Fort de Kurgansol
ΚΟΥΡΓΚΑΝΣΟΛ
ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΟ ΟΥΖΜΠΕΚΙΣΤΑΝ
Γράφει η Αντουανέτα Καλλέγια, Αρχαιολόγος
Μέχρι πρόσφατα πολύ λίγα
ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό για την παρουσία των Μακεδόνων στην κεντρική Ασία
και την επιρροή πού άσκησε ο ελληνικός πολιτισμός στην περιοχή αυτή. Ασφαλώς,
τα περισσότερα στοιχεία συνδέονται άρρηκτα με τους Καλάς ή Καλάσα, πού κατοικούν
στις κοιλάδες των παραποτάμων του ποταμού Καμπούλ (του αρχαίου Κωφήνα) στο
βορειοανατολικό Αφγανιστάν και θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους των
πολεμιστών του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Γνωρίζουμε επίσης τα
σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα μιας μεγάλης ελληνιστικής πόλης πού ήρθαν στο
φώς στο 'Άι-Χανουμ (πιθανότατα την αρχαία Αλεξάνδρεια Ώξειανή), όπως και τα
άφθονα πολύτιμα ευρήματα πού έδωσαν οι ανασκαφές στην έλληνοβακτριανή νεκρόπολη
Τιλλιά Τεπέ (στο σημερινό Τουρκμενιστάν), τα όποια όμως έπεσαν θύματα των
πολεμικών συρράξεων και λεηλασιών στην περιοχή του βόρειου Αφγανιστάν και από
το 1996 μάς είναι πλέον γνωστά μόνο από τις δημοσιεύσεις του αρχαιολόγου
Βίκτωρα Σαριγιαννίδη.
Η παρουσία του Μεγάλου
Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία και οι επιρροές της εξάπλωσης του ελληνικού
πολιτισμού στην περιοχή αποτέλεσαν το θέμα μιας έκθεσης πού άνοιξε τις πύλες
της στο Μουσείο του Μάνχαϊμ στις 2 "Οκτωβρίου 2009 και μάς έδωσε την
δυνατότητα να γνωρίσουμε ένα μοναδικής ιστορικής αξίας μνημείο: το οχυρό στο
Κουργκανσόλ. Ή έκθεση, πού εστίασε στην ιστορική παρουσία και την πολιτιστική
κληρονομιά του Αλέξανδρου στην Ανατολή, παρέμεινε στο Μάνχαϊμ μέχρι τις
21/2/2010, ενώ από τις 3/12/2010 και μέχρι τις 3/5/2011 τα περίπου 400 ευρήματα
των Μακεδονικών χρόνων από μουσεία της Ρωσίας, του Ουζμπεκιστάν, του
Τατζικιστάν, του Αφγανιστάν και του Ιράν εκτέθηκαν στην Μαδρίτη.
Αξίζει να γίνει μια
ιδιαίτερη αναφορά στα λόγια του δρα Michael Jellenbach, υποδιευθυντή του
Μουσείου Μάνχαϊμ, σχετικά με την σημασία της έκθεσης αυτής. Λέει ο δρ Telienbacn:
«Δεν πρόκειται άπλα και μόνο για μια έκθεση με θέμα τον Αλέξανδρο. Βεβαίως
ξεκινά με το Ιστορικό αυτό πρόσωπο, την εκστρατεία του και την κατάκτηση αυτού πού
υπήρξε ο μέχρι τότε γνωστός κόσμος. Ωστόσο, πρόκειται παράλληλα και για το αποτέλεσμα
πού προέκυψε από την εκστρατεία αυτή: για τον Ελληνισμό στην Ανατολή. Η
εκστρατεία του ήταν παράλληλα και μια επιστημονική αποστολή. Ο Αλέξανδρος πήρε
μαζί του επιστήμονες, βοτανολόγους, μηχανικούς, εξερευνητές και γεωγράφους. Εξ
άλλου, θα πήγαινε μέχρι τα πέρατα του κόσμου».
Βακτριανή
και Σογδιανή: τα βορειοανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου
Η εμπνευσμένη εκστρατεία του
Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αχανούς
αυτοκρατορίας. Η «οικουμένη» του περιέκλειε την Ελλάδα, πολύ μεγάλο τμήμα της
χερσονήσου του Αίμου, την Μικρά Ασία, την Αίγυπτο μέχρι το ιερό του Άμμωνος
Διός στην όαση Σίβα και τους καταρράκτες της Συήνης στα νότια, την σημερινή
συροπαλαιστινιακή ζώνη, ολόκληρη την Μεσοποταμία, ολόκληρη την Περσία, ολόκληρο
το σημερινό Αφγανιστάν, σχεδόν ολόκληρο το σημερινό Πακιστάν και τμήματα του
νότου του Ουζμπεκιστάν και του Τατζικιστάν.
Κυρίαρχη θέση στις
ανατολικές σατραπείες της αυτοκρατορίας κατέχει ο ορεινός όγκος του Ινδικού
Καυκάσου, ο Παροπάμισος των Ελλήνων, πού σήμερα ονομάζεται Ίνδοκούς ή Χιντού
Κούς. Είναι ένα μεγάλο ορεινό σύνολο των Δυτικών Ιμαλαΐων, μήκους 1.600
χιλιομέτρων, του οποίου οι ορεινές διαβάσεις είχαν ανέκαθεν στρατηγική σημασία,
επειδή εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη διακίνηση πληθυσμών και προϊόντων και τον
έλεγχο των οδών επικοινωνίας.
Στο βορειοανατολικό άκρο της
αυτοκρατορίας εκτείνονται η Βακτριανή και η Σογδιανή. Τα μεταξύ τους σύνορα δεν
ήταν πάντοτε σαφή και πολύ συχνά η περιοχή θεωρήθηκε ως μια ενιαία χώρα. Ωστόσο,
οι πηγές τις αναφέρουν χωριστά και η αρχαιολογία έδειξε ότι το οχυρό πού
βρέθηκε στο σημερινό Ντερμπέντ στο Νταγκεστάν και το οποίο ταυτίζεται
πιθανότατα με την Σογδιανή Πέτρα των πηγών, αποτελούσε το μεταξύ τους όριο.
Αυτή η τοποθεσία αποτέλεσε την ύστατη γραμμή άμυνας των Σογδίων στον Αλέξανδρο,
το σημείο στο οποίο είχαν καταφύγει με τις οικογένειες τους την άνοιξη του 327
π.Χ. Η κατάληψη του, με θαυμαστό τρόπο, από τους «ιπτάμενους στρατιώτες» του μακεδονικού
στρατού, είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίσει ο Αλέξανδρος την κόρη του τοπικού άρχοντα
Οξυάρτη, Ρωξάνη, να την ερωτευτεί και να την κάνει νόμιμη σύζυγο του.
Η Βακτρία ή Βακτριανή ήταν
μια περιοχή εξαιρετικά εύφορη, αφού την διέρρεε ο ποταμός Ώξος (σημ. Αμού-Νταριά),
άλλα είχε και μεγάλα τμήματα άγονης γης καλυμμένης με άμμο. Στα καλλιεργήσιμα
εδάφη της υπήρχαν εξαιρετικές φυτείες οπωροφόρων, αμπελώνες και ορυζώνες.
Σήμερα τα εδάφη της μοιράζονται ανάμεσα στο Ουζμπεκιστάν και το βόρειο
Αφγανιστάν. Πρωτεύουσα της ήταν τα Βάκτρα ή Ζαρίασπα, πολύ σημαντικό εμπορικό
κέντρο της περιοχής και σταθμός των καραβανιών, τα ερείπια του οποίου σώζονται
κοντά στο Μπάλχ του Αφγανιστάν. Εξ ίσου μεγάλη πόλη ήταν η Αλεξάνδρεια Ωξειανή
(πιθανότατα το σημερινό 'Άι-Χανούμ στο Αφγανιστάν) και σημαντικότατα φρούρια η
'Άορνος (σημ. Τάς-Κουργκάν) και τα Δράψακα (σημ. Κοντούζ). Οι ανασκαφές
αποκάλυψαν δυο πολύ σημαντικές τοποθεσίες. Η
μία είναι το Τερμέζ, στο σημείο όπου ο ποταμός Ώξος δέχεται τα νερά του
Σουρχάν-Νταριά. Αραβικές πηγές το αναφέρουν ως Τέρμιτα και αποδίδουν την ίδρυση
του στον Αλέξανδρο. Η δεύτερη είναι το Καμπιρ Τεπέ, λίγο δυτικότερα του Τερμέζ
και επάνω στον ρου του Ώξου. Εκεί είχε ιδρυθεί ένας Ελληνικός εμπορικός σταθμός
έκτασης περίπου 40 στρεμμάτων, πού διέθετε και στρατιωτικό οχυρό και είχε
διάρκεια ζωής από τον 3ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Ο Πέρσης συγγραφέας του
15ου αιώνα Knafiz-i-Abrou του αποδίδει την ελληνική ονομασία Πανδοχείον, η
όποια συνάδει απόλυτα με τον χαρακτήρα της εκεί εγκατάστασης. Ανάμεσα στα
πλούσια ευρήματα περιλαμβάνονται αξιοσημείωτη ποσότητα νομισμάτων των Ελλήνων
ηγεμόνων, μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι κα[ ποικιλία αγγείων καθημερινής χρήσης,
ειδώλια, κλειδιά και ένα όστρακο αγγείου πού έφερε χάραγμα γραμμένο στα
Ελληνικά. Δυστυχώς, τμήματα των κτηρίων ξεπλύθηκαν από τα νερά του ποταμού
Ώξου.
Η Σογδιανή εκτεινόταν στα
βόρεια της Βακτριανής, ανάμεσα στην οροσειρά της Παραιτακηνής (σημ. Χισσάρ) στα
ανατολικά, τον ποταμό Ίαξάρτη (σημ. Σύρ-Νταριά) στα βόρεια και την χώρα των
Μασσαγετων στα δυτικά, στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Ζεραφσάν (του αρχαίου
Πολυτίμητου) στο Ουζμπεκιστάν. Ήταν ουσιαστικά μια συνοριακή ζώνη, πέρα από τα
βόρεια όρια της όποιας απλωνόταν η χώρα των Σκυθών: επάνω στην συνοριακή γραμμή
υπήρχαν οχυρά όπως οι Μεμακηνοί. Σήμερα τα εδάφη της μοιράζονται ανάμεσα στο Ουζμπεκιστάν
και το Τατζικιστάν. Πρωτεύουσα της ήταν τα Μαράκανδα (σημ. Σαμαρκάνδη στο Ουζμπεκιστάν)
και άλλες πόλεις της τα Ναύτακα (σημ. Σαχρ-ι-Σάμζ στο Ουζμπεκιστάν), ή Ξενίππα
(πιθανώς το σημερινό Καρσί στο Ουζμπεκιστάν), ή Κυρόπολη (σημ. Ούρά-Τιουμπέ στο
Τατζικιστάν), οι Γάβες (ίσως η Ίδια με την Γάζα) και η Αλεξάνδρεια Έσχατη (σημ.
Χοτζέντ στο Ουζμπεκιστάν) στις όχθες του ποταμού Ίαξάρτη (σημ. Σύρ-Νταριά).
Μετά τον θάνατο του
Αλέξανδρου οι ανατολικές σατραπείες πέρασαν στο βασίλειο των Σελευκιδών. Το
321, η Βακτρία ενώθηκε με την Σογδιανή σε μία σατραπεία υπό τον Κύπριο
Στασάνορα. Σύντομα ανεξαρτητοποιήθηκε (τυπικά μόνο το 239/8) και αποτέλεσε τον
πυρήνα ενός ελεύθερου ελληνιστικού κράτους στην καρδιά της Ασίας, με μεγάλη
ακτινοβολία. Τα εξαίρετα νομίσματα της κοσμήθηκαν με τις μορφές των ελληνικών
θεών και των ηγεμόνων της και αποτέλεσαν ξεχωριστά έργα Ελληνικής τέχνης στην
καρδιά της Ασίας. Το βασίλειο έφθασε στην ακμή του από τα τέλη τού 3ου ως τα
μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, επί Διόδοτου Α', Ευθύδημου και Δημητρίου Α', οπότε
ενσωμάτωσε τις γειτονικές σατραπείες Μαργιανή, Αρεία, Αραχωσία και Δραγγιανή. Το
Αποκόρυφο της ισχύος του συμπίπτει με την εποχή του Μενάνδρου, βασιλιά της
Βακτρίας και της Ινδίας. Ο Μένανδρος επέκτεινε την εξουσία του μέχρι τα
Παλίβοθρα (σημ. Παταλίπουτρα), την Ιερή πόλη των Ινδών στον ποταμό Γάγγη, άλλα
μετά τον θάνατο του οι ανατολικές κτήσεις χάθηκαν σταδιακά και το κράτος του
καταλήφθηκε από Σάκες και άλλους νομαδικούς λαούς των στεπών της νότιας Ρωσίας
μέσα στον 1ο π.Χ. αιώνα.
Η
οικοδομική πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Καθ' όλη την διάρκεια της
πορείας του, ο Αλέξανδρος είχε ως βασικό άξονα της πολιτικής του την δημιουργία
νέων πόλεων, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως πυρήνες για την διάδοση του
Ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού στα πέρατα του κόσμου. Πολλές από αυτές πήραν
το όνομά του. Βεβαίως, η ενδοξότερη και διαχρονικότερη υπήρξε ή Αλεξάνδρεια της
Αιγύπτου, η πρώτη απ' όλες. Ωστόσο, στην περιοχή του Αφγανιστάν συναντούμε μια σειρά
από Αλεξάνδρειες: Αλεξάνδρεια Χεράτη (σημ. Χεράτ), Αλεξάνδρεια Προφθασία (σημ.
Φαρά), Αλεξάνδρεια επί του Καυκάσου η εν Παροπαμισάδαις (πιθανώτατα το σημερινό
Μπεγκράμ), Αλεξάνδρεια εν Αραχωσία (σημ. Κανταχάρ), Αλεξάνδρεια Μαργιανή (σημ.
Μέρβ), Αλεξάνδρεια επί του Κωφήνος (σημ. Καμπούλ).
Έκτος από τις πόλεις, ό
Αλέξανδρος -ως σώφρων στρατιωτικός ηγέτης- φρόντισε να κατασκευάσει και μια
σειρά από οχυρωμένα φυλάκια, τα οποία θα του εξασφάλιζαν τις επικοινωνίες και τον
ανεφοδιασμό, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές όπως ήταν η Βακτριανή και η
Σογδιανή. Φρουρές τοποθετήθηκαν και σε καίρια περάσματα όπως στην Άορνο, την
Σογδιανή Πέτρα και τα Δράψακα. Στην προσπάθεια του να συλλάβει τον δολοφόνο του
Δαρείου, Βήσσο, ο Αλέξανδρος πέρασε την ορεινή διάβαση Χαουάκ στον Παροπάμισο.
Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα του στρατού του στα Δράψακα, διάβηκε τον ποταμό
Ωξο, κατέλαβε διαδοχικά τήν 'Άορνο και τά Βάκτρα και κινήθηκε προς τα
Μαράκανδα. Ακολούθησε η πορεία μέχρι την Αλεξάνδρεια Έσχατη και η επιστροφή
-μέσω της Σογδιανής Πέτρας-στα Βάκτρα, τον χειμώνα του 329/8 π.Χ. Εκεί ανασυνέταξε
τις δυνάμεις του και την άνοιξη του 328 π.Χ. ανανέωσε τις επιθέσεις στην
Σογδιανή, αφού πρώτα είχε κατασκευάσει μια σειρά έξι οχυρών στην πορεία του
Ώξου. Όντως, στην δυτική όχθη του ποταμού έχουν βρεθεί κατάλοιπα πολλών
ελληνικών οχυρών της εποχής του Αλέξανδρου.
Το
οχυρό Κουργκανσόλ
Το οχυρό που ανακαλύφθηκε
στο Κουργκανσόλ, κοντά στο Μπαϊσούν του Ουζμπεκιστάν, ήταν ένα από τα έξι οχυρά
πού κατασκεύασε ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την διάρκεια της εκστρατείας της
άνοιξης του έτους 328 π.χ. Η φυσικά οχυρή θέση στην οποία εντοπίστηκε είναι ένα
βραχώδες έξαρμα πού δεσπόζει σε ένα πέρασμα ανάμεσα στα βουνό (πιθανώς κοντά στις
Σιδηρές Πύλες του Ντερμπέντ), το όποιο είναι βέβαιο ότι διάβηκε ο Αλέξανδρος με
τον στρατό του, βαδίζοντας από τα Βάκτρα προς τα Ναύτακα και τα Μαράκανδα.
Η θέση του Κουργκανσόλ
αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 2003-04 από τον αρχαιολόγο Λεονίντ Σβέρτσκοβ, ο
οποίος πραγματοποίησε τις πρώτες ανασκαφές. Αργότερα, η ανασκαφή συνεχίστηκε από
ομάδα Γερμανών και Ουζμπέκων αρχαιολόγων, σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό
Ινστιτούτο Ευρασίας και με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Curt Engelhorn.
Πρόκειται για ένα οχυρό
σχεδόν κυκλικής κάτοψης και διαμέτρου 35 μέτρων, με ισχυρά τείχη αρχικού ύψους
3 μέτρων (σήμερα σώζονται τα 2,5 μέτρα) και πάχους σχεδόν 4 μέτρων, ενισχυμένα
με έξι στρογγυλούς πύργους, οι οποίοι προστάτευαν την ανατολική και την βόρεια
πλευρά του βράχου, πού ήταν πιο ευπρόσβλητες. Η είσοδος στο οχυρό βρισκόταν στον
Βορρά, μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου πύργου από δεξιά. Μια βαθειά τάφρος
έξω από το οχυρό το διαχώριζε από τον μικρό γειτονικό οικισμό, πού σήμερα είναι
χωμένος κάτω από σπίτια.
Στο εσωτερικό του τείχους ήταν
προσκολλημένα μια σειρά δωματίων και σε ένα από αυτά βρέθηκε ένα μοναδικό
εύρημα: ένας πήλινος λουτήρας, συνδεδεμένος με αγωγούς νερού και τμήματα αποχετευτικού
δικτύου. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησαν οι Γερμανοί αρχαιολόγοι του οχυρού, με
επικεφαλής τον δρα Nikolaus Boroffka,
η παρουσία του λουτήρα και του συνοδευτικού συστήματος υδροδότησης σε αυτό το
σημείο ερμηνεύεται μόνο μέσα από την παρουσία των φορέων του Ελληνικού πολιτισμού
στην περιοχή αύτη της Κεντρικής Ασίας.
Εκτός από τον λουτήρα, το
οχυρό έδωσε και άλλα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα, όλα Ελληνικής τεχνοτροπίας.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απουσιάζουν παντελώς τα περσικής τεχνοτροπίας αντικείμενα,
αν και η περιοχή άνηκε στην πάλαι ποτέ κραταιά Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Στα
δυτικά της πύλης βρέθηκαν σωροί πινακίων, αγγεία πόσης, ένας ηθμός και μία εστία
μαγειρέματος, γεγονός πού χαρακτηρίζει το δωμάτιο ως μαγειρείο - τραπεζαρία. Ακριβώς
απέναντι από την πύλη, ένα δωμάτιο πού χαρακτηρίστηκε «Διοικητήριο» περιείχε
μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια για την φύλαξη τροφίμων. Ωστόσο, ίσως το πιο σημαντικό
εύρημα χαρακτηρίστηκε τμήμα από καμένο ξύλινο πάσσαλο πού θα στήριζε την οροφή
ενός δωματίου. Το εύρημα υποβλήθηκε σε έλεγχο με την μέθοδο της δενδροχρονολόγησης,
η οποία έδειξε ότι το δένδρο από το οποίο προήλθε είχε κοπεί το έτος 328 π.χ. Επιβεβαιώνεται
έτσι ότι το Κουργκανσόλ (του οποίου το αρχαίο Ελληνικό όνομα προς το παρόν αγνοείται)
οικοδομήθηκε από τον Μεγάλο 'Αλέξανδρο. Με βάση την τυπολογία τών υπόλοιπων ευρημάτων
συμπεραίνουμε ότι η ζωή στο οχυρό διατηρήθηκε μέχρι τον 2ο π.Χ. αιώνα, οπότε η
Βακτριανή και η Σογδιανή καταλήφθηκαν από νομαδικούς λαούς των στεπών.
Για περισσότερα στοιχεία
διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο περιοδικό ΙΧΩΡ τ.121 του Νοεμβρίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου