Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Ήταν επιτυχία ή τραγικό λάθος;




 Ήταν επιτυχία ή τραγικό λάθος;

Δεκαεφτά χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ

Από τον Αντώνη Αντωνάκο*

«Στους ισχυρούς της Ευρώπης συγκαταλέγεται πλέον η Ελλάδα [...] στην ίδια συνεδρίαση θα οριστεί η κεντρική ισοτιμία της δραχμής με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, η οποία θα είναι στις 340,75 δραχμές / ευρώ. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης [...] δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει [...] αλλά και τον ελληνικό λαό, ο οποίος επέδειξε προθυμία και δεν δίστασε να κάνει θυσίες. “Η Ελλάδα είναι πλέον πιο δυνατή να καθορίζει πιο δυναμικά τη δική της ιστορία” κατέληξε ο πρωθυπουργός...» (in.gr)».

Πανηγύριζαν η κυβέρνηση και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος τον Ιούνιο του 2000 όταν η χώρα, ασθμαίνοντας και με πλαστά στοιχεία, κατάφερε να «τρυπώσει» τελευταία στους «ισχυρούς» της Ευρώπης. Τα ερωτήματα είναι αν οι θυσίες του λαού στις οποίες αναφέρεται ο πρωθυπουργός ήταν παρελθούσες ή μελλοντικές και, το πιο σημαντικό, αν ήταν σε γνώση των πολιτών. Επίσης, ένα σημαντικό ερώτημα είναι αν η εξέλιξη τον δικαίωσε στην εκτίμησή του ότι η χώρα «είναι πλέον πιο δυνατή να καθορίζει πιο δυναμικά τη δική της ιστορία» ή, αντίθετα, κατάντησε έρμαιο των κυμάτων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από τη στιγμή που η χώρα έγινε μέλος της ΟΝΕ η έξοδος από αυτή θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Σε κάθε περίπτωση, αν επρόκειτο να γίνει κάτι τέτοιο, αυτό όφειλε να πραγματοποιηθεί στην αφετηρία της κρίσης, δηλαδή πριν από το πρώτο Μνημόνιο το 2010. Το κόστος εξόδου εκ των υστέρων θα ήταν καταστροφικό. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν πρέπει η χώρα να βγει από την ευρωζώνη, αλλά αν έπρεπε να μπει.
Παραβλέποντας το γεγονός της «δημιουργικής λογιστικής» (swaps Goldman Sachs, κρυφά χρέη, ελλείμματα κ.λπ.), είναι σημαντικό να κάνουμε δύο παρατηρήσεις: Καταρχάς, ότι από τα 15 (τότε) μέλη της Ένωσης τρία (Βρετανία, Δανία, Σουηδία) επέλεξαν να μη συμμετάσχουν, παρά το γεγονός ότι ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από την Ελλάδα. Επιπλέον, ότι σήμερα 19 από τα 27 μέλη μετέχουν στην ΟΝΕ, γεγονός που αποδεικνύει ότι τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο να μπεις στο κλαμπ. Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι από τις υπόλοιπες οκτώ χώρες οι μισές (Σουηδία, Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχία) που θα μπορούσαν να μετέχουν, απλώς αποδεικνύονται «πιο σοφές» από τη χώρα μας και το αποφεύγουν.
Το κεντρικό και ουσιώδες ερώτημα είναι αν συμφέρει μια χώρα με ασθενική παραγωγική ικανότητα να ενταχθεί σε ένα σύστημα σταθερής νομισματικής ισοτιμίας, εγκαταλείποντας την «αμυντική» δυνατότητα της διολίσθησης ή της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος. Είναι γεγονός ότι η αξία ενός νομίσματος οφείλει να ανταποκρίνεται στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Υπερτιμημένο νόμισμα διευρύνει το εμπορικό έλλειμμα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με το υποτιμημένο. Είναι γνωστή η διαμάχη των ΗΠΑ με την Κίνα επειδή η τελευταία επιμένει να κρατά τεχνηέντως υποτιμημένο το νόμισμά της, διευκολύνοντας έτσι τις εξαγωγές της σε βάρος άλλων.
Μετά την κατάργηση, το 1971, του συστήματος σταθερών ισοτιμιών (Μπρέτον Γουντς), που είχε δημιουργηθεί το 1944, η διολίσθηση και οι υποτιμήσεις της δραχμής αντιστάθμιζαν την παραγωγική υστέρησή της, προφυλάσσοντας το ισοζύγιο πληρωμών. Χαρακτηριστικά, έως το 1980 η ισοτιμία είχε διαμορφωθεί στο $1=43 δρχ., ενώ μετά τις υποτιμήσεις (1983 15,5%, 1985 15%, 1998 12,6%) και τη συνεχή διολίσθηση το 1990 είχε διαμορφωθεί στο $1=158 δρχ. και το 2000 έφτασε στο $1=367 δραχμές! Αυτή η κατρακύλα, της ισοτιμίας της δραχμής, απεικόνιζε με δραματικό τρόπο την αποψίλωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας και την εγκαθίδρυση μιας «εικονικής οικονομικής» ευμάρειας, η οποία στηριζόταν στα δάνεια (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) και στις καθαρές εισροές από την Ε.Ε., που κάλυπταν τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών.
Η ένταξη στην ΟΝΕ, στον βαθμό που διευκόλυνε τον δανεισμό, ήταν αναμενόμενο να διευρύνει το πρόβλημα, ναρκοθετώντας περαιτέρω τα θεμέλια της οικονομίας, αφού πλέον οι καθαρές εισροές δεν επαρκούσαν για να καλύψουν το πρόβλημα. Επιπλέον, η διευρυμένη ρευστότητα διευκόλυνε τη μεταπρατική οικονομία, διογκώνοντας τη «φούσκα» της εικονικής οικονομικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή ο κυρίως παραγωγικός τομέας όχι μόνο δεν ενισχυόταν, αλλά, αντίθετα, υποβαθμιζόταν σε σύγκριση με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Για να αντιληφθούμε την αιτία του προβλήματος αρκεί να δούμε την ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με το δολάριο μετά την εισαγωγή του ευρώ. Η αρχική ισοτιμία το 2001 ήταν 1 €=$0,93 και $1=365 δραχμές. Το 2009 η ισοτιμία είχε γίνει 1 €=$1,43, δηλαδή το ευρώ είχε ανατιμηθεί περισσότερο από 50% έναντι του δολαρίου. Αυτό τελικά σήμαινε ότι η δραχμή (το 1/340,75 του ευρώ) είχε ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου ($1=228 δρχ.). Είναι προφανές ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της χώρας έγιναν ακριβότερα για τους ξένους, ενώ τα εισαγόμενα έγιναν φτηνότερα για τους Έλληνες. Δηλαδή, διογκώθηκαν οι εισαγωγές και αποδυναμώθηκαν οι εξαγωγές, διευρύνοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
Η παραγωγική οικονομία έμεινε ανοχύρωτη απέναντι όχι μόνο στις χώρες εκτός ΟΝΕ, αλλά και στο εσωτερικό της ευρωζώνης, αφού η παραγωγικότητα της χώρας υπολειπόταν των πλέον παραγωγικών χωρών και κυρίως της Γερμανίας. Η τεράστια διαφορά της νομισματικής μονάδας (1 €=340,75 δρχ.) εκτίναξε τα περιθώρια κέρδους και τα εισοδήματα στο εμπόριο, στους ελεύθερους επαγγελματίες και σε επιχειρήσεις υπηρεσιών (καφετέριες, εστιατόρια, κομμωτήρια κ.λπ.), στις οποίες, πέραν των άλλων, ενδημεί η παραοικονομία. Έτσι, όπως είναι φυσικό, τα δημόσια έσοδα δεν ακολούθησαν την πορεία διόγκωσης της οικονομίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει βελτίωση στον τομέα του δημόσιου χρέους ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης. Παρά την αύξηση του κόστους εργασίας (σχετικά μικρή σε σύγκριση με τους άλλους δείκτες, έτσι που τελικά οι μισθωτοί ήταν από τους περισσότερο χαμένους της ένταξης λόγω της εκτόξευσης του κόστους διαβίωσης), αυτός ο παράγοντας δεν υπήρξε καθοριστικός για την περαιτέρω αποσύνθεση του πραγματικά παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Η μοιραία και ολοένα εντεινόμενη στροφή της κατανάλωσης σε εισαγόμενα αγαθά και το εύκολο και γρήγορο κέρδος που προσέφεραν οι άλλοι τομείς της οικονομίας ήταν αποτρεπτικά για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις κεφαλαίου.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η διευκόλυνση του δανεισμού και τα χαμηλά επιτόκια που προσέφερε η ΟΝΕ όχι μόνο δεν ήταν «δώρα» για την πραγματική οικονομία, αντίθετα ήταν η «παγίδα θανάτου» στην οποία την οδήγησε η κυβέρνηση των «εκσυγχρονιστών».
Σε τελική ανάλυση, η ένταξη στην ευρωζώνη όχι μόνο δεν μπορεί να πιστωθεί ως «μεγάλο επίτευγμα» στον κ. Σημίτη, αλλά, αντίθετα, πρέπει να του χρεωθεί ως το μοιραίο λάθος, το οποίο φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας.
*Καθηγητής, πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: