«Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιας Νταβέλης το 1855»,
λαδομπογιά πάνω σε χαρτόνι (23 x 31,5 εκ.), αχρονολόγητος κι ανυπόγραφος.
Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου
λαδομπογιά πάνω σε χαρτόνι (23 x 31,5 εκ.), αχρονολόγητος κι ανυπόγραφος.
Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου
Οι
γυναίκες που αγάπησε ο Νταβέλης
Οι καμπάνες της λευτεριάς
άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα για τον ελληνικό λαό στις αρχές του 1821. Τότε ήταν που
η ελληνική επανάσταση πήρε σάρκα και οστά και γιγαντώθηκε, κάνοντας έτσι τους
Τούρκους να φεύγουν κυνηγημένοι από όλα τα σημεία της ελληνικής γης. Όμως, παρά
την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να βρει εύκολα το
δρόμο της. Αυτόν το δρόμο, που θα της επέτρεπε να μετρήσει τις ζημιές της και
να νοικοκυρευτεί. Γιατί, ενώ οι Τούρκοι έφυγαν, ξεσηκώθηκαν ένα σωρό ληστρικές
συμμορίες
Η πολύπαθη χώρα
δοκιμαζόταν τώρα από εσωτερικά ταραχοποιό στοιχεία. Πράγματι, η περίοδος
1845-1870 υπήρξε από τις πιο ταραχώδεις από καταβολής του ελληνικού έθνους.
Οι, ληστρικές συμμορίες
αποτελούνταν από απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι ίσως
αναγκάστηκαν κάποια στιγμή, κανείς δεν ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες, να πάρουν
τα όπλα και να βγουν στο βουνό.
Ληστές υπήρξαν πολλοί και
πασίγνωστοι όπως οι: Γιαγκούλας, Ραμπάνης, Αδελφοί Ρετζαίοι, Τζατζάς, Αδελφοί
Κουμπαίοι, Δικαιόπουλος, Αρβανιτάκηδες, Λαφαζάνης, Κακαράπης και Νταβέλης. Κι
όλοι αυτοί έμειναν στην ιστορία για τα κατορθώματα τους και τις αντιδράσεις
τους στο κατεστημένο της εποχής. Γιατί κάθε εποχή έχει το κατεστημένο της.
Όμως, ο πιο διάσημος, όχι
μόνο για τις ληστρικές του επιδρομές και τα όποια άλλα κατορθώματα του, αλλά
και για τη λεβεντιά του, την παλικαριά του και την εκπληκτική-συγκλονιστική
ομορφιά και γοητεία του, που το όνομα του θα περνάει από γενιά σε γενιά μέσα
στους αιώνες, και που θα αποτελεί σημείο αναφοράς σε μια άλλη εποχή, μια εποχή
που θα θυμίζει πάντοτε την ταραγμένη Ελλάδα του 1850, ήταν ο λήσταρχος
Νταβέλης.
Ο Νταβέλης ξεκίνησε σαν
γαλατάς από τη Μονή Πετράκη. Τον είχε προσλάβει ο ηγούμενος της Μονής, για να
μοιράζει κάθε πρωί το γάλα από τις κατσίκες και τις αγελάδες του μοναστηριού
στη γύρω περιοχή.
Καταγόταν από τα Στύρα της
Εύβοιας. Η οικογένεια του προερχόταν από νομάδες Κουτσοβλάχων. Το πραγματικό
του όνομα ήταν Χρήστος Νάτσος. Το «Νταβέλης» ήταν υποκοριστικό, και του το
είχαν δώσει οι καλόγεροι στη Μονή Πετράκη. Νταβέλης σήμαινε λεβέντης, δυνατός,
θαρραλέος. Όμως, από τη Μονή τον είχαν διώξει κάποια στιγμή, γιατί τον
συκοφάντησε ένας καλόγηρος που ο Νταβέλης του είχε κλέψει τη φιλενάδα. Την
εποχή εκείνη ήταν δεν ήταν 20 χρόνων.
Φεύγοντας από τη Μονή,
γύρισε στο χωριό του και τα 'φτιαξε με την κόρη του παπά την οποία στο μεταξύ
είχε ζητήσει ο πλουσιότερος τσέλιγγας. Εκείνη, όμως, ήθελε να παντρευτεί τον
Νταβέλη. Μια μέρα στα Στύρα, πήγε ένα απόσπασμα της Χωροφυλακής και ζητούσε
κάποιον Νάστο λιποτάκτη.
Τότε ο αρχιτσέλιγγας τους
υπέδειξε τον Νταβέλη, που εκείνη τη στιγμή χόρευε στο πανηγύρι του χωριού. Ο
Νταβέλης, όμως, λεγόταν Νάτσος και όχι Νάστος. Οι χωροφύλακες προσπάθησαν να
τον συλλάβουν, εκείνος τους είπε ότι δεν ήταν αυτός, εκείνοι δεν θέλησαν να τον
ακούσουν, και τότε ο νεαρός άνδρας αναγκάσθηκε ν' αντισταθεί, σκοτώνοντας ένα
χωροφύλακα.
Έτσι βγήκε στο βουνό ο
Νταβέλης και ενώθηκε με τη συμμορία ενός ληστή που ήταν συγγενής της μάνας του.
Η πορεία και η δράση του
είναι γνωστές. Δεν είναι, όμως, γνωστές οι γυναίκες που αγάπησε και που κι
αυτές τον αγάπησαν με πάθος.
Βέβαια όλα αυτά μοιάζουν
με μυθιστόρημα. Γιατί η ζωή του αρχιλήσταρχου Νταβέλη ήταν μυθιστορηματική.
Ο Νταβέλης και η Νέζω
Η πρώτη γυναίκα που έκανε
την καρδιά του να σκιρτήσει από έρωτα ήταν η μοναχή Νέζω. Αυτή έγινε η αιτία να
απομακρυνθεί ο νεαρός Νταβέλης από τη Μονή Πετράκη.
Ας δούμε όμως τώρα την
ιστορία αυτής της γυναίκας που έκανε έναν καλόγηρο να γίνει σκλάβος της και ένα
νεαρό γαλατά να πάρει τα βουνά και να γίνει αρχιληστής.
Στον κήπο γνωστού Αθηναίου
της εποχής είχε κτιστεί ένας μικρός ναός, που έφερε την εικόνα και το όνομα του
Αγίου Παντελεήμονα. Στον ναό αυτό έμενε μία γυναίκα η οποία παρίστανε τη
μοναχή. Η «μοναχή» αυτή διατυμπάνιζε ότι είχε μέσα στην εκκλησία το χέρι του
παιδιού της, που δήθεν μαρτύρησε υπέρ της χριστιανικής θρησκείας.
Η «οσία», όπως την
αποκαλούσαν οι άνθρωποι της εποχής, λεγόταν Νέζω και ήταν κόρη ενός ανθρώπου
που είχε υπηρετήσει κοντά στον σουλτάνο Αχμέτ Αλή. Ένα διάστημα είχε καταφύγει
μαζί με τον πατέρα της κι ένα θείο της στην Κρήτη. Εκεί παντρεύτηκε. αλλά ήταν
συγχρόνως και παλλακίδα του διοικητή τη περιοχής της Σητείας, Σαλή
μπουλούκμπαση1. Και γι’ αυτό την είχε χωρίσει ο άνδρας της.
Έμεινε μαζί του δέκα
χρόνια, αλλά επειδή δεν ήταν σεμνή, εκείνος την έδιωξε και η Νέζω παντρεύτηκε
έναν άλλο μπουλούκμπαση, τον Σάίντ, ο οποίος την πήρε και την έκανε Μωαμεθανή.
Από τις πρώτες σχέσεις της
είχε γεννήσει ένα παιδί που το ονόμασε Παντελή. Τον γιο της αυτόν δεν τον ήθελε
ο τελευταίος άνδρας της και γι' αυτό τον έδιωξε μαζί με τη μητέρα του.
Στο μεταξύ ο γιος πέθανε
σε ηλικία 13 ετών από φυσιολογικά αίτια και όχι όπως ισχυριζόταν η «οσία»
μητέρα του ότι θανατώθηκε από τον Οθωμανό άνδρα της γιατί δεν ήθελε να δεχθεί
τον Μωαμεθανισμό. Και όταν ενταφίασε τον γιο της, όπως έλεγε, έβλεπε ένα άγιο
φως το οποίο κατέβαινε στον τάφο του παιδιού. Κι όλα αυτά η Νέζω τα διηγόταν σε
γυναίκες του Ηρακλείου Κρήτης για να της δώσουν οικονομική βοήθεια.
Βέβαια κάτι τέτοιο
διαδόθηκε στην περιοχή και ο Μουσταφά Πασάς την έδιωξε από την Κρήτη. Τότε η
Νέζω πήγε στον τόπο που γεννήθηκε η μητέρα της, στη Νάξο. Εκεί, διηγόταν τα
δήθεν θαύματα του γιου της και οι κάτοικοι του νησιού τις έκαναν πολλές
περιποιήσεις. Έπειτα, πήγε στις Σπέτσες, όπου έκανε τα ίδια και από κει
επέστρεψε και πάλι στην Κρήτη.
Από την Κρήτη πήρε τα
λείψανα του γιου της και κατευθύνθηκε στη Σύρο. Εκεί διαδόθηκε ξαφνικά ότι
έφθασαν τα «λείψανα νέου μάρτυρα» και τότε πολύς κόσμος κατέβηκε στην προβλήτα
του λιμανιού για να υποδεχθεί μετά φανών και λαμπάδων τα «λείψανα του
νεομάρτυρα».
Η εκκλησιαστική αρχή,
όμως, συνεννοήθηκε με την αστυνομική, και κατά τη διάρκεια της νύχτας έστειλαν
χωροφύλακες στο πλοίο και παρέλαβαν το κιβώτιο με τα οστά από τα χέρια της
«οσίας».
Μετά απ' όλα αυτά, η
μοναχή Νέζω έφθασε στην Αθήνα, κάνοντας δίκη και ζητώντας το κιβώτιο με τα οστά
του παιδιού της, τα οποία θεωρούσε ιδιοκτησία της. Το δικαστήριο, τότε,
αποφάσισε να της δοθούν τα οστά, αλλά το κιβώτιο δεν της επεστράφη ποτέ.
Όμως, η Νέζω έλεγε πως
είχε αφαιρέσει από το κιβώτιο το ένα χέρι του γιου της, το οποίο παρουσίαζε
στις απλές γυναίκες ως «λείψανον μάρτυρος», που «μαρτύρησε» για τη χριστιανική
θρησκεία.
Μια μέρα μάλωσε με τον
ιδιοκτήτη του σπιτιού στο μοίρασμα των διαφόρων δώρων και αφιερωμάτων που
πήγαιναν οι πιστοί στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα.
Αυτή ήταν με λίγα λόγια η
ιστορία της «οσίας» Νέζως, πριν συναντηθεί με τον αρχιλήσταρχο Νταβέλη, που,
παρά τα χρόνια της, πρέπει να ομολογηθεί, ότι διατηρούσε αναλλοίωτη την ομορφιά
της. Μ' αυτή την ομορφιά ξετρελάθηκε ακόμη και ο νεαρός την εποχή εκείνη
Νταβέλης.
Έτσι, ένα βράδυ που
περίμενε την επίσκεψη του πατρός Συμεών, του πρώτου εραστή της, η Νέζω είχε
αφήσει ανοιχτή την πόρτα της αυλής και μπήκε μέσα ο Νταβέλης ντυμένος με ράσα,
φορώντας ακόμη και τον καλογερικό σκούφο. Επωφελούμενος από το σκοτάδι της νύχτας,
προχώρησε, χωρίς να τον παρατηρήσουν οι γείτονες, στο εσωτερικό, όπου βρισκόταν
ο ναός του Αγίου Παντελεήμονος και το κελί της «οσίας» Νέζως.
Κτυπώντας την πόρτα άκουσε
τη μελιστάλαχτη φωνή της να του λέει «ποιος είναι;» για να πάρει την απάντηση
«εγώ Νέζω, ο Συμεών». Ανύποπτη η γυναίκα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και μπήκε
μέσα στο κελί ο Χρήστος Νταβέλης βγάζοντας συγχρόνως το ράσο.
«Κυρά Νέζω», της είπε ο
ληστής, «μην ανοίξεις το στόμα σου και μην βγάζεις τσιμουδιά, γιατί θα 'χεις
κακά ξεμπερδέματα μαζί μου. Τα ξέρω όλα όσα κάνεις με τον καλόγερο». Τότε η
Νέζω ψύχραιμη του είπε: «Γιατί να φωνάξω Χρήστο μου; φωνάζουν μονάχα εκείνοι
που φοβούνται κι εγώ ξέρεις ότι δεν φοβάμαι τίποτα. Πες μου όμως, τι θέλεις εδώ
που ήρθες τέτοια ώρα;». Ο Νταβέλης, όση ώρα του μιλούσε η Νέζω ήταν
απασχολημένος με το να τη θαυμάζει και δεν είχε άδικο ο δυστυχής. Η Νέζω ήταν
καλόγρια μόνο για τα μάτια του κόσμου και για το συμφέρον της. Αλλά όταν
νύχτωνε, μεταβαλλόταν σε γυναίκα θελκτική και προκαλούσε. Και ήταν όντως
θελκτική εκείνη τη στιγμή η Νέζω. Φορούσε λευκό εσώρουχο και λευκή νυχτικιά,
ανοιχτή ως τον λαιμό, αφήνοντας να φαίνεται ακάλυπτο ένα μεγάλο μέρος του
στήθους της.
Βλέποντας τον Νταβέλη να
στέκει ακίνητος, σαν στήλη άλατος, του επαναλαμβάνει την ερώτηση: «Χρήστο, τι
ήρθες εδώ να κάνεις;», «Τι ήρθα να κάνω; Κατάλαβε το και μόνη σου», «Δεν
καταλαβαίνω», «Ποιον περίμενες να 'ρθει απόψε;», «Κανέναν», «Όχι δα και
κανέναν, κάποιον περίμενες κυρά Νέζω, και μην λες ψέματα, περίμενες τον
καλόγερο, τον πάτερ Συμεών», «Ψέματα, σου ορκίζομαι στο χέρι του παιδιού μου»,
«Μην κάνεις ψεύτικους όρκους κυρά Νέζω, σήμερα το πρωί μου έδωσες ένα μπιλιετάκι
για να το δώσω στον Συμεών. Μα εγώ το μπιλιετάκι δεν το έδωσα, το άνοιξα και το
διάβασα και είδα που έγραφες μέσα τον καλόγερο αγαπημένο σου εραστή, του
'γραφες ακόμα ότι τον αγαπάς και τον καλούσες απόψε στις εννιά το βράδυ να
'ρθει να σε βρει. Ξέρεις τι φούρκα πήρα όταν τα διάβασα όλα αυτά; Εσύ μια τόσο
όμορφη γυναίκα να πέφτεις στην αγκαλιά του παλιοκαλόγερου;», «Αμάρτησα Χρήστο
μου, χωρίς να το θέλω», ψιθύρισε η Νέζω. «Και δεν γυρίζεις να δεις άλλους που
σε λιγουρεύονται και μπορούν για χατίρι σου κυρά Νέζω να βάλουν φωτιά σε όλη
την Αθήνα και να την κάψουν. Κυρά Νέζω ξέρεις τι θα κάνω τώρα;». «Τι Χρήστο
μου;». «Το μπιλιετάκι σου θα το δώσω αύριο το πρωί στον ηγούμενο, για να διώξει
από το μοναστήρι τον πάτερ Συμεών ή θα το δώσω να το διαβάσει όλη η γειτονιά
εδώ τριγύρω και όλοι όσοι σε ξέρουνε, για να γίνεις ρεζίλι. Πάντως κάτι θα
γίνει». «Όχι Χρήστο μου δεν πρέπει να μου κάνεις τέτοιο κακό της κακομοίρας,
εσύ είσαι καλός και θα μου δώσεις πίσω το μπιλιετάκι». «Καλός είμαι, δεν λέω,
μα ξέρεις αυτό που μου ζητάς είναι μεγάλο πράγμα». «Μα καημένε Χρήστο τι θα
κερδίσεις αν μου κάνεις ένα τέτοιο μεγάλο κακό;». «Μα κι αν δεν τον κάνω, μήπως
θα κερδίσω τίποτα;». Και τότε η Νέζω κοιτάζοντας τον και βρίσκοντας τον πολύ
πιο ανδροπρεπή απ' τον καλόγερο Συμεών, και άξιο να καταλάβει μια θέση στην
καρδιά της και βλέποντας το προκλητικότατο βλέμμα του, επανέλαβε: «Εσύ Χρήστο
μου δεν μπορείς να μου κάνεις κακό». «Μπορώ». «Μπα; Μήπως γι' αυτό ήρθες εδώ;
Αλήθεια, γιατί ήρθες εδώ απόψε, γιατί φόρεσες το μαύρο εκείνο ράσο που δεν
ταιριάζει καθόλου στη νιότη και στη λεβεντιά σου;». «Ήρθα έτσι για να δω αν
είναι αληθινά όλα αυτά που ακούγονται για σένα». Η Νέζω καλοκοίταξε για άλλη
μια φορά τον Νταβέλη, τον βρήκε ακόμα νοστιμότερο και μισοκλείοντας τα μάτια
της του φώναξε: «Σου αρέσω πολύ λοιπόν;». «Ναι, πολύ μου αρέσεις», της είπε ο
Νταβέλης. «Μα εγώ Χρήστο μου δεν είμαι ούτε όμορφη, ούτε νέα πια, να κοίταξε
τον λαιμό μου. Είναι όμορφος;». Και η φιλάρεσκη Νέζω άφησε με πονηριά να πέσει
η νυχτικιά που φορούσε μπροστά στα μάτια του Νταβέλη, αποκαλύπτοντας ολόκληρο
τον λαιμό της, μέχρι και ολόκληρα τα στήθια της. «Και τώρα Χρήστο μου, φίλα
με». «Να σε φιλήσω, είπες; Και δεν θα θυμώσεις;». «Όχι, Χρήστο μου, δεν θα
θυμώσω, έλα και φίλησε με».
Στην πρόκληση της ο
Νταβέλης δεν αντιστάθηκε, κάθισε κοντά στη Νέζω, την αγκάλιασε και με την
απειρία του πρωτόπειρου, άρχισε να φιλάει τα γυμνά κάλλη του στήθους, των ώμων
και του λαιμού της.
Εκείνη, καίτοι αιχμαλωτισμένη
από τη νιότη και την κορμοστασιά του Νταβέλη, δεν λησμόνησε και το μπιλιετάκι
της, το οποίο ήταν ικανό να την εκθέσει στα μάτια των φίλων και των χριστιανών
που τους εκμεταλλευόταν. Ακόμα και στις στιγμές των ερωτικών εκδηλώσεων του
Νταβέλη, του έλεγε: «Χρήστο μου, ξέσκισε το μπιλιετάκι μου μπροστά μου και θα
σε κρατήσω όλη τη νύχτα κοντά μου, και τον καλόγερο θα τον διώξω, στ'
ορκίζομαι».
Τότε ο Νταβέλης έσκισε
πρόθυμα το ενοχοποιητικό μπιλιετάκι κι έπειτα όρμησε και πάλι στη Νέζω και την
πήρε στην αγκαλιά του, λέγοντας της «τώρα θα γίνεις δικιά μου αγαπητικιά,
καταδικιά μου». «Ναι, Χρήστο μου, ό,τι θέλεις αυτό θα γίνει», κι από εκείνη τη
στιγμή η κυρά Νέζω είχε αλλάξει εραστή, κι ο νους της διαρκώς πετούσε προς τη
στάνη της Μονής Πετράκη, εκεί που βρισκόταν καθημερινά ο Χρήστος Νταβέλης, ο
καινούργιος εραστής της.
Ο Νταβέλης και η υποκόμισσα Λουίζα Μπανκόλι.
Μετά τη μεγάλη του ερωτική
περιπέτεια με τη Νέζω, κι αφού ο Νταβέλης βγήκε στο βουνό σαν ληστής, αγάπησε
με πάθος μια Ιταλίδα καλλονή. Την υποκόμισσα Λουίζα Μπανκόλι.
Με την υποκόμισσα, όμως,
ήταν ερωτευμένος κι ένας πολιτικός της εποχής, ο Ιωάννης Μέγας. Ο πολιτικός
αυτός συνεργαζόταν με τον Νταβέλη. Του είχε αναθέσει να αιχμαλωτίσει την
υποκόμισσα και να την οδηγήσει στο Δαφνί και να του την παραδώσει. Ο Νταβέλης,
όμως, όταν έμαθε τα σχέδια του Μέγα, επισκέφτηκε μια νύχτα τη Θήβα όπου έμενε η
υποκόμισσα και από το παράθυρο του σπιτιού της, την ειδοποίησε για την απαγωγή
συμβουλεύοντας την συγχρόνως να επιστρέψει στην Αθήνα διά θαλάσσης και να
εγκαταλείψει το γρηγορότερο την Ελλάδα, για ν' αποφύγει τους κινδύνους που την
απειλούσαν.
Πράγματι, η υποκόμισσα
Μπανκόλι και ο σύζυγος της επέστρεψαν στην Αθήνα και άρχισαν να προετοιμάζονται
για την αναχώρηση τους.
Θα αναχωρούσαν την ίδια
μέρα που έφτασαν στην Αθήνα, αν ο Ιταλός σύζυγος της υποκόμισσας Μπανκόλι, δεν
είχε εκκρεμείς υποθέσεις, τις οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να κανονίσει πριν
εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Ο Γιάννης Μέγας, μην
ξέροντας πως ο Νταβέλης ποθούσε κι αυτός την υποκόμισσα, και μαθαίνοντας την
επικείμενη αναχώρηση της, του έστειλε γράμμα, λέγοντας του να την αιχμαλωτίσει
και να την οδηγήσει στο Δαφνί κι εκεί να του την παραδώσει.
Στην επιστολή του σημείωνε
πως η άμαξα της υποκόμισσας θα περνούσε από την τοποθεσία «Παράγκες»
πηγαίνοντας προς τον Πειραιά.
Οι κάτοικοι της Αθήνας την
εποχή εκείνη έλεγαν για τον Νταβέλη ότι ήταν τρομερός άνθρωπος και ότι θα έκανε
σπουδαία πράγματα. Μάλιστα ένας Αθηναίος είπε πως «ο Νταβέλης θα χτυπήσει τους
Φραντζέζους (τους Γάλλους). Ναι, θα χτυπήσει τον Γαλλικό Στρατό Κατοχής. Ακούτε
που σας λέω», ισχυριζόταν ο Αθηναίος. «Θα το τολμήσει, γιατί ο Νταβέλης είναι
τολμηρός». «Μα αν γίνει κάτι τέτοιο», έλεγαν οι άλλοι, «δεν θα έχουμε φασαρίες
και διεθνείς περιπλοκές; Δεν θα έχουμε πόλεμο με τη Γαλλία;». «Άντε να
κουρεύεστε μωρέ που θα 'χουμε πόλεμο με τη Γαλλία», ανταπάντησε ο Αθηναίος.
«Είναι σαν να λέτε πως βάζει η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες».
Τέτοιοι διάλογοι, ανόητοι
ως επί το πλείστον, γίνονταν στα διάφορα κέντρα και στα καφενεία των Αθηνών,
όταν ξαφνικά, μια παράδοξη διάδοση άρχισε να κυκλοφορεί. Η διάδοση αυτή έλεγε
πως ο αρχιλήσταρχος Νταβέλης περιφερόταν γύρω από την Αθήνα και είχε σκοπό να
αιχμαλωτίσει κάποιους.
Ότι ο Νταβέλης ήθελε να
αιμχαλωτίσει τον υποκόμητα Μπανκόλι μαζί με την ωραιότατη σύζυγο του. Στην αρχή
το πράγμα φάνηκε τερατώδες. Σιγά σιγά όμως έγινε πιστευτό. Από έναν τέτοιο
τολμηρό άντρα όπως ο Νταβέλης έπρεπε να τα περιμένει κανείς όλα. Είναι τρομερός
ληστής, έλεγαν οι Αθηναίοι και όλα μπορεί να τα κάνει. Όλα γι' αυτόν είναι
δυνατά, τίποτε δεν ήταν αδύνατο για τον αρχιλήσταρχο Νταβέλη. Και παρ' όλο που
εξεπλάγησαν με τη διάδοση αυτή, εντούτοις τον θαύμαζαν. Θαύμαζαν τον Νταβέλη
για τον ηρωισμό του, και άρχισαν να κυκλοφορούν διαδόσεις, που ερέθιζαν τη
φαντασία του κάθε Έλληνα, ο οποίος, τότε, έβλεπε στο πρόσωπο του υπερήφανου
ληστή των βουνών το πανομοιότυπο του Έλληνα αρματολού.
Ο ενδιαφερόμενος για την
αιχμαλωσία του υποκόμητα Μπανκόλι και της υποκόμισσας, Ιωάννης Μέγας, άρχισε να
δυσανασχετεί με τις διαδόσεις αυτές.
Μια τέτοια διάδοση θα
έβλαπτε τα σχέδια του και ίσως και θα τα ματαίωνε. Αν το μάθει ο Ιταλός και
φοβηθεί, σκέφτηκε, δεν θα φύγει, ή αν αποφασίσει να φύγει, θα ζητήσει να τον
συνοδεύσει ολόκληρος στρατός ως τον Πειραιά.
«Διάβολε, ποιος παλιάνθρωπος
ανακάλυψε πως ο Νταβέλης περιφέρεται στην περιοχή του Δαφνιού και το διέδωσε,
ποιος;» αναρωτιόταν ο ερωτευμένος πολιτικός, χωρίς να ξέρει τους πόθους και
τους καημούς του Χρήστου Νταβέλη για την πανέμορφη Λουίζα Μπανκόλι. Ο Νταβέλης
φαίνεται πως έπαιζε το παιχνίδι του πάρα πολύ καλά.
Κι αποφασισμένος ο Μέγας
να μάθει τι εντύπωση είχε προξενήσει στον Ιταλό υποκόμητα και στη γυναίκα του η
διάδοση, έτρεξε να τους επισκεφθεί. Ήθελε να τους ρωτήσει ο ίδιος και να μάθει
τι σκέπτονταν.
Όταν πήγε στο ξενοδοχείο
των Μπανκόλι, ο υποκόμης απουσίαζε. Ήταν μόνο η ωραία σύζυγος του. Κι αμέσως ο
Μέγας κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της λέγοντας της (ο διάλογος που ακολουθεί,
είναι παρμένος από το βιβλίο του Αιμίλιου Αθηναίου Ο Αρχιλήσταρχος Νταβέλης):
«Ωραία μου κυρία, σας ζητώ συγνώμη για την ενόχληση». «Οι καλοί φίλοι ουδέποτε
ενοχλούν», απάντησε δηκτικά η κόμισσα. «Και σεις κύριε Μέγα είστε ένας
εξαίρετος φίλος. Δεν είναι έτσι;». «Αμφιβάλλετε κυρία μου;».
Ο Μέγας κοίταξε τώρα με
βλέμμα ερευνητικό την εκπάγλου καλλονής Ιταλίδα. Αλίμονο, όμως, στην ήρεμη
μορφή της ένα αόριστο μειδίαμα στα χείλη της, ο Μέγας δεν το διέκρινε. Διέκρινε
όμως την ειρωνεία, την αηδία και τη δηκτικότητα. Και για να μην υποστεί
καινούργια ταπείνωση, συνέχισε: «Δυσκολεύθηκα λίγο είναι αλήθεια. Αλλά τώρα...
είμαι καλός φίλος κυρία υποκόμισσα. Και σαν καλός φίλος, ήρθα να σας ρωτήσω αν
περιήλθε εις γνώσιν σας μία τερατώδης διάδοση, η οποία κυκλοφορεί ευρύτατα».
«Και τι λέει η διάδοση αγαπητέ μου κύριε Μέγα; Συνεχώς όμως διαδόσεις ακούει
κανείς. Ποια, λοιπόν, από όλες αυτές τις διαδόσεις εννοείτε εσείς;». «Τη
συγκλονιστικότερη κυρία υποκόμισσα, εκείνη την οποία επιτρέπει να λέει ότι ο
λήσταρχος Νταβέλης περιφέρεται γύρω από την Αθήνα, αναζητώντας την ευκαιρία να
αιχμαλωτίσει εσάς μαζί με τον σύζυγο σας». (Ο Ιωάννης Μέγας αγνοούσε βέβαια ότι
την υποκόμισσα Μπανκόλι την είχε ενημερώσει ο Νταβέλης για την επικείμενη
αιχμαλωσία της).
Εκείνη, δήθεν έκπληκτη,
άκουγε όλα αυτά τα τρομερά που της έλεγε ο ερωτευμένος πολιτικός. Και αμέσως
ξέσπασε σε θορυβώδη γέλια, λέγοντας με πραγματική ευθυμία; «Μα κύριε Μέγα
πιστεύετε λοιπόν κι εσείς στις ανοησίες αυτές;». «Γιατί τις λέτε ανοησίες κυρία
υποκόμισσα;». «Και πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω τη διάδοση αυτή εκτός από ανοησία;
Πείτε μου ειλικρινά, υπάρχει όντως αυτός ο Νταβέλης;». «Ναι, αναμφισβήτητα
υπάρχει». «Αφού το λέτε εσείς το πιστεύω, και πολύ περισσότερο μάλιστα ότι
είναι και τολμηρός και τρομερός, όπως λένε όλοι. Αλλά σας ρωτάω. Θα λάβει ποτέ
την τόλμη ο Νταβέλης να αιχμαλωτίσει έναν Ιταλό ευγενή; Βεβαίως όχι. Κι αυτό
για πολλούς λόγους. Πρώτα πρώτα δεν είναι εύκολο να βγει στην οδό Πειραιώς και
να μας συλλάβει. Διότι εγώ, δεν θα βγω από το ξενοδοχείο μου, παρά μόνο για να
μπω στην άμαξα, η οποία θα φέρει εμένα και τον σύζυγο μου στον Πειραιά. Εύκολο
λοιπόν δεν είναι να αιχμαλωτιστούμε στην οδό Πειραιώς. Έτσι δεν είναι κύριε
Μέγα; Είναι εύκολο; Υπάρχει κι ο στρατός. Και τέλος, ερωτώ, για ποιο σκοπό θα
με αιχμαλωτίσει ο Νταβέλης; Για να πάρει λύτρα; Μα εγώ κι ο άνδρας μου είμαστε
Ιταλοί. Και συνεπώς, αν αιχμαλωτιστούμε, θα δοκιμάσουμε μερικές συγκινήσεις οι
οποίες, άλλωστε, θα είναι μια ευχάριστη διακοπή στη μονοτονία της ζωής μας. Και
δεν θα υποστούμε καμιά ζημιά. Γιατί; Απλούστατα, διότι τα λύτρα μας, και θα
είναι πολλά, δεν θα τα πληρώσουμε εμείς, βέβαια, αλλά η ελληνική κυβέρνηση.
Αυτά είναι ζητήματα διεθνούς αβρότητας. Ή ο φόρος του αδυνάτου προς τον ισχυρό.
Το ταξίδι μας είναι αποφασισμένο, φεύγουμε την Παρασκευή το μεσημέρι με το
ατμόπλοιο της γραμμής».
Ο Μέγας ανέπνευσε
ανακουφισμένος. Η διάδοση λοιπόν δεν επτόησε το ζεύγος των Ιταλών ευγενών.
Έτσι, την Παρασκευή το μεσημέρι θα αναχωρούσαν από την Ελλάδα.
Η υποκόμισσα επέτρεψε στον
Μέγα να ασπαστεί το χέρι της και συνοδεύοντας τον ως έξω στον διάδρομο,
επανήλθε στο δωμάτιο της, από το οποίο μόλις λίγες στιγμές έλειψε.
Αλλά μπαίνοντας, είδε
έκπληκτη μπροστά της έναν ωραίο φουστανελοφόρο νέο, πραγματικό λεβέντη. Φορούσε
φουστανέλα πεντακάθαρη, τα τσαρούχια του ήταν μεταξοκέντητα και χρυσοκέντητα με
πελώριες φούντες και από το σελάχι του εξείχε η κουμπούρα του, την οποία θα
ζήλευε και ο ενδοξότερος των επιζώντων κατά την εποχή εκείνη αγωνιστών του
1821.
«Ο Νταβέλης;», ψιθύρισε η
υποκόμισσα.
«Καλημέρα σου κυρία, Ναι,
είμαι ο Νταβέλης».
Και ο λήσταρχος
κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου, την έκλεισε με κλειδί, ξαναγύρισε
προς την υποκόμισσα Μπανκόλι και της είπε: «Δεν ξέρετε τι επιθυμία είχα να σας
ξαναϊδώ. Καθίστε και μη φοβάστε τίποτα. Για σας δεν είμαι ο Νταβέλης, ο
λήσταρχος, είμαι μονάχα ένας φίλος. Καθίστε κυρία υποκόμισσα».
Καλύβα χωρικών της εποχής. Χαρακτηριστικές όλες οι λεπτομέρειες της συμβίωσης σε ένα στενό χώρο ολόκληρης της οικογένειας και των κατοικίδιων ζώων. Ο Νταβέλης, φεύγοντας από τη Μονή Πετράκη, γύρισε στο χωριό του, τα Στύρα της Εύβοιας, και τα έφτιαξε με την κόρη του παπά.
Εκείνο το πρωί, το
γκαρσόνι του καφενείου της Ωραίας Ελλάδος, το οποίο γνώριζε με το όνομα τους
όλους τους πελάτες, εξεπλάγη όταν είδε να μπαίνει στο καφενείο ένας πελάτης που
τον έβλεπε για πρώτη φορά.
Ο νεοφερμένος κάθισε σε
ένα τραπέζι και χτύπησε τα χέρια του. Το γκαρσόνι ήταν μιας κάποιας ηλικίας, με
σγουρά λαδωμένα μαλλιά κι έτρεξε με μεγάλη προθυμία στον νέο πελάτη και με τη
λερωμένη πετσέτα που κρατούσε στα χέρια του, καθάρισε το μάρμαρο του τραπεζιού
και ρώτησε (ο διάλογος είναι παρμένος από το βιβλίο του Αιμίλιου Αθηναίου Ο
Αρχιλήσταρχος Νταβέλης): «Τι επιθυμεί το αφεντικό;», «Καφέ οθωμανικό, γλυκύ
βραστό και αργιλέ» και το γκαρσόνι τον ρώτησε: «Εφημερίδα θέλετε;», «Άστες να
πάνε στην οργή οι εφημερίδες, πήγαινε να μου φέρεις τον καφέ κι έλα να σε
ρωτήσω κάτι». Το γκαρσόνι προθυμοποιήθηκε να φέρει το ταχύτερο τον καφέ. Έπειτα
ρώτησε τον νέο πελάτη «σαν τι θέλεις να με ρωτήσεις καπετάνιε;». «Δεν μου λες
μωρέ παιδί, είναι αληθινά αυτά που ακούω;». «Και σαν τι ακούς καπετάνιε;». «Πως
οι Φραντζέζοι θα μείνουν πολύ καιρό στον τόπο μας». «Α! Έτσι φαίνεται
καπετάνιε». «Εσύ πώς το ξέρεις;». «Το ακούω που το λένε οι πελάτες που έρχονται
εδώ». «Έτσι ε; Κι έρχονται πολλοί πελάτες;». «Και βέβαια έρχονται πολλοί. Οι
περισσότεροι καπεταναίοι, φοιτητές και καθηγητές». «Δηλαδή άνθρωποι που ξέρουνε
τι γίνεται». «Και βέβαια ξέρουν». «Και τι λένε λοιπόν αυτοί για τους Φραντζέζους;».
«Λένε πως η κατοχή θα βαστήξει πολύ καιρό, γιατί η Γαλλία αφορμή ζήταγε να
θρονιαστεί στον τόπο μας και δύσκολα θα φύγει»: «Δύσκολα θα φύγει; Κι ο
βασιλιάς μας, τι κάνει ο βασιλιάς μας Όθων;». «Αμ τι να σου κάνει κι αυτός,
άλλοι τον κατηγορούνε πως ανέχεται την κατάσταση, εγώ όμως...». «Ε, εσύ;». «Εγώ
λέω πως ο Όθωνάς υποφέρει περισσότερο από όλους τους Έλληνες μαζί, βλέποντας
την κατοχή στον τόπο του». «Λες να υποφέρει;». «Θέλει και ρώτημα; Ο Όθωνας την
αγαπάει την Ελλάδα, και τη στιγμή που θα φύγουν οι Φραντζέζοι ο πρώτος που θα
χαρεί, θα είναι αυτός». «Μα ας φύγουνε τότε». «Ένας λόγος είναι αυτός
καπετάνιε, μα ποιος να τους διώξει;». «Ποιος να τους διώξει;». Και τα μάτια του
άγνωστου πολίτη, άστραψαν τότε και πέταξαν φλόγες οργής. «Ποιος να τους
διώξει;», επανέλαβε. «Να τους διώξουν οι καπεταναίοι, ή μήπως εσκούριασαν τα
άρματα τους;». «Όχι, όχι». «Τότε λοιπόν τι κάθονται;». «Δεν είναι φρόνιμο
καπετάνιε μου να τα βάλει κανείς με μια μεγάλη δύναμη σαν τη Γαλλία. Τίποτα δεν
θα μπορέσουμε να κάνουμε και θα βρούμε μάλιστα και τον μπελά μας περισσότερο,
γι' αυτό ας κάνει κανείς υπομονή». «Υπομονή! Μα το σταυρό, τέτοια υπομονή ας
λείπει». Και ο ευέξαπτος πελάτης, με επιτακτική χειρονομία, έδιωξε το γκαρσόνι
και συνοφρυωμένος, άρχισε να ρουφά τον αργιλέ του και να παρακολουθεί τους
κοχλα-σμούς του νερού.
Στη θέση εκείνη, ο
άγνωστος πελάτης έμεινε για μια ολόκληρη ώρα. Έπειτα, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν
τον έβλεπε κανείς, άφησε στον δίσκο ένα νόμισμα και έφυγε προσεκτικά από το
καφενείο.
Όταν μετά από λίγο το γκαρσόνι
πήγε να σηκώσει τον δίσκο και να πάρει από κει και τον άργιλε του αγνώστου,
έμεινε κατάπληκτο. Μέσα στον δίσκο βρήκε ένα χρυσό νόμισμα. Μία ολόκληρη λίρα.
Μία τούρκικη λίρα, ψιθύρισε και απορώντας αναρωτήθηκε: «Μα ποιος να 'ταν ο
καπετάνιος αυτός τάχα;».
Αμέσως το βλέμμα του έπεσε
στις λέξεις τις οποίες είχε κακογράψει στο μάρμαρο ο άγνωστος πελάτης. Έσκυψε
τότε και διάβασε, και με τρόμο άρχισε να υποχωρεί, λέγοντας: «Ο Νταβέλης!... Ο
Νταβέλης ήταν!...».
Όντως, πάνω στο τραπέζι
διάβασε αυτές τις λέξεις: «Πρέπει να φύγουν οι Φραντζέζοι, Νταβέλης».
Και το μεν γκαρσόνι του
καφενείου, από θαυμασμό προς την τόλμη, τη γενναιότητα και τη λεβεντιά του
Νταβέλη, τσέπωσε τη λίρα και απέφυγε να κάνει λόγο για το γεγονός. Το είπε μόνο
σε λίγους πελάτες πολλές ώρες μετά την αναχώρηση του Νταβέλη.
Ο Νταβέλης βγήκε στην οδό Αιόλου και κατευθύνθηκε προς την Αγία Ειρήνη. Λίγο πιο πέρα από τον ναό, υπήρχε τότε ο σταθμός των πυροσβεστών. Δεν εξεπλάγη όταν είδε ολόκληρο σχεδόν λόχο στρατιωτών παρατεταγμένο και έτοιμο για αναχώρηση.
«Πού πάνε τούτοι οι καραβανάδες»,
διερωτήθηκε ο λήσταρχος. Κι αντί να εξακολουθήσει τον δρόμο του, και να φύγει
το ταχύτερο δυνατό από εκείνο το μέρος, πλησίασε έναν όμιλο πολιτών που
συνομιλούσαν με ένα λοχία των πυροσβεστών και δεν άργησε να λάβει μέρος στη
συνομιλία τους. (Οι διάλογοι είναι παρμένοι από το βιβλίο του Αιμίλιου Αθηναίου
Ο Αρχιλήσταρχος Νταβέλης).
«Και φεύγετε σήμερα;»,
ρωτούσε κάποιος τον λοχία των πυροσβεστών. «Σε μισή ώρα το πολύ». «Και θα
τραβήξετε κατά το Δαφνί;». «Αμ πού αλλού.». «Μα θα τον πιάσετε;». «Μωρ' θα τον
πιάσουμε τούτη τη φορά, δεν θα μας γλιτώσει». «Ο Θεός να δώσει κυρ λοχία». «Βρε
πατριώτες», ρώτησε τότε, τολμηρότατα επεμβαίνοντας στη συνομιλία ο Νταβέλης.
«Ποιον πάνε να πιάσουν;». «Ποιον; Ξένος είσαι του λόγου σου;». «Απ' την
Αρκαδία, του Θοδωράκη του Γρίβα άνθρωπος». «Αμ γι' αυτό δεν ξέρεις τίποτα».
«Πάνε λοιπόν καπετάνιε να πιάσουν τον Νταβέλη». «Μπα, και τι είναι αυτός ο
Νταβέλης;», ρώτησε με ενδιαφέρον. «Λήσταρχος». «Βρε λήσταρχος; Και είναι από
'δώ;». «Όχι, από το Δαφνί;». «Και πού είναι το Δαφνί;». «Ίσα πέρα, κατά του
Χασεκή το περιβόλι, μιάμιση ώρα από δω». «Τόσο κοντά και δεν φοβάται;». «Ποιος
να φοβάται;». «Ο Νταβέλης. Ακούς να 'ρθει τόσο κοντά στην πολιτεία». «Να
φοβηθεί ο Νταβέλης; Τι λες αδελφέ, ο Νταβέλης δεν φοβήθηκε τις προάλλες, που
έστησε την παντιέρα του επάνω στη στέγη του αστυνομικού σταθμού του Δαφνιού,
που ήταν μέσα γεμάτο χωροφύλακες». «Μωρέ το 'κα-νε αυτό;». «Το 'κανε βέβαια».
«Τότενες πάει να πει πως είναι παλικάρι». «Παλικάρι είναι, δεν το αρνιέται
κανείς, μα είναι και ληστής καπετάνιε κι ετοιμάζεται να κάνει μεγάλη ληστεία
τώρα». «Τι ληστεία;». «Θέλει να τσακώσει έναν Ιταλό με τη γυναίκα του». «Βρε
και γιατί;». «Αμ ξέρω κι εγώ, μπορεί να το κάνει για να πάρει παράδες». «Τι;».
«Μπορεί να το κάνει και για τη γυναίκα». «Μπα, λες;», του λέει ο Νταβέλης. «Αμ
είναι να μην λέω; Αυτή η Ιταλίδα έχει μια ομορφιά· κόσμος και κοσμάκης έχει
τρελαθεί μαζί της. Και μάλιστα λένε...». «Τι λένε;». «Πώς η γυναίκα αυτή δεν το
'χει τίποτε ν' απατήσει τον άντρα της, πανάθεμά την, έτσι είναι όλες οι
Ευρωπαίες». «Σωστά». «Τώρα κι ο Νταβέλης λένε πως είναι 22 χρόνων παιδί θα
'κουσε για την ομορφιά της Ιταλίδας, θα 'κουσε πως κάθε Ευρωπαία τρελαίνεται ν'
αγαπηθεί από ληστή και θα είπε: Μωρέ δεν την τσακώνω την όμορφη κυρά να τη
γλεντήσω αφού τη γλέντησαν και τόσοι άλλοι;». «Τόσοι άλλοι;», ρώτησε ο
Νταβέλης. «Έτσι λένε τα κακά τα στόματα που πάει να πει πως στ' αλήθεια μπορεί
να τον αγαπήσει τον Νταβέλη». «Να τον αγαπήσει μονάχα;». «Αλλά;». «Δεν λες που
μπορεί να μείνει κι αγαπητικιά του αν βρει ευκαιρία». «Μπορεί», ψιθύρισε ο
Νταβέλης. Κι αφού σώπασε για λίγο, συνέχισε: «Βρε παιδιά μου κεντρίσατε την
περιέργεια. Ήθελα κι εγώ να τη δω την όμορφη νεράιδα, μα έλα που είμαι ξένος
και δεν ξέρω πού κάθεται». «Κάθεται πέρα στον δρόμο αυτό, στο ξενοδοχείο
Μασσαλία», είπε ο λοχίας, «μα δεν θα μπορέσεις να την ιδείς, γιατί εδώ και
κάμποσες μέρες δεν βγαίνει έξω καθόλου». «Ω, να», λέει ο λοχίας, «αυτός εκεί
που περνάει είναι ο άντρας της. Βλέπεις είναι μοναχός, η γυναίκα του είναι στο
ξενοδοχείο, βήμα δεν κάνει έξω, θα φοβήθηκε φαίνεται...».
Ο Νταβέλης παρακολούθησε
τον υποκόμητα να απομακρύνεται. Κι έπειτα αποχαιρέτησε τον κόσμο και
εξακολούθησε να προχωρεί προς την Αιόλου και αποφασισμένος κατευθύνθηκε προς το
ξενοδοχείο Μασσαλία.
«Τον ξέρει κανείς αυτόν;»,
ρώτησε ο λοχίας τον κόσμο που συνομιλούσε γύρω του, όταν απομακρύνθηκε ο
Νταβέλης. «Όχι, μας είπε πως είναι άνθρωπος του Θοδωράκη του Γρίβα».
«Λεβέντης βρε παιδιά,
σωστός λεβέντης», είπε ο λοχίας και κατευθύνθηκε προς τους στρατιώτες του,
διότι άρχισε να ηχεί η σάλπιγγα.
Ο Νταβέλης εξακολούθησε
τον δρόμο του κι έφθασε στο ξενοδοχείο Μασσαλία, το οποίο γνώριζε από την εποχή
που μοίραζε στην Αθήνα το γάλα. Μπήκε στο ξενοδοχείο και ρίχνοντας δύο λίρες
τούρκικες προς το τραπέζι του υπαλλήλου του ξενοδοχείου, που βρισκόταν στο βάθος
της εισόδου, του είπε: «Θέλω μια κάμαρη να μείνω. Καλή κάμαρη όμως, γιατί αύριο
περιμένω τη γυναίκα μου, που θα 'ρθει από την πατρίδα». Κι ο υπάλληλος τον
οδήγησε σ' ένα απ' τα πολυτελέστερα δωμάτια του ξενοδοχείου, που βρισκόταν
ακριβώς απέναντι από το δωμάτιο της υποκόμισσας Μπανκόλι. Από 'κεί, είδε ο
Νταβέλης τον Ιωάννη Μέγα να βγαίνει από το δωμάτιο της υποκόμισσας, μετά τη
συζήτηση τους που είχαν και να τον συνοδεύει αυτή ως το τέλος του διαδρόμου.
Τότε ο Νταβέλης
επωφελήθηκε από την ευκαιρία, βγήκε από το δωμάτιο του, πέρασε στον διάδρομο,
και μπήκε στο δωμάτιο της ωραίας Ιταλίδας, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Η
ατμόσφαιρα του δωματίου ήταν πλημμυρισμένη από αρώματα, γιατί η υποκόμισσα
έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τα αρώματα και τα άνθη. «Τι όμορφα που είναι εδώ
μέσα», ψιθύρισε ο λήσταρχος και περίμενε την επιστροφή της.
Η Ιταλίδα καλλονή βρέθηκε
για δεύτερη φορά και μάλιστα τόσο κοντά στον ληστή, που τρόμαξε. Κι ο τρόμος
αυτός εκδηλώθηκε από την ωχρότητα που κάλυψε το πανέμορφο πρόσωπο της και τις
σπασμωδικές και νευρικές κινήσεις των χεριών της. «Φοβάμαι», είπε. «ποιον
φοβάσαι, εμένα;». «Τι θέλεις εδώ άνθρωπε τρομερέ από μένα;». «Τι θέλω; Τίποτα.
Η τύχη μ' έφερε εδώ. Άκουσα πως όλος ο στρατός που είναι στην Αθήνα,
ετοιμάζεται να με καταδιώξει και επειδή δεν είχα σε κανέναν άλλο εμπιστοσύνη,
ήρθα μονάχος μου κοντά σ' εσένα. Εσένα, που σ' αγαπώ. Που ό,τι μου ζητήσεις θα
το κάνω». «Και δεν φοβήθηκες;». «Να φοβηθώ τι;». «Μήπως σε συλλάβουν». «Τέτοιο
πράγμα κυρά μου, δεν μου πέρασε καθόλου απ' το νου. Ο Νταβέλης δεν θα πιαστεί
ποτέ, και ποτέ δεν πρόκειται να κλειστεί στη φυλακή και η καρμανιόλα δεν
πρόκειται να του κόψει το κεφάλι. Αυτό ξέρε το, και σαν γυρίσεις με το καλό
στην πατρίδα σου, πες το. Θα σκοτωθώ πολεμώντας. Σαν γενναίος πολεμιστής, μα ζωντανός
δεν θα πιαστώ ποτέ». «Είσαι αληθινό παλικάρι». «Σ' ευχαριστώ κυρά μου. Ήρθα
στην Αθήνα, άκουσα τότε να λένε πως ο Νταβέλης με τους δικούς του θέλει να
πιάσει αιχμάλωτη μια Ιταλίδα. Και η Ιταλίδα αυτή είσαι εσύ. Δεν τ' άκουσες κι
εσύ αυτό;». «Τ' άκουσα». «Και το πίστεψες;». «Όχι», απάντησε η υποκόμισσα. «Και
γιατί δεν τον πίστεψες;». «Γιατί πίστεψα στα λόγια σου, τα λόγια που μου είπες
στη Θήβα». «Α, τα θυμάσαι τα λόγια που σου είπα στη Θήβα». «Ναι» κι ο Νταβέλης
σώπασε για μια στιγμή. Και ύστερα θέλοντας ν' αλλάξει θέμα συζητήσεως, ρώτησε
την υποκόμισσα. «Ο Ιωάννης Μέγας ήταν εδώ», είπε. «Ναι, τον είδες;». «Τον είδα
που έφευγε. Και τι ήθελε εδώ;». «Ήρθε να μας συμβουλέψει να μην αναβάλουμε το
ταξίδι και να φύγουμε την ορισμένη μέρα. Την Παρασκευή». «Αυτό το ξέρω, γιατί
μου το έγραψε ο Μέγας. Μου έγραψε ακόμα να 'ρθω με τα παλικάρια μου κατά την
Αθήνα και να αιχμαλωτίσω εσένα και τον άνδρα σου, την ώρα που θα περνάτε με την
άμαξα από τις "Παράγκες", και ύστερα, να σας τραβήξω κατά το Δαφνί.
Εκεί θα περίμενε ο Μέγας και θα σας παρέδιδα σ' αυτόν». «Τον άτιμο», ψιθύρισε η
υποκόμισσα. «Έτσι θα σ' έπαιρνε στα χέρια του ο Μέγας», απάντησε ο Νταβέλης.
«Κι εσύ δεν θα το κάνεις;». «Κυρά μου», απάντησε περήφανα ο Νταβέλης. «Είμαι
φίλος με τον Μέγα, γιατί έτσι το θέλουν οι περιστάσεις, μα τέτοια χατίρια δεν
θα του κάνω. Ο Νταβέλης κυρά μου δεν πειράζει γυναίκες. Κι αν ήρθα εδώ μια φορά
για να σε δω, ήρθα μια άλλη φορά για να σου πω μη φοβάσαι κυρά μου τίποτα, φύγε
άφοβα και πέρνα από τις "Παράγκες" άφοβα, κανείς δεν θα σε πειράξει,
γι' αυτό ήρθα εδώ».
Κοιτάζοντας στα μάτια τον
Νταβέλη η υποκόμισσα, διέκρινε πόσο αληθινά ήταν όλα όσα της έλεγε εκείνος ο
ωραίος και υπερήφανος λήσταρχος. Και άφησε τη σκέψη της να εξωτερικευθεί,
λέγοντας του: «Καπετάνιε, γιατί έγινες ληστής;». «Γιατί έτσι κυρά μου τα 'φερε
η κατάρα. Ένας καλόγηρος και ένας αρχιτσέλιγγας έγιναν η αφορμή να πάρω τα
βουνά και να γίνω ληστής». «Και θα μείνεις για πάντα ληστής; Δεν θα ζητήσεις
αμνηστία;». «Γιατί; Αν ζητήσω αμνηστία θα μου τη σώσουν; Δεν θα μου τη δώσουν,
γιατί με φοβούνται». «Τι κρίμα», είπε η Ιταλίδα. «Γιατί είσαι παλικάρι αληθινό,
γιατί εσύ δεν έχεις μέσα σου ψυχή ληστή, γιατί είσαι ο τολμηρότερος των
ανθρώπων, τολμηρός σαν εκείνους που απαντάμε μόνο στα μυθιστορήματα, κι ένας
σαν εσένα θα έκανε πραγματικά θαύματα ανδρείας, αν ήταν σε ένα στρατό. Έρχεσαι
στην Ιταλία Νταβέλη να πολεμήσεις γι' αυτήν;». «Δεν καταλαβαίνω τα λόγια σου,
κυρά». «Θα με καταλάβεις, γιατί πρέπει να με καταλάβεις, γιατί θέλω να με καταλάβεις»,
είπε με το χαρακτηριστικό γυναικείο πείσμα της η υποκόμισσα. «Άμα επιστρέψω
στην Ιταλία εγώ η ίδια θα μιλήσω για σένα στον Γαριβάλδη. Εκείνος θα με ακούσει
και αμέσως θα σε προσκαλέσει να 'ρθεις με τα παλικάρια σου μαζί. Για το καλό
σου σου μιλάω Νταβέλη, γιατί δυστυχισμένε φίλε, αν μείνεις εδώ, θα τρέχεις μέρα
και νύχτα πάνω στα βουνά. Ύπνο ήσυχο δεν θα 'χεις ποτέ σου, ποτέ σου με ησυχία
δεν θα δοκιμάσεις την ευτυχία της αγάπης. Νταβέλη, είσαι παλικάρι, μα τι να την
κάνω εγώ την παλικαριά σου, τη λεβεντιά σου, την κορμοστασιά σου, αφού όλα αυτά
θα τα χαίρονται τα βουνά, τα δάση και οι ρεματιές μονάχα; Ποια γυναίκα μπορεί
να σ' αγαπήσει εσένα, που ξέρει πως θα αγαπήσει τον ήλιο τον άπιαστο, το φως το
άπιαστο, το αετό τον υπερήφανο που περνά στα μεσούρανα και χάνεται. Καμιά
γυναίκα». «Κυρά μου», είπε ο Νταβέλης, «ακούω με ευχαρίστηση τα λόγια σου. Εγώ
είμαι ένας ληστής, άνθρωπος του βουνού και του κάμπου. Ποια γυναίκα θα σκεφθεί
ν' αγαπήσει εμένα. Τέτοια γυναίκα δεν βρίσκεται». «Κι αν βρεθεί; Και αν
βρέθηκε;», τον ρώτησε ξαφνικά η Ιταλίδα.
«Βρέθηκε;», ρώτησε ο
Νταβέλης. «Ναι, βρέθηκε, κι αυτή είμαι εγώ. Εγώ που σε αγάπησα από την πρώτη
στιγμή που σε είδα, στο παράθυρο μου στη Θήβα».
Τότε, ο λήσταρχος Νταβέλης
βρέθηκε στη θέση του ανθρώπου που, εντελώς ανέλπιστα, βλέπει μπροστά του την
ευτυχία και δεν μπορεί να την αγγίξει. Και για τον Νταβέλη, τον λήσταρχο
Νταβέλη, η ευτυχία που του υποσχόταν η Ιταλίδα εκείνη καλλονή ήταν
απροσπέλαστη. Είχε το δικαίωμα να τη βλέπει μόνο και να τη θαυμάζει, αλλά να την
αγγίξει δεν ήταν δυνατόν. Γιατί η ευτυχία τότε θα μεταβαλλόταν σε θάνατο. Κι
απευθυνόμενος προς την υποκόμισσα, της είπε: «Τα λόγια σου κυρά μου, με κάνουν
να αισθάνομαι μέσα μου μεγάλη χαρά. Είναι πολύ όμορφο να ξέρω πως μ' αγαπάει
μια πανέμορφη νεράιδα σαν κι εσένα». «Εμένα Νταβέλη μ' αγάπησαν πολλοί, όμως
εγώ δεν αγάπησα κανέναν. Και τώρα που αγάπησα θέλω ν' αγαπηθώ κι εγώ». «Γιατί,
δεν σ' αγαπώ κυρά μου;». «Δεν το πιστεύω και θέλω απόδειξη για τον ερωτά σου».
«Θυμάσαι στη Θήβα; Αψηφώντας το θάνατο ήρθα να σας ειδοποιήσω, να μη γυρίσετε
με το λεωφορείο στην Αθήνα».
Αυτά και άλλα πολλά,
ειπώθηκαν εκείνες τις στιγμές της συνάντησης των δύο εραστών στο πολυτελές
δωμάτιο του ξενοδοχείου Μασσαλία.
Πράγματι, η πανέμορφη
υποκόμισσα και ο σύζυγος της έφυγαν για την πατρίδα τους, την Ιταλία. Εκεί,
μετά από λίγο καιρό, ο σύζυγος της υποκόμισσας πέθανε, και η Λουίζα Μπνακόλι
έμεινε χήρα.
Η υποκόμισσα δεν ξέχασε
ποτέ την υπόσχεση που είχε δώσει στον Νταβέλη ότι δηλαδή θα τον προσκαλούσε
στην πατρίδα της μαζί με τα παλικάρια του, για να πολεμήσουν γι' αυτήν, την
Ιταλία.
Γι' αυτό κι έστειλε έναν
προσωπικό απεσταλμένο να βρει τον Νταβέλη και να του υπενθυμίσει τα όσα είχαν
οι δυο τους συμφωνήσει σ' εκείνο το μοιραίο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Όμως ο
Νταβέλης, που περίμενε εναγωνίως αυτή την πρόσκληση, δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει
στην Ιταλία, γιατί τα κρατικά αποσπάσματα, προειδοποιημένα από κάποιον
κατα-δότη, είχαν στήσει μπλόκα σε όλους τους δρόμους, που πιθανόν ο Νταβέλης
και τα παλικάρια του θα χρησιμοποιούσαν για την αναχώρηση τους στη γειτονική
χώρα. Έτσι, σ' ένα τέτοιο μπλόκο, ήταν μοιραίο να σκοτωθεί ο Νταβέλης μαζί με
όλα τα παλικάρια του. Μόνο μια γυναίκα, που αψήφησε τους όποιους κινδύνους και
ζωσμένη τ' άρματα, τον ακολούθησε στα βουνά, γλίτωσε. Κι αυτό χάρη στη γενναία
ψυχή του μεγάλου αυτού ληστή. Γιατί τις τελευταίες στιγμές που έβλεπε ότι τα
πάντα γύρω του κατέρρεαν, συμβούλεψε τη γυναίκα πώς θα βγει μέσα από όλη αυτή
την τρομερή-συγκλονιστική τραγωδία.
Η γυναίκα αυτή δεν ήταν
άλλη από τη Λενιώ Τόγια, την τελευταία ερωμένη του αρχιληστή με το ένδοξο
παρελθόν και το τραγικό τέλος.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΑΣ
Βιβλιογραφία
Αιμίλιος Αθηναίος «Ο
Λήσταρχος Νταβέλης».
1. Μπουλούκμπασης
στην τουρκοκρατία ήταν ο διοικητής ομάδας γενιτσάρων ή κατώτερος Τούρκος
αξιωματικός με αστυνομικά καθήκοντα.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.332
Διαβάστε επίσης : Ο
λήσταρχος Νταβέλης http://boraeinai.blogspot.gr/2016/04/blog-post_69.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου