χρυσές και μινιατούρες· την
πίσω πλάκα την κλέψανε. Το πόδι του Άγιου Κωνσταντίνου του Υδραίου [δώρο
κάποιου Κουντουριώτη]. Χειρόγραφο: «Γερασίμου Βλάχου του Κρητός εις τα περί ψυχής
του Αριστοτέλους». Μου είπαν πώς υπήρχε κι ένα χειρόγραφο του Καΐρη, αλλά δεν το
είδα.)
Της Παναγίας. Αθήνα
Γύρισα από Σκιάθο Τρίτη
πρωί και πήγα στο γραφείο όπως κάθε μέρα. Ζωή ταχτοποιημένη χωρίς πίστη και
χωρίς πάθος. Την ξεσκόνισα λίγο και την ξανάπιασα εκεί πού είχε σταματήσει,
μηχανικά. Καμιά φορά συλλογίζομαι ώρες το νησί· λίγες εικόνες: ένα παλιό μοναστήρι ανάμεσα σε δύο
συμμετρικά πεύκα στην κορφή όπου ανεβαίνει το φιδωτό μονοπάτι· την ανεξάντλητη προσφορά
της θάλασσας· ένα γέρο πού λέει
παραμύθια το βράδυ. Τ' άλλα μαζεύουνται και σωπαίνουν γύρω από μιαν απουσία.
Είκοσι μέρες απουσία, κι όμως ένα αγερικό τριγυρίζει μέσα στο ξεχασμένο δάσος
και τρομάζει τις αισθήσεις. Δεν είναι εύκολο...
Γ.
ΣΕΦΕΡΗΣ «ΜΕΡΕΣ Α΄»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΙΚΑΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου