ΚΙΟΥΡΤΟΣ:
Ο ΚΛΩΒΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ
Γράφει ο Κωστής Γεώργας
Ήταν γύρω στο 1985, όταν
στο λιμάνι της Ιθάκης μπήκαν δύο ψαρόβαρκες από την Κάλυμνο. Ήταν σκαριά
υδραίικα, αυτό το είδος της βάρκας που λέγεται «μπότης». Δεν έφταναν ούτε τα 7
μέτρα σε μήκος έδειχναν εξαιρετικά αξιόπλοες, σκαριά που τα έβγαζαν πέρα ακόμη
και σε χοντρούς καιρούς. Οι τέσσερις άντρες που τα επάνδρωναν έμοιαζαν
θαλασσινοί από τα γεννοφάσκια τους, ηλιοκαμένοι και τραχείς, φαίνονταν από
μακριά ότι είχαν περάσει τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα. Έδεσαν μπροστά στο
ψαράδικο κι άρχισαν να βγάζουν στο μουράγιο δυο δυο τα τελάρα με τα ψάρια. Και
τι ψάρια! Ούγενες, τεράστιες ούγενες, ένα είδος που δεν πιάνεται ούτε στα δίχτυα
ούτε στα παραγάδια. Μα πώς τα είχαν ψαρέψει;
Στην πλώρη της μιας βάρκας
υπήρχε η απάντηση στον γρίφο. Ένας κιούρτος από γαλβανισμένο σύρμα ήταν δεμένος
στο ρέλι. Μα ήταν δυνατόν; Τον κιούρτο τον ξέραμε στα Επτάνησα σαν εργαλείο για
μικρά ψάρια, το πολύ πολύ να έμπαινε κανένας κέφαλος. Το ζήτημα με ενδιέφερε
πάρα πολύ, έπρεπε να μάθαινα το μυστικό. Από κουβέντες της πιάτσας
πληροφορήθηκα ότι οι Καλύμνιοι χρησιμοποιούσαν για δόλο ένα θαλασσινό χορτάρι,
ένα πράγμα σαν σφουγγάρι που τρέλαινε τις ούγενες και μόνον αυτές. Κάποια
στιγμή ενώ ψάρευα είδα έναν από τους κιούρτους των Καλύμνιων και πήρα ένα
κομμάτι από το δόλωμά τους. Δεν το είχα ξαναδεί όμως, σίγουρα δεν υπήρχε στα
μέρη μας.
Εκ των υστέρων έμαθα ότι
επρόκειτο για το γνωστό πια «αρικέλι» ή «σακούλι» στην καλυμνιώτικη διάλεκτο,
ένα σπογγοειδές που φυτρώνει σε σημεία όπου εκβάλλουν ποταμοί ή υπάρχουν
γενικώς γλυκά νερά. Βρήκα και κάποια σημεία στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας όπου
υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες κι έτσι ξεκίνησε για μένα το κεφάλαιο «κιούρτος»
στην αλιευτική μου καριέρα.
Το
πρώτο στάδιο κατασκευής
Πέρασα τον επόμενο χειμώνα
πλέκοντας κιούρτους από σύρμα. Έμαθα την τέχνη μόνος μου, παρατηρώντας ένα
παλιό κοφινέλο που μου παραχώρησε ένας ψαράς. Δεν ήταν δύσκολο, αλλά ήθελε
πολλή υπομονή, χρειάζονται περίπου 700 δεσίματα για να ολοκληρωθεί και μου
έπαιρνε δυο μέρες για τον καθένα. Στήριζα όμως πολλές ελπίδες σε αυτό το
ψάρεμα, κι έτσι στις αρχές της επόμενης άνοιξης είχα περί τα 20 κομμάτια.
Γεμάτος προσδοκίες ξεκίνησα μια μέρα του Απρίλη για τον Μύτικα, βρήκα το δόλωμα
και γύρισα στην Ιθάκη, για να ρίξω τα καλάθια μου σε μέρη που ήξερα ότι υπήρχαν
πολλές ούγενες. Την επομένη έπιασα μία! Καλά που πιάστηκε κι αυτή, γιατί αλλιώς
θα πίστευα ότι λάθος σφουγγάρι είχα χρησιμοποιήσει… Κατάλαβα ότι έφταιγε η
εποχή, θυμήθηκα πως οι Καλύμνιοι είχαν φέρει τα πολλά ψάρια Αύγουστο μήνα,
μέρες με μπουνάτσα και πολλή ζέστη. Δεν είχα παρά να περιμένω. Πραγματικά, με
τον ερχομό της ζέστης του καλοκαιριού άρχισα να πιάνω ψάρια, που με κανένα άλλο
εργαλείο δεν πιάνονταν. Τεράστιες, μαύρες ούγενες, ξεδοντιασμένες, που δεν τις
έβλεπα ποτέ όταν ψάρευα με ψαροντούφεκο. Έπιανα ψάρια που ζούσαν, αναπαράγονταν
και πέθαιναν από γηρατειά, δεν είχα ανταγωνιστές σε όλη την Επτάνησο κι αυτό
ήταν θαυμάσιο, είχα ανακαλύψει μια τέχνη που θα μου έδινε για χρόνια το
μεροκάματο, και μάλιστα με έναν τρόπο που μου ταίριαζε. Για να τοποθετηθεί αλλά
και να ανελκυστεί ο κιούρτος χρειαζόταν βουτιά κι έτσι πάντα βρισκόμουν στο
στοιχείο μου και δεν έχανα την επαφή με την άπνοια.
Είναι ένα ψάρεμα που συναρπάζει,
ειδικά τη στιγμή που ανακαλύπτεις με το βλέμμα το καλάθι στον βυθό και
προσπαθείς να καταλάβεις πόσα ψάρια έχει μέσα. Το ρεκόρ μου ήταν 17 ψάρια σε
ένα καλάθι, αν και τις επιδόσεις των Καλύμνιων ποτέ δεν τις πλησίασα.
Κιούρτος
ο κλωβός του βυθού και η ολοκλήρωσή του
φωτογραφίες: Νίκος Λυμπερόπουλος
Έτυχε μέρα που ακούμπησαν
στο μουράγιο τελάρα με 120 κιλά, εγώ έπιανα συνήθως γύρω στα 10 κιλά και στις
εξαιρετικές μέρες προσέγγιζα τα 20. Ήταν βέβαια με δύο βάρκες εκείνοι, άρα
είχαν και υπερδιπλάσιο αριθμό κιούρτων. Κυρίως όμως πίστευα πως γνώριζαν
επιμέρους μυστικά που εγώ, ως αυτοδίδακτος, ποτέ μου δεν θα μάθαινα. Ακόμα κι
έτσι όμως, το μεροκάματο μπορούσα να το βγάζω. Πέρασαν χρόνια από τότε και
μόλις την τελευταία τριετία ανακάλυψα ότι ο κιούρτος δουλεύει και με άλλα δολώματα,
πιάνοντας μάλιστα άλλα είδη ψαριών. Εκτός από τις ούγενες, λοιπόν, τα τελευταία
χρόνια πιάνω σταθερά και ροφούς, μεγάλες στήρες, τσιπούρες, σάλπες, μελανούρια,
μπάφες και πάρα πολλούς σαργούς. Μέχρι και δίκιλο λαβράκι έπιασα φέτος. Είναι
το ψάρεμα που μου δίνει αισιοδοξία για τα χρόνια που οι δυνάμεις μου θα
αρχίσουν να με εγκαταλείπουν και δεν θα μπορώ να ψαρεύω πια εκεί που κάποτε
βούταγα με ευκολία.
Κι είναι ένα ψάρεμα
αρχαίο, παραδοσιακό, που προέκυψε από τον προβληματισμό του καμακιστή που
έβλεπε τεράστια κοπάδια κάτω από τα πόδια του και δεν μπορούσε να πιάνει παρά
μόνο ένα την κάθε φορά. Βρήκε τον τρόπο και τα έβαλε όλα σε ένα καλάθι, λοιπόν,
αφήνοντας απέξω τα μικρά, χωρίς να ρυπαίνει το περιβάλλον.
Ενα ψάρεμα «καθαρό»,
επιλεκτικό, προϊόν της σοφίας των ψαράδων της Μεσογείου. Το φτηνότερο όλων των
εργαλείων και το αποδοτικότερο σε σχέση με το κόστος κατασκευής του, που
προσεγγίζει την τιμή αγοράς μιας κουλούρας από σύρμα!
Το
μειονέκτημα
Έχει ένα σημαντικό
μειονέκτημα ο κιούρτος. Καθώς τοποθετείται σε σχετικά μικρό βάθος,
ανακαλύπτεται και κλέβεται εύκολα από τους ψαροντουφεκάδες. Έχω κατά καιρούς,
λοιπόν, υποστεί σημαντικές απώλειες, τόσο ψαριών όσο και εργαλείων. Το έχω
πάρει απόφαση, ωστόσο, και προσπαθώ να μη στενοχωριέμαι όποτε χάνω κιούρτο. Αν
έριχνα παραγάδια, όλο και κάποιο θα σκάλωνε και θα έμενε στον βυθό. Έτσι,
λοιπόν, θεωρώ δεδομένο ότι κάθε σεζόν θα χάσω μερικούς κιούρτους. Δεν είναι,
βέβαια, θεμιτό πράγμα η κλοπή, αλλά μπορώ να κατανοήσω τον πειρασμό που
αισθάνεται εκείνος που κολυμπάει επί ώρες χωρίς να έχει πιάσει τίποτα και
ξαφνικά βλέπει κάτω από τα πόδια του 5-6 «έτοιμους» σαργούς! Δεν με νοιάζει για
τα ψάρια, αλλά συνήθως μου παίρνουν και τον κιούρτο, που μου έχει πάρει δυο μέρες
να φτιαχτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου