Η
καπηλεία της πολιτισμικής παράδοσης
«Όταν
οι Έλληνες κατόρθωσαν να συνθλίψουν την περσική εξάπλωση, διέσωσαν την αντίληψη
που σήμερα ονομάζεται Ευρώπη»
Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Υψωσαν τρόπαια και αψίδες
θριάμβου, κτίρια ογκώδη και επιβλητικά, τους σύγχρονους ναούς της ιδεολογίας
τους, και ανήγειραν μνημεία μεγαλοπρεπή για να διατρανώσουν την πίστη στο νέο
ήθος, που σφυρηλάτησε η προπαγάνδα σε ορείχαλκο και αίμα. Ο ελληνορωμαϊκός
πολιτισμός, ο μνημειακός κλασικισμός της κοσμοκράτειρας Ρώμης, οι λαμπρές
τελετές και οι πολυάνθρωπες πομπές, οι παρελάσεις των λεγεώνων, που σκορπούσαν
τρόμο και δέος, αποτέλεσαν πρότυπα των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών και κατέδειξαν
την τάση αναδρομής και αναφοράς σε ιστορικό παρελθόν για συναισθηματική
καπηλεία.
Στον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό
το Γ' Ράιχ έκρυψε επιμελώς τις φυλετικές προκαταλήψεις, στην παραποίηση της
ιστορίας και του φιλοσοφικού στοχασμού αναζήτησε καταφύγιο η έκφραση του άριου
πνεύματος, ενώ στην παρακμή της θεοποίησης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων διακήρυξε
τη λατρεία στον ηγέτη, τον «σωτήρα» του έθνους, τον Fuhrer: «Ein Volk, Ein
Reich, Ein Fuhrer».
Η μείξη της ρωμαλέας
νεωτερικότητας και της θετικής στάσης απέναντι στην πρόοδο με τα όνειρα του
παρελθόντος, όπως είχε αναφέρει ο Τόμας Μαν, «ήταν η επικίνδυνη όψη του
εθνικοσοσιαλισμού». Ένα πνεύμα ρομαντισμού υψηλής τεχνολογίας στόλισε την
πρωτεύουσα του κράτους με εντυπωσιακά δημόσια οικοδομήματα και την καλλώπισε με
σπάνια και μοναδικά έργα τέχνης, προϊόντα λεηλασίας.
Στον Γερμανό αρχιτέκτονα
και εθνικοσοσιαλιστή πολιτικό Albert Speer ανήκει το μεγαλεπήβολο έργο της
γιγαντομανούς μετατροπής του Βερολίνου σε παγκόσμια πρωτεύουσα, τη
Welthauptstadt Germania.
Ο Speer, υιοθετώντας ένα
κράμα ρωμαϊκής και γοτθικής μεγαλοπρέπειας και εντυπωσιασμού, σχεδίασε ένα
δωρικού - ρωμαϊκού ρυθμού κτίριο, προκειμένου να στεγαστεί η Νέα Καγκελαρία. Το
υπερμέγεθες κτίριο προκαλούσε δέος, προεικονίζοντας ταυτόχρονα τη συνεχώς
αυξανόμενη δύναμη της Γερμανίας του Γ' Ράιχ. Ο ίδιος σχεδίασε το γερμανικό
περίπτερο στην Έκθεση των Παρισίων το 1937, ενώ με τις ίδιες αρχές και
αντιλήψεις μεγεθών και ρυθμών σχεδιάστηκε το Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου για
τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936.
Η Γερμανίδα ηθοποιός,
σκηνοθέτις και φωτογράφος Leni Riefenstahl αποδέχτηκε την πρόσκληση του Χίτλερ
να αποτυπώσει κινηματογραφικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, ώστε να
επιτευχθεί άμεσα και συστηματικά η διάδοση της ιδεολογίας του εθνικοσοσιαλισμού.
Επισκέφτηκε την Ελλάδα, εστίασε το ενδιαφέρον της στους ερειπιώνες και
συγκέντρωσε άφθονο υλικό για την ταινία «Olympia». Εφάρμοσε νέες τεχνικές για
να δημιουργήσει μια ονειρική ατμόσφαιρα και να δώσει ένα εντυπωσιακό
αποτέλεσμα.
Πλούσια και ταχύτατη
εναλλαγή σκηνών, τοπίων και εικόνων, προκειμένου να συνδεθούν άμεσα τα μνημεία
και τα τοπία της Ελλάδος με τα αρχαιοπρεπή στάδια της Γερμανίας, οι κίονες και
οι Κούροι με τους γυμνούς, καλλίγραμμους νέους, σύμφωνα με τα πρότυπα της
στρατιωτικής αγωγής των Λακεδαιμονίων, τα γλυπτά με τις σύγχρονες Γερμανίδες
αθλήτριες, που φαινομενικά απολάμβαναν μιαν ιδιότυπη ελευθερία κάτω από τον
αττικό ουρανό. Ο θαυμασμός και η προσκόλληση των Γερμανών, ιδιαίτερα των
διανοουμένων, στην ελληνική αρχαιότητα είχαν ήδη εκδηλωθεί από τον δέκατο όγδοο
αιώνα. Ωστόσο οι Γερμανοί (μαζί με τους Βρετανούς) είχαν χλευάσει τους πρώτους
Ολυμπιακούς Αγώνες των Αθηνών, με σχόλια υποτιμητικά για τη χώρα, που πρώτη
είχε θεσμοθετήσει την έννοια και τις αξίες του Ολυμπισμού.
«Υπάρχει φυλετική ενότητα
ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Γερμανούς, επειδή αυτούς
τους τρεις λαούς ενώνει η ίδια μακραίωνη πάλη» είχε υποστηρίξει ο Χίτλερ στο
βιβλίο «Mein Kampf». Ο σφετερισμός των ελληνικών προτύπων από τους
εθνικοσοσιαλιστές και των ρωμαϊκών από τους Ιταλούς φασίστες αποτέλεσε
ουσιαστικό στοιχείο του ιδεολογικού οικοδομήματος, που επέδρασε καταλυτικά σε
όλες τις μορφές της πνευματικής και της καλλιτεχνικής κίνησης.
Η Riefenstahl
κινηματογράφησε υποδειγματικά και την τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας
καθώς και τη λαμπαδηδρομία, που είχαν διοργανώσει πρώτη φορά, προκειμένου να
υποδηλώσουν τη μεταφορά του προμηθεϊκού φωτός από τα βάθη της ελληνικής
αρχαιότητας στη Γερμανία της σύγχρονης εποχής. Οι λήψεις της και οι άψογες αισθητικά
φωτογραφίες της είχαν μεταδοθεί σε όλον τον κόσμο.
Στην προσπάθειά του να
συνδέσει, άλλωστε, το ελληνικό πνεύμα με την ιδεολογία και τις προσδοκίες της
Γερμανίας του Γ' Ράιχ, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε αναπτύξει τη σχετική
επιχειρηματολογία: «Όταν οι Έλληνες κατόρθωσαν να συνθλίψουν την περσική
εξάπλωση, δεν υπερασπίστηκαν μόνον την περιορισμένη στον χώρο πατρίδα τους,
αλλά διέσωσαν την αντίληψη που σήμερα ονομάζεται Ευρώπη».
Με τον μανδύα της
ελληνικής αρχαιότητας οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές στην εποχή της ανόδου και
της ακμής του Γ' Ράιχ προσπάθησαν να επενδύσουν την ιδεολογία με ιστορικό λόγο,
που αφηγείται και εξυφαίνει το ηρωικό παρελθόν της φυλής. Με τη μέθοδο της επιλεκτικής
ανάγνωσης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, η πνευματική και η καλλιτεχνική
παραγωγή διατήρησαν τα στοιχεία εκείνα που υπηρετούσαν την ιδεολογία, ενώ
απέφευγαν επιμελώς όλα εκείνα που πιθανώς δημιουργούσαν συγκρούσεις. Ακόμη και
τα σύμβολα, ο αετός των ρωμαϊκών λεγεώνων και ο δεξιόστροφος αγκυλωτός σταυρός
στις σημαίες, στα λάβαρα και στα διακριτικά σήματα, οι παραινέσεις και τα
πολιτικά μηνύματα που τοποθετούσαν σε καίρια σημεία των δημόσιων κτιρίων,
παρέπεμπαν σε χρόνους αρχαίους, σε μύθους, πολιτισμό και ιστορία που δόξασαν
στο παρελθόν έναν λαό.
Ο Arno Breker, καλλιτέχνης
ιδιαίτερα προσφιλής στον Χίτλερ, προσπάθησε να συνδέσει τα απόλυτα ιδεώδη του
εθνικοσοσιαλισμού με τις κλασικές αξίες της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Τα γυμνά
γλυπτά του εξυμνούν με αμεσότητα την ωραιότητα και τη σφριγηλότητα του σώματος,
χωρίς να φθάνουν όμως τη χάρη και την πνευματικότητα των ελληνικών αγαλμάτων. Ο
Breker μαζί με τον Γερμανοαυστριακό Josef Thorak (από τους πιο επιφανείς
γλύπτες του Γ' Ράιχ) εξιδανικεύει εύγλωττα έννοιες-κλειδιά, όπως συλλογική
δράση, ανταγωνισμός, συντροφικότητα, υπακοή, πειθαρχία, προθυμία, όπου
εξυφαίνεται το θείο πεπρωμένο του γερμανικού έθνους.
Η κατώτερη ποιότητα των
καλλιτεχνικών έργων αλλά και των μνημειακών κτιρίων δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός
ότι εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό και διακηρύσσουν μια ορισμένη θέση, όπως
υποστήριξε σχετικά ο Arnold Hauser, αλλά κυρίως «στη μη κατάκτηση της γνώσης
και της εμπειρίας και στην αφομοίωση της πεμπτουσίας, όπως αυτή θεωρήθηκε σε
χρόνο και χώρο». «Ακόμη και οι ωραιότερες σελίδες του Πλάτωνος δεν δύνανται να
καταστήσουν την αρχαιότητα τόσο οικεία και να μεταδώσουν άμεσα την εξαγνισμένη
καλαισθησία της και την πλήρη αποχρώσεων χάρη της όσον ένας περίπατος διά μέσου
του Κεραμεικού των Αθηνών, του αρχαίου νεκροταφείου, όπου αναπνέει κανείς την
άνοιξη, μαζί με την ευωδιά του θύμου και της μέντας, τα άρωμα του μοναδικού και
αθάνατου άνθους του ανθρώπινου πνεύματος, του αττικισμού» («Ιστορία της Τέχνης»
των Reinach-Peyrez).
Τα καλλιτεχνικά κατάλοιπα,
τα μνημεία και τα ερείπια της αρχαίας Ελλάδος εκπέμπουν στον αιώνα την απόλυτη
ισορροπία του σώματος και του πνεύματος, χωρίς οίηση και χωρίς την αλαζονεία
της κατακτητικής εξουσίας.
Απέναντι στην έπαρση και
την υπερβολή της τεχνολογίας, του συμφέροντος και των σύγχρονων πολεμικών
μηχανών, απέναντι σε χιμαιρικό σύστημα που καταρρέει και διαλύεται μέσα στην
πομπώδη υπερβολή «απομένει να ακούγεται μέσα στον χρόνο, λιανό, απλό, απέριττο,
ερημικό και άτρεμο το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στα βουνά της Πίνδου μια
παράξενη φθινοπωρινή αυγή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου