Οι Κιουρί και η ανακάλυψη του ραδίου
ΤΗΣ
ΕΥΑΣ ΚΙΟΥΡΙ
Το φθινόπωρο του
1891, μια νεαρή Πολωνέζα, που ανήκει
στους «εμιγκρέδες» του Παρισιού, γράφεται στη Σχολή Επιστημών της Σορβόννης.
Την λένε Μαρί Σκλοντόφσκα. Συχνά, οι σπουδαστές, συναντώντας το ντροπαλό αυτό
κορίτσι με το πεισματικά θεληματικό πρόσωπο και το αυστηρό φτωχικό ντύσιμο στους
διαδρόμους της Σχολής, που αντιγυρίζουν την ηχώ της φωνής τους, ρωτούν: «Ποια
είναι;» Η απάντηση έρχεται αόριστη: «Κάποια ξένη, μ' ένα απίθανο όνομα... Στο
μάθημα της Φυσικής κάθεται πάντα στην πρώτη σειρά.» Τα μάτια των αγοριών
ακολουθούν τη χαριτωμένη σιλουέττα που διασχίζει το διάδρομο. «Τι όμορφα
μαλλιά!» Για τους φοιτητές της Σορβόννης,
αυτά τα σταχτόξανθα μαλλιά και το μικρό σλάβικο κεφαλάκι θα είναι, για
καιρό, τα μοναδικά στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητας της δειλής
συντρόφισσας τους.
Οι νεαροί, ωστόσο, είναι
ό,τι λιγότερο ενδιαφέρει τούτη την κοπελιά. Ολοκληρωτικά μαγεμένη απ' τις
σπουδές της, μελετάει μέσα σε μιαν έξαψη σχεδόν πυρετική. Γι' αυτήν, κάθε στιγμή
που δεν την αφιερώνει στην επιστήμη της, είναι μια στιγμή χαμένη.
Μην έχοντας το θάρρος να
πιάσει φιλίες με Γάλλους, η Μαρί Σκλοντόφσκα καταφεύγει στους συμπατριώτες της,
που η παροικία τους είναι ένα μικρό νησάκι ελεύθερης Πολωνίας στο παρισινό Καρτιέ
Λατέν. Ζει εκεί, ανάμεσα τους, τη λιτή ζωή μιας μοναχής, δοσμένη αποκλειστικά
στη μελέτη. Το εισόδημα της, που το αποτελούν οι οικονομίες της από την
εποχή που δούλευε γκουβερνάντα στην Πολωνία, και τα
μικροποσά που καταφέρνει να της στέλνει ο πατέρας της, καθηγητής
μαθηματικών, δεν είναι παρά 40 ρούβλια το μήνα. Απ' αυτά - που ισοδυναμούν με
τρία γαλλικά φράγκα την ημέρα - πρέπει να πληρώσει το νοίκι της κάμαρας της, να
φάει, να ντυθεί, και ν' αντιμετωπίσει τα έξοδα του πανεπιστημίου. Αποφασιστικά,
απαγορεύει στον εαυτό της κάθε παρέκκλιση απ' το πρόγραμμα της, διαγράφει απ'
τη ζωή της όλες τις παρέες και τις φιλικές συγκεντρώσεις, και περιχαρακώνεται
σ' ένα δικό της σπαρτιάτικο κόσμο, παράξενο, σχεδόν απάνθρωπο. Δεν θέλει να
παραδεχτεί πως μπορεί να κρυώνει ή να πεινάει. Για να μην αγοράζει κάρβουνα,
συχνά δεν ανάβει τη μικρή της σομπίτσα. Αραδιάζει στο χαρτί αριθμούς και
εξισώσεις, δίχως να νιώθει καν πως τα δάχτυλα της είναι μουδιασμένα απ' την
παγωνιά και πως οι ώμοι της τρέμουν. Για βδομάδες ολόκληρες, δεν τρέφεται παρά
με βουτυρωμένο ψωμί και τσάι.
Κι όταν αποφασίζει να
προσφέρει στον εαυτό της ένα γιορταστικό γεύμα, τότε αγοράζει δυο αυγά, μια
σοκολάτα ή λίγα φρούτα.
Μ' ένα τέτοιο διαιτολόγιο,
το δροσάτο, γερό κορίτσι που άφηνε την Βαρσοβία λίγους μήνες νωρίτερα, στο
Παρίσι γρήγορα γίνεται αναιμικό. Δεν είναι λίγες οι φορές που, καθώς πάει να
σηκωθεί απ' το τραπέζι, νιώθει το κεφάλι της να γυρίζει. Μόλις που προλαβαίνει
να φτάσει μέχρι το κρεβάτι της, πριν σωριαστεί λιπόθυμη. Ξαναβρίσκοντας τις
αισθήσεις της, αναρωτιέται γιατί χάνει κάθε τόσο τον κόσμο απ' τα μάτια της...
Δίνει την εξήγηση πως θα πρέπει να είναι άρρωστη, μα παραμερίζει με περιφρόνηση
και την αρρώστια, όπως κάθε τι που θα μπορούσε να γίνει εμπόδιο στη μελέτη της.
Κι ούτε μια φορά δεν της περνάει απ' το νου, πως το μόνο απ' το οποίο υποφέρει
είναι η πείνα.
Ο
Πιέρ Κιουρί
Τον έρωτα και το γάμο, η Μαρί
τα είχε κι αυτά διαγράψει απ' τη ζωή της. Κυριευμένη απ' το πάθος της επιστήμης
ήθελε, στα εικοσιέξι της χρόνια, να διαφυλάξει με κάθε θυσία την ανεξαρτησία
της. Ως την ημέρα που γνώρισε τον Πιέρ Κιουρί.
Γάλλος, ανύπαντρος στα 35
του, ο Πιέρ ήταν μια επιστημονική ιδιοφυΐα που είχε ολοκληρωτικά αφιερώσει το
είναι του στην έρευνα. Ψηλός, με μακριά αισθαντικά χέρια και ένα άγριο γενάκι,
είχε μια έκφραση σπάνιας εξυπνάδας και αξιοπρέπειας.
Η πρώτη τους συνάντηση
έγινε το 1894, στο εργαστήριο, κι αμέσως μια αμοιβαία συμπάθεια τους έφερε
κοντά. Ο Πιέρ Κιουρί έβρισκε αυτήν τη σιωπηλή Μαντεμουαζέλ Σκλοντόφσκα ένα
εκπληκτικό, πράγματι, πλάσμα. Ήταν τόσο παράξενο να μιλάς με μια τόσο νέα και
γοητευτική γυναίκα, χρησιμοποιώντας τεχνικούς όρους και περίπλοκους
επιστημονικούς τύπους... Μα συνάμα ήταν και μια εμπειρία τόσο γλυκιά: Η ματιά
του Πιέρ πλανιόταν απ' τα σταχτόξανθα μαλλιά της Μαρίς και το ψηλό μέτωπο της,
στα χέρια της που ήταν κιόλας σημαδεμένα από τα οξέα των εργαστηριακών
πειραμάτων. Ένιωθε να τον αναστατώνει η φυσική χάρη της, που η έλλειψη κάθε
κοκετταρίας την υπογράμμιζε ακόμα περισσότερο.
Με ευγενική επιμονή, ο
νέος προσπάθησε να κερδίσει τη φιλία της Μαρίς. Της ζήτησε την άδεια να την
επισκεφτεί. Φιλικά, μα πολύ συγκρατημένα, εκείνη τον δέχτηκε στη μικρή
καμαρούλα της. Με την καρδιά σφιγμένη μπροστά σε τόση φτώχεια, ο Πιέρ δεν
μπόρεσε να μην σκεφτεί πόσο λεπτή αρμονία υπήρχε ανάμεσα στο πρόσωπο που
κατοικούσε εκεί και στο σκηνικό: Μέσα σε τούτη την σχεδόν άδεια σοφίτα, η Μαρί,
με το τριμμένο της φόρεμα και το φλογερό, θεληματικό πρόσωπο της, του φάνηκε
πιο όμορφη παρά ποτέ. Εκείνο που τον γοήτευε δεν ήταν μονάχα η ολόψυχη αφοσίωση
της στη δουλειά της, μα και το κουράγιο της, η ευγένεια της. Η χαριτωμένη,
δειλή αυτή κοπέλα ήταν προικισμένη με τον δυνατό χαρακτήρα και τις αρετές ενός άντρα,
πραγματικά μεγάλου.
Σε λίγους μήνες, ο Πιέρ
Κιουρί ζήτησε από την Μαρί να γίνει γυναίκα του. Όμως, το να παντρευτεί έναν
Γάλλο, ν' αφήσει την οικογένεια της για πάντα και να εγκαταλείψει την αγαπημένη
της, βασανισμένη Πολωνία, μοιάζει στη συνείδηση της Δεσποινίδας Σκλοντόφσκα
κάτι σαν πράξη εσχάτης προδοσίας. Για ν' αποδεχτεί η ξεροκέφαλη Πολωνέζα την
ιδέα του γάμου, θα χρειαστεί να περάσουν δέκα ολόκληροι μήνες.
Σ' ένα γράμμα της, η Μαρί
ανακοινώνει σε μια παιδική της φίλη τη μεγάλη απόφαση της:
Όταν
θα πάρεις το γράμμα μου, η Μάνια σου θα λέγεται πια αλλοιώς. Παντρεύομαι
εκείνον για τον οποίο σου έκανα λόγο, πέρυσι, στην Βαρσοβία. Το γεγονός ότι θα
μείνω για πάντα στο Παρίσι είναι οδυνηρό για μένα, τι να γίνει όμως; Η μοίρα το
θέλησε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος δεσμός ανάμεσα μας, που να μην μπορούμε ν'
αντέξουμε την ιδέα ενός χωρισμού. Για έναν ολόκληρο χρόνο ταλαντευόμουνα και
δεν ήξερα τι να κάνω. Τελικά, συμβιβάστηκα με τη σκέψη πως θα μείνω εδώ. Γράψε
μου στη διεύθυνση Κα Κιουρί, Σχολή Φυσικής και Χημείας, οδός Λομόντ 42. Αυτό θα είναι τ' όνομα μου από
δω και πέρα. Ο άντρας μου είναι καθηγητής σ' αυτή τη σχολή. Θα τον φέρω του
χρόνου στην Πολωνία, να γνωρίσει και την πατρίδα μου.
Στην Μαρί αρέσει η ιδέα
ότι αυτός ο γάμος δεν μοιάζει στις λεπτομέρειες του με τους άλλους: Ούτε λευκό νυφικό,
ούτε βέρα, ούτε γαμήλιο γεύμα. Η Μαρί φοράει ένα φουστάνι που της το χάρισε μια
γριά κυρία. «Εκτός απ' το φουστάνι που βάζω καθημερινά, δεν έχω άλλο,» της είχε
πει. «Αν έχετε την ευγενική καλοσύνη να μου δώσετε ένα εσείς, σας παρακαλώ να
είναι σκούρο και πρακτικό, ώστε, μετά, να μπορώ να το φοράω στο εργαστήριο.»
Τις πρώτες μέρες της
κοινής τους ζωής, ο Πιέρ και η Μαρί τις περνούν τριγυρίζοντας την Ιλ ντε Φρανς
πάνω σε δυο ποδήλατα, αγορασμένα με χρήματα που τους έδωσαν σαν γαμήλιο δώρο.
Στις περιπλανήσεις τους αυτές, τρώνε ψωμί, τυρί και φρούτα, σταματούν σε
άγνωστα πανδοχεία και, με αντίτιμο κάμποσες χιλιάδες πεταλιές και ελάχιστα
φράγκα που χρειάζεται να πληρώσουν για κάποιο χωριάτικο κατάλυμα, εξασφαλίζουν
την πολυτέλεια της μοναξιάς για τις γεμάτες
μαγεία μέρες και
νύχτες τους.
Το μικρό διαμέρισμα, στον
αριθμό 24 της Ρυ ντε λα Γκλασιέρ, όπου το νεαρό αντρόγυνο στήνει το σπιτικό
του, είναι ολότελα στερημένο από
ανέσεις, αλλά το ζευγάρι αρνιέται να δεχτεί τα έπιπλα που προσφέρεται να δώσει
ο πατέρας του Πιέρ. Η Μαρί δεν έχει καιρό ούτε για νοικοκυριό, ούτε για
συγυρίσματα. Τα άδεια δωμάτια επιπλώνονται αποκλειστικά με βιβλία, με δυο
καρέκλες και μ' ένα σανιδένιο τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι είναι ακουμπισμένες
πραγματείες Φυσικής, μια λάμπα κι ένα μπουκετάκι λούλουδα. Τίποτε άλλο. Στη θέα
των δυο αυτών μοναδικών καθισμάτων, που βέβαια κανένα τους δεν προορίζεται για
κείνον, ακόμα κι ο πιο τολμηρός επισκέπτης δεν έχει άλλη λύση, παρά να
χαιρετήσει και να φύγει...
Την καθημερινή ζωή της Μαρίς
την κάνει πιο δύσκολη το ότι τώρα, εκτός απ' την άλλη κούραση της, της πέφτουν
επί πλέον οι δουλειές της συζύγου. Στην οδό ντε λα Γκλασιέρ πρέπει να στρωθεί
το κρεβάτι, πρέπει να σκουπιστεί το πάτωμα. Τα ρούχα του Πιέρ πρέπει να είναι
περιποιημένα και το φαί που του μαγειρεύει, να τρώγεται. Η Μαρί σηκώνεται πολύ
νωρίς για να τρέξει για ψώνια. Πάει η εποχή που η Σκλοντόφσκα, δίχως τέτοιες
έγνοιες, δεν ήξερε ούτε τι βάζουν μέσα σε μια σούπα! Ως κυρία Πιέρ Κουρί φιλοτιμείται
να μάθει. Θα ήταν τρομερή ντροπή, βλέποντας μια αποτυχημένη ομελέτα, να σκεφτεί
η πεθερά της, μέσα της, τι στην ευχή του Θεού μαθαίνουν να φτιάχνουν οι κοπέλες
στην Βαρσοβία...
Με τον καιρό, βέβαια, η Μαρί
γίνεται πιο «σοφή» σ' ό,τι αφορά τις δουλειές του σπιτιού. Σκαρφίζεται φαγητά
που δεν χρειάζονται πολλή προετοιμασία ή που «γίνονται μόνα τους». Πριν βγει,
ρεγουλάρει τη φλόγα της φωτιάς με την ακρίβεια φυσικού και με μια τελευταία,
κάπως ανήσυχη, ματιά στη χύτρα κατεβαίνει τρεχάτη τις σκάλες για να προλάβει
τον άντρα της στο δρόμο. Ένα τέταρτο αργότερα, σκυμμένη πάνω από κάποια άλλα
δοχεία, στο εργαστήριο, ρεγουλάρει με τις ίδιες προσεχτικές κινήσεις τη φλόγα
κάτω από έναν βραστήρα πειραμάτων.
Η δεύτερη χρονιά του γάμου
δεν διαφέρει από την πρώτη παρά μόνο σ' ό,τι αφορά την υγεία της Μαρίς, που
αναστατώνεται απ' την εγκυμοσύνη της. Η Μαντάμ Κιουρί, το ήθελε ένα παιδί, μα
την εκνευρίζει που νιώθει τόσο άσχημα ώστε να μην μπορεί να σταθεί μπροστά στα
εργαστηριακά της όργανα για να μελετήσει τον μαγνητισμό του χάλυβα.
Παραπονιέται για όλ' αυτά:
Αγαπημένη
μου Κάζια, γράφει σε μια φίλη της τον Μάρτη του 1897, υποφέρω πάρα πολύ τώρα
τελευταία κι αυτό μου ρουφάει όλη μου την ενεργητικότητα. Θ' αποκτήσω ένα
παιδί, μα αυτή η ελπίδα εκδηλώνεται με μεγάλη σκληρότητα. Είναι τώρα δυο μήνες
που οι ζάλες δεν λένε να μ' αφήσουν, απ' την ώρα που θα ξημερώσει, μέχρι που να
βραδιάσει. Έχω εξαντληθεί κι αδυνατίσει πολύ. Αισθάνομαι πως δεν είμαι ικανή να
δουλέψω κι έχω χάσει το ηθικό μου.
Ίσως θα νόμιζε κανείς πως
ο Πιέρ, λυγίζοντας μπροστά στην κατάσταση της Μαρίς, θ' αποφάσιζε να περάσει
μαζί της έναν ήσυχο καλοκαίρι. Κάθε άλλο! Με την απερισκεψία τρελλών, κι ενώ
εκείνη βρίσκεται στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, οι δυο τους παίρνουν τα
ποδήλατα τους και φεύγουν για την Βρέστη, καλύπτοντας αποστάσεις εξ ίσου
μακρινές όπως άλλοτε. Η Μαρί λέει πως δεν νιώθει καμιά κούραση. Όσο για τον Πιέρ,
έχει μια αόριστη αίσθηση πως η γυναίκα του είναι ένα πλάσμα κατά κάποιο τρόπο
υπερφυσικό, που ξεφεύγει απ' τους ανθρώπινους νόμους.
Πριν περάσει πολύς καιρός,
ωστόσο, αν και αφάνταστα ταπεινωμένη για το γεγονός, η νεαρή γυναίκα
αναγκάζεται ν' αφήσει το ταξίδι στη μέση και να γυρίσει στο Παρίσι, όπου φέρνει
στον κόσμο μια κορούλα: την Ειρήνη, ένα όμορφο μωρό, ένα αυριανό βραβείο
Νόμπελ.
Η σκέψη της επιλογής
ανάμεσα σε μια ζωή οικογενειακή και στην επιστημονική της καριέρα, ούτε που
περνάει απ' το μυαλό της Μαρίς! Κρατά το νοικοκυριό της, πλένει την κορούλα
της, βάζει τα κατσαρολικά της στη φωτιά, μα παράλληλα συνεχίζει να δουλεύει σ'
ένα άθλιο εργαστήριο - βαδίζοντας έτσι, βήμα βήμα, προς την πιο σημαντική
ανακάλυψη της σύγχρονης επιστήμης
.
Η
ανακάλυψη του ραδίου
Στα τέλη του 1897, ο απολογισμός των δραστηριοτήτων της
Μαρίς είναι δυο πανεπιστημιακά πτυχία, το αξίωμα του πανεπιστημιακού εταίρου,
καθώς και μια μονογραφία πάνω στον μαγνητισμό των βαμμένων χαλύβων. Επόμενος
στόχος της, τώρα, το ντοκτορά. Αναζητώντας ένα θέμα έρευνας για τη διδακτορική
της διατριβή, νιώθει το ενδιαφέρον της να κεντρίζεται από μια πρόσφατη
επιστημονική δημοσίευση του Γάλλου φυσικού Ανρύ Μπεκερέλ.
Ο Ανρύ Μπεκερέλ είχε
ανακαλύψει πως τα άλατα του ουρανίου, χωρίς να εκτεθούν προηγουμένως στο φως,
εκπέμπανε αυτόματα κάποιες ακτίνες που η φύση τους ήταν άγνωστη. Αν
τοποθετούσες μια σύνθεση ουρανίου πάνω σε μια φωτογραφική πλάκα τυλιγμένη σε
μαύρο χαρτί, το ουράνιο, διαπερνώντας το χαρτί, άφηνε ένα αποτύπωμα πάνω στην
πλάκα. Αυτή ήταν η πρώτη παρατήρηση του φαινόμενου το οποίο, αργότερα, η Μαρί
θα βάφτιζε «ραδιενέργεια», η φύση όμως της ακτινοβολίας και η προέλευση της
ήταν προς το παρόν ένα αίνιγμα.
Η ανακάλυψη του Μπεκερέλ
καταγοήτευσε τους Κιουρί. Αναρωτιόνταν από πού, τάχα, να πήγαζε αυτή η ενέργεια
η οποία εκλυόταν σταθερά από τις συνθέσεις του ουρανίου με τη μορφή
ακτινοβολίας... Να ένα συναρπαστικό θέμα για έρευνα, ένα πραγματικό άλμα στο
'Αγνωστο!
Βέβαια, έμενε ανοιχτό το
ερώτημα σε ποιο χώρο θα στέγαζε η Μαρί τα πειράματα της - κι εκεί άρχισαν οι
δυσκολίες. Τελικά, χάρη στον διευθυντή της Σχολής Φυσικής όπου δίδασκε ο Πιέρ,
παραχωρήθηκε στην Μαρί η χρήση μια μικρής αποθήκης, στο ισόγειο της Σχολής.
Ήταν ένα δωματιάκι υγρό, με τους τοίχους του διαρκώς «ιδρωμένους», όπου
στοίβαζαν άχρηστα μηχανήματα.
Μέσα σ' αυτήν την τρύπα, η
επιστημονική έρευνα κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Η ατμόσφαιρα επηρέαζε αρνητικά
τα όργανα ακριβείας, κι οπωσδήποτε δεν ωφελούσε και την υγεία της Μαρίς. Αυτό,
όμως, δεν είχε σημασία... Όταν ένιωθε το κρύο να την περονιάζει, έπαιρνε την
εκδίκηση της σημειώνοντας με άγρια φούρια τους βαθμούς της θερμοκρασίας στο
μπλοκ της.
Όσο η Μαρί αποκτάει
μεγαλύτερη οικειότητα με τις ακτίνες του ουρανίου, τόσο περισσότερο διαπιστώνει
πως βρίσκεται μπροστά σε κάτι δίχως προηγούμενο, ουσιαστικά άγνωστο. Ωστόσο,
εξετάζοντας σχολαστικά όλα τα γνωστά χημικά σώματα ανακαλύπτει πως υπάρχει και
ένα άλλο στοιχείο, το θόριο, που οι συνθέσεις του εκπέμπουν αυτόματη
ακτινοβολία, όπως οι συνθέσεις του ουρανίου. Κι ακόμα, ανακαλύπτει πως, σε κάθε
περίπτωση, η ραδιενέργεια είναι σημαντικά ισχυρότερη απ' όσο, κανονικά, θα
περίμενε κανείς λαβαίνοντας υπόψη την ποσότητα του ουρανίου ή του θορίου που
περιέχεται στα εξεταζόμενα προϊόντα.
Από πού να προέρχεται αυτή
η «αφύσικη» ακτινοβολία; Μόνο μια εξήγηση μπορεί να υπάρχει: ότι τα ορυκτά
περιέχουν, σε μικρή ποσότητα, κάποια πολύ πιο δυνατή ραδιενεργό ουσία από το
ουράνιο και το θόριο. Στη διάρκεια των πειραμάτων της, όμως, η Μαρί είχε
εξετάσει όλα τα γνωστά χημικά στοιχεία. Λοιπόν; Η επιστήμονας απαντά σ' αυτό το
ερώτημα με την υπέροχη τόλμη που χαρακτηρίζει τα μεγάλα πνεύματα: Σίγουρα τα
ορυκτά περιέχουν κάποια ραδιενεργό ουσία που δεν μπορεί παρά να είναι ένα
άγνωστο, μέχρι τότε, χημικό στοιχείο.
Ένα καινούριο στοιχείο!
Σαν υπόθεση και μόνο, η σκέψη την συναρπάζει. Θα πρέπει όμως να παραβιάσει το
«ινκόγκνιτο» της θαυμαστής αυτής ουσίας. Θα πρέπει να φτάσει στο σημείο που να
είναι σε θέση ν' αναγγείλει με βεβαιότητα «Ναι, υπάρχει!» Ο Πιέρ Κιουρί, που
είχε παρακολουθήσει τη γοργή πρόοδο των πειραμάτων της γυναίκας του με
παθιασμένο ενδιαφέρον, εγκαταλείπει τα δικά του πειράματα για να τη βοηθήσει.
Τώρα, στο μικρό υγρό δωματιάκι, είναι δυο τα μυαλά και τέσσερα τα χέρια που
αναζητούν το άγνωστο στοιχείο. Αρχίζει έτσι μια συνεργασία που θα κρατήσει οκτώ
χρόνια, ως τη στιγμή που θα την τερματίσει ένα μοιραίο δυστύχημα.
Η Μαρί και ο Πιέρ ξεκινούν
την επιστημονική δουλειά τους υπομονετικά, χωρίζοντας και μετρώντας τη
ραδιενέργεια των στοιχείων του πισσουρανίτη - ενός μεταλλεύματος του ουρανίου.
Καθώς, όμως, το πεδίο της έρευνας τους όλο και στενεύει, οι ενδείξεις των
ευρημάτων τους οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν είναι ένα, μα δύο τα καινούρια
στοιχεία! Όταν φτάνει ο Ιούλιος του 1898, το ζευγάρι είναι σε θέση να
ανακοινώσει την ανακάλυψη της μιας από τις δύο ουσίες.
Η Μαρί της δίνει το όνομα
«πολώνιο», απ' το όνομα της αγαπημένης της πατρίδας. Τον Δεκέμβρη του 1898, οι
Κιουρί ανακοινώνουν την ύπαρξη κι ενός δεύτερου χημικού στοιχείου που υπάρχει
στον πισσουρανίτη και που το βαφτίζουν «ράδιο» - ενός στοιχείου η ραδιενέργεια
του οποίου, όπως πιστεύουν, είναι τεράστια.
Μέσα
σε μια παράγκα
Οι ιδιαιτερότητες του
ραδίου, οι εντελώς ιδιόμορφες ιδιότητες του, αναστατώνουν και ανατρέπουν
βασικές θεωρίες στις οποίες οι επιστήμονες πίστευαν αιώνες ολόκληρους. Οι
φυσικοί δέχονται την ανακάλυψη με επιφυλάξεις. Οι χημικοί είναι πολύ πιο
μονοκόμματοι στις αντιδράσεις τους: Γιατί ένας χημικός, τότε μόνο πείθεται για
την ύπαρξη μιας καινούριας ουσίας, όταν τη δει, την εξετάσει, τη φέρει σε επαφή
με οξέα και προσδιορίσει το ατομικό της βάρος.
Εδώ, όμως, σε τούτη την
περίπτωση, κανένας δεν έχει δει ποτέ του το ράδιο... Κανένας δεν ξέρει το
ατομικό του βάρος. Και για ν' αποδείξουν την ύπαρξη του πολωνίου και του
ραδίου, οι Κιουρί θα πρέπει να δουλέψουν άλλα τέσσερα χρόνια. Ξέρουν βέβαια,
ήδη, τη μέθοδο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν με την ελπίδα να καταφέρουν ν'
απομονώσουν τα νέα μέταλλα, η δουλειά όμως αυτή προϋποθέτει τεράστιες
ποσότητες πρώτης ύλης.
Ο πισσουρανίτης, μέσα στον
οποίο κρύβονται το πολώνιο και το ράδιο, είναι ένα υλικό που το επεξεργάζονται
στην Βοημία, στα ορυχεία Σαιντ Γιοακίμσταλ, για να βγάζουν άλατα ουρανίου τα
οποία χρησιμοποιούνται στην υαλουργία. Πρόκειται για ένα μετάλλευμα
ακριβό, σύμφωνα όμως με
τους υπολογισμούς των Κιουρί,
η εξαγωγή του
ουρανίου πρέπει ν' αφήνει το πολώνιο και το ράδιο του
πισσουρανίτη άθικτα. Άρα, γιατί
αυτοί να μη δουλέψουν με τα υπολείμματα της επεξεργασίας του, που η αξία τους
είναι μηδαμινή; Πετυχαίνουν να πάρουν έναν τόννο υπολείμματα πισσουρανίτη από
την αυστριακή κυβέρνηση, και στρώνονται στη δουλειά. Εργάζονται σε μια
εγκαταλελειμμένη παράγκα, κοντά στη μικρή
εκείνη αποθηκούλα όπου η Μαρί
είχε κάνει τα πρώτα της πειράματα. Κάποτε, η Ιατρική Σχολή χρησιμοποιούσε το
χώρο αυτό ως αίθουσα ανατομίας, τώρα πια, όμως, ούτε για να στεγάσει πτώματα
δεν κρίνεται κατάλληλη. Δεν έχει καν πάτωμα... Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν
εκεί μέσα είναι κάμποσα παλιοτράπεζα κουζίνας, ένας μαυροπίνακας και μια μαντεμένια
σόμπα.
Το καλοκαίρι, ο αέρας μέσα
σε τούτο το παράπηγμα
είναι τόσο ασφυκτικός όσο και
μέσα σε μια σέρρα. Το χειμώνα πάλι, ακόμα κι όταν γεμίζουν τη σόμπα μέχρι επάνω
με κάρβουνα, στο δάπεδο μένει ένα λεπτό στρώμα πάγου. Αλλά, έτσι κι αλλοιώς, μιας
και στις «τεχνικές τους εγκαταστάσεις» δεν περιλαμβάνεται και κάποια καμινάδα ή
αεραγωγός, για να φεύγουν τα βλαβερά αέρια, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς
τους οι δυο Κιουρί είναι αναγκασμένοι να το κάνουν έξω, στην αυλή.
Παρ' όλα αυτά θα γράψει
αργότερα η Μαρί, μέσα σ' αυτή την άθλια παλιοπαράγκα περάσαμε τα καλύτερα και
πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μας,
δοσμένοι ολοκληρωτικά στο έργο μας. Ήταν φορές, που κύλαγε ολόκληρη η
μέρα με το να στέκομαι και ν' ανακατώνω –με μια σιδερένια μπάρα ίσαμε το μπόι
μου - μια μάζα που κόχλαζε. Το βράδυ, ήμουνα κουρέλι από την κούραση.
Αυτές ήταν οι συνθήκες
κάτω απ' τις οποίες ο Πιέρ και η Μαρί Κιουρί εργάστηκαν από το 1896 μέχρι το
1902. Σ' εκείνη την αυλή, ντυμένη με την παλιά, σκονισμένη και λεκιασμένη απ'
τα οξέα πουκαμίσα της, με τα μαλλιά της ανάκατα απ' τον άνεμο, πνιγμένη απ' τον
καπνό που ερέθιζε τα μάτια και το λαιμό της, η Μαρί ήταν, μονάχη της, ένα
ολόκληρο εργοστάσιο!
Έφτασα
να επεξεργάζομαι κάπου είκοσι κιλά υλικού τη φορά, γράφει, με αποτέλεσμα να
γεμίζει η παράγκα τεράστια δοχεία, άλλα με υγρά κι άλλα με κατακάθια. Ήταν
ξεθέωμα να κουβαλάς τα δοχεία, ν' αδειάζεις το περιεχόμενο τους, και ν'
ανακατώνεις, ώρες ατέλειωτες, το υλικό που έβραζε μέσα σ' ένα καζάνι ειδικό για
την τήξη των μετάλλων.
Οι μέρες της δουλειάς
γίνονταν μήνες. Γίνονταν χρόνια. Μα η Μαρί και ο Πιέρ δεν έχαναν το κουράγιο
τους. Κάπου κάπου, όταν άφηναν για μια στιγμή κατά μέρος τα σύνεργα τους, οι
κουβέντες τους για το αγαπημένο τους ράδιο, παραμερίζοντας τα υψηλά διανοήματα,
καταντούσαν παιδιάστικες.
«Αναρωτιέμαι, ξέρεις,
εκείνο, με τι θα μοιάζει...» είπε μια μέρα η Μαρί με την ανυπόμονη έξαψη ενός
μικρού παιδιού, που του έχουν τάξει κάποιο παιχνίδι. «Πιέρ, τι μορφή φαντάζεσαι
θα έχει;»
«Δεν ξέρω,» απαντούσε
γλυκά ο φυσικός. «Θά 'θελα όμως να έχει ένα πολύ όμορφο χρώμα...»
Καθώς εκείνη συνέχιζε, με
ανείπωτη υπομονή, να επεξεργάζεται κιλό το κιλό τους τόννους υπολειμμάτων του
πισσουρανίτη που έφταναν από τα ορυχεία του Σαιντ Γιοακίμσταλ, τα παλιά
τραπέζια της παράγκας είχαν αρχίσει να φορτώνονται με προϊόντα όλο και πιο
πλούσια σε ράδιο. Πλησίαζε πια η τελική φάση: η φάση του καθαρισμού των ισχυρά
ραδιενεργών διαλυμάτων. Όμως, τώρα ακριβώς είναι που η φτώχεια του εργαστηριακού της εξοπλισμού εμποδίζει τη
δουλειά της Μαρίς περισσότερο παρά ποτέ. Το παράπηγμα, ανοιχτό σ' όλους τους
αέρηδες, είναι γεμάτο από σιδερόσκονη και καρβουνόσκονη που αιωρείται και που,
για μεγάλη απελπισία της νέας γυναίκας, πάει και κάθεται πάνω στα υλικά τα
οποία με τόσο μόχθο, και τόση προσοχή, είχε λαμπικάρει. Μπροστά σε κάτι τέτοια
καθημερινά μικροατυχήματα, που τόσον από το χρόνο κι από τη δύναμη της της
κλέβουν, η καρδιά της συχνά σφίγγεται.
Ο Πιέρ έχει τόσο αποκάμει
απ' αυτόν τον αγώνα, που δεν λέει να πάρει τέλος, ώστε θα ήταν έτοιμος να τον
εγκαταλείψει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Τα εμπόδια μοιάζουν αξεπέραστα. Γιατί,
τάχα, να μην την αφήσουν τώρα αυτή τη δουλειά και να την ξαναρχίσουν αργότερα,
όταν οι συνθήκες θα είναι καλύτερες;
Κάνει το λογαριασμό του
παραβλέποντας το χαρακτήρα της γυναίκας του: Η Μαρί θέλει να απομονώσει το
ράδιο και θα το απομονώσει! Καταφρονεί και την κούραση και τις δυσκολίες, ακόμη
και τα κενά που υπάρχουν στις γνώσεις της και που κάνουν πιο περίπλοκη την
εργασία της. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, πως δεν είναι, στο τέλος τέλος, παρά μια
νεαρή επιστήμονας που της συμβαίνει μερικές φορές να σταματά μπροστά σε
φαινόμενα ή σε μεθόδους υπολογισμών για τις οποίες ξέρει ελάχιστα πράγματα και
τις οποίες πρέπει, βιαστικά, να τις μελετήσει.
Στα 1902, σαράντα πέντε
μήνες από την ημέρα που οι δυο Κιουρί είχαν ανακοινώσει την πιθανή ύπαρξη του
ραδίου, η Μαρί, χάρη στην υπεράνθρωπη επιμονή της, φτάνει επί τέλους στη νίκη:
καταφέρνει να παρασκευάσει ένα δέκατο του γραμμαρίου καθαρό ράδιο και να
προσδιορίσει το ατομικό του βάρος!
Τώρα, μπροστά στα
γεγονότα, δεν απομένει στους χημικούς παρά να σκύψουν το κεφάλι. Επίσημα πια,
το ράδιο υπάρχει.
Βράδυ, η ώρα εννιά. Οι
Κιουρί είναι στο σπίτι τους. Ο Πιέρ κόβει αργές βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Η Μαρί
στριφώνει μια καινούρια ποδιά της κόρης της, της Ειρήνης. Αλλά, απόψε, δεν
μπορεί να μαζέψει το μυαλό της και να συγκεντρωθεί. Σηκώνεται και παρατάει το
ράψιμο. «Τι θά 'λεγες να πηγαίναμε
για λίγο εκεί;» λέει. Στη φωνή
της υπάρχει περισσότερο παρακάλιο απ' όσο χρειάζεται, μιας και ο Πιέρ φλέγεται
κι εκείνος να πάνε ξανά στην παράγκα, απ' όπου φύγανε πριν δυό ώρες. Το ράδιο,
λες κι είναι κάτι ζωντανό, προκλητικό σαν έρωτας, τους καλεί κοντά του.
Βάζουνε τα παλτά τους,
ανοίγουν την πόρτα και φεύγουν. Κάνουν το δρόμο με τα πόδια, χωρίς να
πολυμιλούν, πιασμένοι αγκαζέ. Διασχίζουν την αυλή κι ο Πιέρ βάζει το κλειδί
στην κλειδαριά. Ξαναβρίσκονται στο βασίλειο τους, στο όνειρο τους. «Το θυμάσαι
που μού 'πες κάποτε πως θα ήθελες νά 'χει το ράδιο ωραίο χρώμα;» μουρμουρίζει η
Μαρί. Το ράδιο έχει κάτι περισσότερο από ένα ωραίο χρώμα: Λάμπει μ' ένα δικό
του φως. Καθώς το εργαστήριο δεν έχει ντουλάπια, τα μικρά γυάλινα δοχεία με την
πολύτιμη ουσία είναι αραδιασμένα στα τραπέζια και σε ράφια, στους τοίχους. Στη
βυθισμένη στο σκοτάδι παράγκα, οι γαλαζωπές φιγούρες τους λάμπουν
φωσφορίζοντας. «Κοίτα!» λέει με αχνή φωνή η νεαρή γυναίκα. Στη σκοτεινή
σιγαλιά, τα δυό
τους πρόσωπα είναι στραμμένα προς αυτά τα αμυδρά φωτάκια,
τις μυστηριώδεις πηγές των ακτινών - το ράδιο! Αυτή τη νύχτα, με την παράξενη
φωτεινή φαντασμαγορία, η Μαρί δεν θα την ξεχάσει ποτέ.
Από το βιβλίο της Εύας
Κιουρί με τίτλο MADAME
CURIE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου