ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΓΟΥΤΕΜΒΕΡΓΙΟΥ
Το
εκπληκτικό μουσείο της γερμανικής πόλης Μάιντς «αφηγείται» την ιστορία της Τυπογραφίας
από το 1448 μέχρι σήμερα
Του Claus Gaedeman
Είναι οκτώμισι το πρωί,
μια καθαρή απριλιάτικη μέρα του 1978. Στο αεροδρόμιο της Φραγκφούρτης
δημοσιογράφοι και επίσημοι περιμένουν με ανυπομονησία την άφιξη ενός
αεροπορικού δέματος από την Νέα Υόρκη, που το στέλνει ο έμπορος σπάνιων βιβλίων
Χανς Πέτερ Κράους. Αφού πέρασε από το τελωνείο, το δέμα, που αξίζει 3,7
εκατομμύρια μάρκα (περίπου 135 εκ. δραχμές), φεύγει ταχύτατα με αστυνομική
συνοδεία για το Μάιντς, κάπου σαράντα χιλιόμετρα μακριά. Επιτέλους, μια Βίβλος
του Γουτεμβέργιου επέστρεψε στην πόλη όπου πρωτοτυπώθηκε εδώ και πάνω από
πεντακόσια χρόνια!
Σήμερα, η Βίβλος αυτή
είναι το σημαντικότερο έκθεμα του εκπληκτικού Μουσείου Γουτεμβέργιου, στο
Μάιντς. Αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη της τυπογραφίας και στον εφευρέτη
των κινητών στοιχείων, Ιωάννη Γουτεμβέργιο, το μουσείο παρακολουθεί την τέχνη
του έντυπου λόγου από τις πήλινες πινακίδες με τη σφηνοειδή γραφή της
Βαβυλώνας, πριν 4.500 χρόνια, ως τα πιο σύγχρονα μηχανήματα φωτοσυνθέσεως.
Εκτός από τα πολύτιμα βιβλία που διαθέτει, το μουσείο περιλαμβάνει επίσης
70.000 εξώφυλλα βιβλίων, 60.000 βιβλιόσημα, πολυάριθμα δείγματα γραφής και
στοιχειοθεσίας, εφημερίδες ιστορικού ενδιαφέροντος, καθώς και τραπουλόχαρτα και
γκραβούρες. Υπάρχει ακόμα η πιο μικρή έκδοση του «Πάτερ ημών» σ' όλο τον κόσμο
- ένα βιβλιαράκι μεγέθους όσο περίπου το νύχι του αντίχειρα, που περιέχει την
προσευχή σε επτά γλώσσες. Το εισιτήριο του μουσείου στοιχίζει μόνο δύο μάρκα
και, κάθε χρόνο, κάπου 250.000 τουρίστες απ' όλο τον κόσμο επισκέπτονται τις
αίθουσες του.
Ελάτε μαζί μου για μια
περιοδεία του μουσείου, αρχίζοντας από τον πρώτο όροφο του κεντρικού κτιρίου,
από το άδυτο των αδύτων, ένα κλιματιζόμενο θησαυροφυλάκιο. Εδώ βρίσκεται η
πολύτιμη Βίβλος. Οι δύο τόμοι της· η Παλαιά Διαθήκη - ανοιγμένη στις
πρώτες σελίδες του Βιβλίου του Μαλαχία - και η Καινή Διαθήκη - σε χωριστή
βιτρίνα – που φωτίζονται με μεταλλικές λάμπες. Η Βίβλος αυτή ανακαλύφθηκε ξανά
το 1951, ανάμεσα στα διάφορα περιουσιακά στοιχεία των κληρονόμων ενός Άγγλου
ευγενούς, του Τζωρτζ Σάκμπουργκ. Και οι δυο τόμοι είναι δεμένοι με κατακόκκινο
μαροκινό δέρμα, διακοσμημένο με χρυσό. Το χαρτί δεν έχει χάσει καθόλου τη
φωτεινότητα του, ούτε τα χρώματα τη φρεσκάδα τους. Χρυσές ελικοειδείς
μπορντούρες στολίζουν τις σελίδες και όλα τα αρχικά γράμματα ενώ οι
επικεφαλίδες και τα κοσμήματα είναι ζωγραφισμένα στο χέρι με κόκκινο, μπλε και
χρυσό. Από τις διακόσιες περίπου Βίβλους που άρχισε να τυπώνει ο Γουτεμβέργιος
το 1452, έχουν διασωθεί μόνο 48. Είναι σκορπισμένες σε δεκατρείς χώρες και
θεωρούνται τα ωραιότερα βιβλία που τυπώθηκαν ποτέ.
Το μουσείο, όμως, δεν είναι
απλώς ένα θησαυροφυλάκιο πολύτιμων αντικειμένων, κάθε άλλο μάλιστα. Ο
διευθυντής του, καθηγητής Χάνς Α. Χάλμπεϋ, λέει: «Εκείνο που επιδιώκουμε εδώ,
είναι να ζωντανέψουμε την ιστορία της τυπογραφίας.»
Παρακολουθώ τα παιδιά
κάποιου σχολείου που ακούνε μαγεμένα, καθώς ένας από τους ξεναγούς τους εξηγεί
πώς γίνεται το χαρτί. Στο υπόγειο του μουσείου, ένας τεχνίτης χειρίζεται ένα
παλιό πιεστήριο και τυπώνει ακολουθώντας τη διαδικασία που χρησιμοποιούσαν πριν
από πεντακόσια χρόνια. Πρώτα τοποθετεί το καλούπι ενός γράμματος σ' ένα
εργαλείο για το χύσιμο των στοιχείων. Έπειτα, χρησιμοποιώντας μια ειδική
κουτάλα, το γεμίζει με ένα κράμα μολύβδου, τσίγκου, αντιμονίου και βισμούθιου,
που το έχουν τήξει σε θερμοκρασία 300° Κελσίου. Τα μέταλλα, ψύχονται ταχύτατα
και, ορίστε, γεννήθηκε ένα τυπογραφικό στοιχείο! Ο τυπογράφος το βάζει μαζί με
άλλα γράμματα, τα οποία έχουν χυθεί με τον ίδιο τρόπο, σ' ένα ξύλινο συνδετήριο
για να φτιάξει μια τυπογραφική αράδα. Βάζοντας τις αράδες τη μια κάτω από την
άλλη, σχηματίζεται η «φόρμα» μιας σελίδας βιβλίου, η οποία τοποθετείται μέσα σ'
ένα ειδικό «τελάρο» στην πλάκα του χειροκίνητου πιεστηρίου, σφίγγεται καλά με
τους σφιγκτήρες, ώστε να μην μπορούν να μετακινηθούν τα γράμματα, και
μελανώνεται με μια «μπάλλα» από δέρμα, παραγεμισμένη με αλογότριχες.
Ο τεχνίτης, γυρίζοντας όσο
παίρνει τον ξύλινο κοχλία του πιεστηρίου, πιέζει δυνατά ένα υγρό φύλλο χαρτιού
πάνω στη μελανωμένη φόρμα, η οποία έτσι αφήνει ένα αποτύπωμα των στοιχείων πάνω
στο χαρτί. Στους επισκέπτες δίνουν μια τυπωμένη σελίδα για ανάμνηση. Άκουσα μια
μαθήτρια να λέει σε μια άλλη: «Θα την κολλήσω στον τοίχο του δωματίου μου -
δίπλα στην αφίσα του Έλβις!»
Σήμερα, μας είναι δύσκολο
ακόμα και νά συλλάβουμε την ιδέα μιας εποχής χωρίς τυπογραφία. Γύρω στα 1400
όμως, τα βιβλία εξακολουθούσαν να είναι κυρίως χειρόγραφα -αποτελέσματα του
πολύχρονου, επίπονου μόχθου των καλόγερων στα μοναστήρια. Η εκτύπωση
στερεότυπων, όπου ολόκληρες οι σελίδες του βιβλίου σκαλιζόντουσαν γράμμα-γράμμα
σε μια ξύλινη πλάκα η οποία αποτελούσε τη «φόρμα» της σελίδας, ήταν σχεδόν το
ίδιο χρονοβόρα με τα χειρόγραφα και η συνεχής χρήση έφθειρε τα ανάγλυφα
γράμματα. Η σύγχρονη τυπογραφία γεννήθηκε όταν ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος σκέφτηκε
ότι η εκτύπωση θα μπορούσε να μηχανοποιηθεί με την κατασκευή ανεξάρτητων
γραμμάτων από μέταλλο, τα οποία θα τα χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά.
Ελάχιστα γνωρίζουμε για
τον Ιωάννη Γκένσφλαϊς, γιο μιας αριστοκρατικής οικογένειας η οποία είχε στην
κατοχή της ένα χτήμα που το έλεγαν Γουτεμβέργη - όνομα που υιοθέτησε αργότερα ο
εφευρέτης της τυπογραφίας. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε στο Μάιντς, γύρω στα
1397. Παρά την ευγενική καταγωγή του, έγινε δεκτός σε μια συντεχνία μαστόρων
στο Στρασβούργο και εργάστηκε ως χρυσοχόος καθώς και στην κοπή και επεξεργασία
πολύτιμων λίθων. Κάθε δεκάρα που κέρδιζε, την ξόδευε για τα πειράματα που έκανε
πάνω στην τυπογραφία.
Όταν όμως, τον Οκτώβριο του
1448, επέστρεψε στο Μάιντς, η «μηχανική γραφή» του βρισκόταν ακόμα στα
σπάργανα. Ο αστός Γιόχαν Φουστ, ένας από τους λίγους που κατάλαβαν τις
δυνατότητες της τυπογραφίας, του δάνεισε 1.600 φιορίνια - μια ολόκληρη
περιουσία, με την οποία, εκείνη την εποχή, αγόραζες κάμποσα μεγάλα αγροκτήματα
καθώς και σπίτια μέσα στην πόλη. Ο Γουτεμβέργιος προσέλαβε κάπου είκοσι βοηθούς
και αγόρασε περγαμηνή, φτιαγμένη από τα δέρματα 8.000 μοσχαριών, και μεγάλες
ποσότητες χαρτιού άριστης ποιότητας από τη βόρεια Ιταλία. Οι στοιχειοθέτες του
δούλευαν με ρυθμό 25 σχεδόν γραμμάτων το λεπτό και είχε έξι πιεστήρια που
λειτουργούσαν συγχρόνως.
Προς το τέλος του
φθινοπώρου του 1455, είχε φτιάξει κάπου διακόσιες υπέροχες Βίβλους. Αλλά ο
Γουτεμβέργιος, που ήταν βουτηγμένος ως το λαιμό στα χρέη, δεν πρόλαβε να
πουλήσει τις Βίβλους του, που η καθεμιά τους άξιζε 40 με 50 φιορίνια: Ο Φουστ
του έκανε κατάσχεση, απαιτώντας πίσω τα δανεικά που του είχε δώσει, και με
απόφαση του δικαστηρίου πήρε ως «εξόφληση» τις Βίβλους του Γουτεμβέργιου και το
εργαστήριο του. Ο μεγάλος εφευρέτης πέθανε πάμπτωχος, στις 3 Φεβρουαρίου 1468.
Η εφεύρεση, όμως, του
Γουτεμβέργιου απλώθηκε στην Ευρώπη σαν ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα. Το 1500
είχαν ήδη τυπωθεί, σε περίπου 270 πόλεις, πάνω από 40.000 τίτλοι βιβλίων που
έφταναν, συνολικά, γύρω στα δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Μερικές πόλεις είχαν
μέχρι και σαράντα τυπογραφεία. Μόνο η Βενετία είχε 151.
Τα εκθέματα στις 64
βιτρίνες, στον πρώτο όροφο του Μουσείου Γουτεμβέργιου, δείχνουν πώς η
τυπογραφία βοήθησε στην εξάπλωση των γνώσεων. Βλέπω τις ανοιχτές σελίδες ενός
Άτλαντα που τυπώθηκε στην Ούλμ το 1482 και που παρουσίαζε τον κόσμο όπως τον
φανταζόταν ο Κολόμβος. Ακριβώς τέτοιους τυπωμένους χάρτες πήρε μαζί του ο
μεγάλος θαλασσοπόρος όταν, δέκα χρόνια αργότερα, έκανε πανιά για τις Ινδίες-
και ανακάλυψε την Αμερική. Στις διπλανές βιτρίνες, θαυμάζω τις πρώτες εκδόσεις
ιατρικών βιβλίων, καθώς και μερικά πολύ όμορφα παιδικά βιβλία.
Αναλογίζομαι ότι χωρίς το
τυπογραφικό πιεστήριο οι επαναστατικές ιδέες του Μαρτίνου Λούθηρου ποτέ δεν θα
είχαν μπορέσει να διαδοθούν τόσο γρήγορα. Όταν, το 1520, χιλιάδες αντίτυπα της
περίφημης πολεμικής του Προς τη Χριστιανική Αριστοκρατία του Γερμανικού Έθνους
πέρασαν από χέρι σε χέρι σ' ολόκληρη τη χώρα, ο μέγας Μεταρρυθμιστής δήλωσε
γεμάτος ενθουσιασμό: «Το μεγάλο ευεργέτημα που προσφέρει η τυπογραφία δεν είναι
δυνατόν να εκφραστεί με λόγια. Μέσω της τυπογραφίας, όλα τα επιτεύγματα των
τεχνών και των επιστημών διατηρούνται, αυξάνονται και κληροδοτούνται στους
απογόνους μας.»
Η ιδέα του Γουτεμβέργιου
έδωσε το έναυσμα και για άλλες εφευρέσεις. Τον Νοέμβριο του 1814, οι Γερμανοί
Φρήντριχ Κένιγκ και Ανδρέας Μπάουερ κατασκεύασαν τα δύο πρώτα ατμοκίνητα
πιεστήρια με επίπεδη πλάκα και κυλίνδρους, για την εφημερίδα Τάιμς του
Λονδίνου. Ένα χρόνο αργότερα, οι Τάιμς έφτασαν την ανήκουστη για την εποχή
κυκλοφορία των 5.000 φύλλων - διαδίδοντας έτσι την είδηση της ήττας του
Ναπολέοντα στο Βατέρλώ με άνευ προηγουμένου ταχύτητα.
Κι αυτό ήταν μονάχα η
αρχή. Στο υπόγειο του μουσείου, το μοντέλο μιας μηχανής φωτοσυνθέσεως, που
λειτουργεί με κομπιούτερ, μας δείχνει ακριβώς πόσο μακριά έχει φτάσει η
εφεύρεση του Γουτεμβέργιου. «Αυτές οι μηχανές μπορούν να στοιχειοθετήσουν μέχρι
τρία εκατομμύρια γράμματα και σύμβολα την ώρα,» λέει ο Χάλμπεϋ. «Στην εποχή του
Γουτεμβέργιου τα τυπογραφικά στοιχεία τα ξαναέχυναν και τα ξαναστοιχειοθετούσαν
πάλι και πάλι. Τώρα, μια καθοδική ακτίνα συνθέτει τα γράμματα χρησιμοποιώντας
φωτεινές κηλίδες. Αλλά, μέχρι σήμερα, οι βασικές αρχές της τυπογραφίας
παραμένουν εκείνες που εφεύρε ο Γουτεμβέργιος εδώ και πάνω από πεντακόσια
χρόνια.»
Επιλογές από το RD