Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Πιέτρο Aννιγκόνι, ένας «μάστορας» μιας αρχαίας τέχνης

 Αυτοπροσωπογραφία του Αννιγκόνι σε ηλικία 60 χρονών.
Ο πίνακας βρίσκεται στην Γκαλλερία Ουφφίτζι στην Φλωρεντία.



Πιέτρο Aννιγκόνι, ένας «μάστορας» μιας αρχαίας τέχνης

Κάποτε ήταν ο ακριβοπληρωμένος προσωπογράφος των πλούσιων και των διάσημων. Τα τελευταία όμως χρόνια της ζωής του αφιέρωσε το χρόνο και το ταλέντο του σε μια σχεδόν ξεχασμένη τέχνη

Ο Πιετρο ΑΝΝΙΓΚΟΝΙ έχει ζωγραφίσει τους κοσμικούς και τους πλούσιους. Οι πίνακες του κρέμονται στα μεγαλύτερα μουσεία: το Μετροπόλιταν στην Νέα Υόρκη, την Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο, την Γκαλλερία Ουφίτσι στην Φλωρεντία. Έχει ζωγραφίσει πάνω από 3.000 πίνακες, και ένα μεγάλο έργο του μπορεί να φτάσει τις 150.000 δολλάρια, υψηλή τιμή για εν ζωή καλλιτέχνη.
Κι όμως ο Αννιγκόνι, στο αποκορύφωμα της καριέρας του, αποτραβήχτηκε από τις κοσμικότητες, έζησε μια έντονα προσωπική ζωή και αρνιόταν σχεδόν όλες τις παρακλήσεις για επικερδή πορτραίτα, ζωγραφισμένα με την ειδική συνταγή της λαδοτέμπερας που χρονολογείται από την Αναγέννηση - αυγό, λευκό κρασί, βερνίκι μαστίχας και χρώμα -που τον έκανε διάσημο. Αντί γι' αυτό, αφιέρωσε τις περισσότερες μέρες του   σε μια μορφή «ιερατικής» τέχνης που για πολλές εκατοντάδες χρόνια ήταν παραμελημένη: τις εκκλησιαστικές νωπογραφίες (φρέσκο).
Αναλάμβανε τεράστια έργα, που απαιτούσαν μήνες, ακόμη και χρόνια για να ολοκληρωθούν και υπέβαλλε τον εαυτό του, από την ηλικία των 74 χρονών, σε ατέλειωτες ώρες σωματικής υπεράντασης, πάνω σε επικίνδυνες σκαλωσιές. Αρνιόταν μάλιστα να δεχθεί οποιοδήποτε ποσό για τις δημιουργίες του. «Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω,» έλεγε με την πλούσια μπάσα φωνή του. «Αισθάνομαι ότι έχω ένα καθήκον που δεν μπορώ να το προδώσω.»
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η τέχνη του Αννιγκόνι βρήκε την ύψιστη έκφραση της στο παρεκκλήσιο του ανακαινισμένου μοναστηριού του Μόντε Κασίνο, βόρεια της Νάπολης, και, πάνω απ' όλα, στο Πόντε Μπουτζιανέζε, μια μικρή πόλη της Τοσκάνης με 7.000 κατοίκους, μια ώρα με αυτοκίνητο από την Φλωρεντία. Εκεί, σε μια χαριτωμένη πλατεία, βρίσκεται η απλή, λευκή εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, που ο Αγνιγκόνι στόλιζε με νωπογραφίες το εσωτερικό της για 25 χρόνια - από το 1967 ως το 1982  για να ακολουθήσει κατόπιν η απόφαση να ζωγραφίσει το φρέσκο μιας αίθουσας συγκεντρώσεων δίπλα στην εκκλησία.  
  
Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στην κόγχη τον ιερού, η Αποκάλυψη. Από κάτω ο Αννιγκόνι - περιτριγυρισμένος από σκαλωσιές και χρώματα- εργαζόταν πάνω στον Μυστικό Δείπνο

 
Οι δυναμικές φιγούρες των προφητών Ιερεμία και Ησαΐα διαγράφονται πάνω από τις πόρτες. Μια πολύ εντυπωσιακή εικόνα της Αποκαθήλωσης και της Ανάστασης υψώνεται σαν μια στήλη από παστέλ φλόγες, στον τοίχο του βάθους. Στην κόγχη πίσω από την Αγία Τράπεζα είναι ένας μεγαλόπρεπος  Μυστικός   Δείπνος.   Ψηλά επάνω, ένα καβαλάρης της Αποκαλύψεως καλπάζει άγρια σ' ένα βασανισμένο, θλιβερό τοπίο. Ο μεσημεριάτικος ιταλικός ήλιος φαίνεται να διαπερνά τους πέτρινους τοίχους της εκκλησίας και να πυρπολεί το φρέσκο. Ένα φθαρμένο βιβλίο επισκεπτών δείχνει ότι επισκέπτες από όλο τον κόσμο - περίπου 50.000 κάθε χρόνο - περνούν από το Πόντε Μπουτζιανέζε, για να ατενίσουν με θαυμασμό τη δουλειά του Μαέστρου, όπως με στοργή και σεβασμό αποκαλείτο ο Αννιγκόνι.
Το φρέσκο είναι μια αρχαία, περίπλοκη τέχνη, που άνθησε κατά την ιταλική Αναγέννηση. Το πρώτο βήμα είναι το «σβήσιμο» του ασβέστη που θα χρησιμοποιηθεί, ανακατεμένος με άμμο και μαρμαρόσκονη, για το σοβάτισμα του τοίχου. Ένα χρόνο περίπου πριν αρχίσει η ζωγραφική, ο τοίχος σοβατίστηκε με «χοντρό» ασβεστοκονίαμα και χαράχθηκε μ' ένα πιρούνι ώστε η επιφάνεια να γίνει ανώμαλη και να «κρατήσει» το τελικό «ψιλό» επίχρισμα.
Ο Αννιγκόνι, εν τω μεταξύ, έκανε ένα φυσικού μεγέθους σχέδιο του φρέσκο, γνωστό ως «πατρόν». Τρυπώντας το «πατρόν» με μια βελόνα, διέγραψε τις βασικές γραμμές του σχεδίου σε ένα δεύτερο χαρτί, το «σπόλβερο». Αυτό το «σπόλβερο» κρεμιέται στον χοντροσοβατισμένο τοίχο και τρίβεται με μια σακκούλα από γάζα, γεμάτη με κόκκινη σκόνη. Έτσι, μέσα από τις τρύπες της βελόνας σχηματίζεται το περίγραμμα του φρέσκο. Χρησιμοποιώντας αυτό το περίγραμμα σαν οδηγό, ο καλλιτέχνης σκιτσάρει ένα μονόχρωμο πρόχειρο σχέδιο, που ονομάζεται «σινόπια». Μόνο τώρα μπορεί να αρχίσει στην πραγματικότητα να ζωγραφίζει στον τοίχο.
Κάθε μέρα ο Αννιγκόνι αποφάσζε πόσο κομμάτι του τοίχου θα μπορούσε να ζωγραφίσει, και το κομμάτι αυτό της «σινόπια» καλυπτόταν με ένα λεπτό και λείο στρώμα ασβεστοκονιάματος, το «ιντονάκο». Όταν μισοστέγνωνε το «ιντονάκο», πασπαλιζόταν ξανά με το αντίστοιχο μέρος του σχεδίου. Ο Αννιγκόνι έπρεπε τότε να ζωγραφίσει αυτό το κομμάτι όσο το «ιντονάκο» ήταν ακόμη υγρό, δηλαδή φρέσκο. Απ' αυτήν την ιταλική λέξη ως γνωστό παίρνει την ονομασία του αυτό το είδος της ζωγραφικής.
Το φρέσκο απαιτεί ατέλειωτες, κοπιαστικές μέρες έντονης φυσικής και πνευματικής υπερέντασης. Το δύσκολο σκαρφάλωμα στις απότομες σκαλωσιές, μήνες ολόκληρους μέσα στην παγερή υγρασία των παλιών ναών, αναρίθμητες ώρες σε άβολες στάσεις. Πάνω απ' όλα όμως, υπάρχει η διαρκής ένταση των νεύρων από το γεγονός ότι, όσο περνάει η ώρα, ο σοβάς στεγνώνει. Το χέρι του καλλιτέχνη πρέπει να είναι σίγουρο και γρήγορο. Δεν επιτρέπονται καθυστερήσεις, λάθη, διορθώσεις. Αυτό το ταυτόχρονο στέγνωμα τους χρώματος και του σοβά είναι η ουσία του φρέσκο και αυτό που του δίνει την ασυνήθιστη αντοχή του στο χρόνο.

Πιέτρο Αννιγκόνι : Ο Μυστικός Δείπνος
 
Η εξέταση με μικροσκόπιο δείχνει ότι η χρωστική ουσία διεισδύει στα μόρια του σοβά και δένει με τον ασβέστη, όπως ακριβώς η άμμος δένει με το τσιμέντο στο μπετόν. Μπορεί να χρειαστεί μέχρι κι ένας χρόνος για να στεγνώσει εντελώς το φρέσκο και να προβάλλουν τα πραγματικά του χρώματα. Όταν η δουλειά έχει γίνει σωστά, τότε το φρέσκο μπορεί να διατηρηθεί χιλιάδες χρόνια.
Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Αννιγκόνι είχε ένα μοναδικό απλό στόχο: να ζωγραφίζει. Γεννημένος στο Μιλάνο το 1910, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Ο κόσμος του τότε ήταν γεμάτος από άλλους νεαρούς καλλιτέχνες και μοντέλα, ολονύκτια πάρτυ, αγώνες ξιφασκίας σε ταράτσες, παράφορους έρωτες. Ένα από τα πρώτα-πρώτα «φρέσκο» ήταν ολόκληρος ο τοίχος ενός γνωστού φλωρεντινού ρεστωράν, που έγινε μέσα σε μια νύχτα, με το φως των κεριών και άφθονο Κιάντι.
Ανεξάρτητα όμως από το πόσο ξέφρενες ήταν οι διασκεδάσεις του, τίποτε δεν μπορούσε να τον εμποδίσει από το καθημερινό ραντεβού του, στις 7 το πρωί, με το καβαλέττο του. Το μονοπάτι όμως, δεν ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα για τον Αννιγκόνι κι οι πελάτες δεν έκαναν ουρά έξω απ' την πόρτα του. Πολύ πριν αρχίσουν να τον καλούν να ζωγραφίσει τα πορτραίτα βασιλισσών, μεγαλοεπιχειρηματιών και διασημοτήτων, ήταν ένας ζωγράφος ζητιάνων- «συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου»-και ατελιέ του ήταν οι δρόμοι της Φλωρεντίας. Τελειοποίησε την τεχνική του ζωγραφίζοντας αμέτρητες αυτοπροσωπογραφίες, «μια και η αμοιβή του μοντέλου ήταν εξαιρετικά λογική».
Το 1949 ο Πιέτρο πήρε μια αγκαλιά από τα καλύτερα έργα του και μπήκε σε ένα τραίνο για το Λονδίνο. Με τη συμβουλή ενός φίλου, υπέβαλε τρεις πίνακες στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών για την ετήσια καλοκαιρινή έκθεση - μια από τις μεγαλύτερες σε γόητρο εκθέσεις - και έπειτα άρχισε να κάνει μια σειρά σκίτσα με σκηνές του Λονδίνου. Πέρασε τις μελαγχολικές μέρες που ακολούθησαν γυρνώντας στους υγρούς δρόμους, μην κατορθώνοντας να κάνει κάποια από τις γκαλλερί της πόλης να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του. Αποθαρρημένος, επέστρεψε στην Φλωρεντία και αποφάσισε να ξεγράψει όλη την ιστορία.
Η Βασιλική Ακαδημία δέχθηκε και τους τρεις πίνακες του και έφτασε σύντομα ένα τηλεγράφημα από το Λονδίνο. «Η αυτοπροσωπογραφία σου θριάμβευσε.» Ο Αννιγκόνι έγινε ξαφνικά θέμα συζήτησης του καλιτεχνικού κόσμου του Λονδίνου. Το ταχυδρομείο του έβριθε από αποκόμματα εφημερίδων, προσφορές για αγορές, αναθέσεις πορτραίτων.

 Βασίλισσα. Ελισάβετ Β' της Αγγλίας. Το
πορτραίτο που παρήγγειλε η
Εντιμότατη Εταιρεία Ιχθνοπωλών και
το οποίο έκανε διάσημο τον Αννιγκόνι.

Μια μέρα στα 1954, ο Αννιγκόνι έλαβε ένα γράμμα από την Εντιμότατη Εταιρεία Ιχθυοπωλών, μια από τις πανάρχαιες συντεχνίες του Λονδίνου, στο οποίο του παράγγελναν να κάνει το πορτραίτο της βασίλισσας Ελισσάβετ. Το πορτραίτο αυτό παρουσιάστηκε στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας το καλοκαίρι του 1955, και πήγαν να το δουν σχεδόν 300.000 άνθρωποι. Δημοσιεύτηκε σ' όλο τον κόσμο, κάνοντας τον διάσημο από τη μια μέρα στην άλλη. Το να έχεις το πορτραίτο σου ζωγραφισμένο από τον Αννιγκόνι, έγινε διεθνές σύμβολο κοινωνικού κύρους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Αννιγκόνι ζωγράφισε αρκετά μέλη της βασιλικής οικογένειας. Η βασιλομήτωρ συγκινήθηκε μέχρι δακρύων όταν είδε το πορτραίτο της πριγκίπισσας Μαργαρίτας. Ο Αννιγκόνι άρχισε να απορρίπτει 49 στις 50 προτάσεις για πορτραίτα και, παρ' όλο που η αμοιβή του είχε φτάσει να είναι χιλιάδες δολάρια, σταρ του κινηματογράφου και μεγαλοβιομήχανοι τον παρακαλούσαν να δεχτεί με οποιαδήποτε τιμή. Ένας μαχαραγιάς τον πήγε για σαφάρι, να κυνηγήσει τίγρεις, ένας μεγιστάνας των διαμαντιών τον γύρισε σ' όλη την Νότιο Αφρική με το ιδιωτικό του τζετ, τον κάλεσαν στην Αμερική για να ζωγραφίσει με φρέσκο την εξοχική κατοικία ενός εκατομμυριούχου. Δείπνησε με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, κουβέντιασε για μοντέρνα τέχνη με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ' κι έκανε το πορτραίτο του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Νέλσων Ροκφέλερ σκαρφάλωσαν τα 65 σκαλιά του ατελιέ του στην Φλωρεντία για να παραγγείλουν πορτραίτα μελών των οικογενειών τους. Όμως κάτι έλειπε. Ανάμεσα στις κοσμικές περιπλανήσεις του, ο Αννιγκόνι ένιωθε μια βαθιά λαχτάρα για κάποια έκφραση του θείου. Έτσι συχνά ανέφερε ότι όταν σκιτσάριζε τον πρόεδρο Τζων Κέννεντυ στον Λευκό Οίκο, οι σκέψεις του γύρναγαν συνέχεια σε μια Μαντόννα που είχε υποσχεθεί να ζωγραφίσει στην εκκλησία του Χαίηζ, κοντά στο Λονδίνο. Λαχταρούσε να ξαναρχίσει να ζωγραφίζει τις μορφές που συνωστίζονταν στο μυαλό του και τις ιδέες που γέμιζαν την καρδιά του.
Στη μικρή εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ και στο παρεκκλήσι του Μόντε Κασίνο, ο Αννιγκόνι βρήκε τελικά αυτό που αναζητούσε. Συχνά ζωγράφιζε για οχτώ ή εννιά ώρες χωρίς να κατέβει από τη σκαλωσιά, και έχει γεμίσει εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα τοίχων με ανθρώπινες μορφές, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα μοντέλο. «Είναι σαν να αγωνίζομαι να δώσω πρόσωπο στην ψυχή μου,» έλεγε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αννιγκόνι δουλευε επίσης στη φημισμένη βασιλική του Σαν Αντόνιο στην Πάδουα, όπου ζωγράφισε τέσσερα μεγάλα φρέσκο.
Το Πόντε Μπουτιανέζε είχε γίνει τόσο πολύ μέρος της ζωής του Αννιγκόνι, όσο κι αυτός είχε γίνει μέρος της ζωής της πόλης. Απολάμβανε την απλή αγροτική κοινότητα. Το 1976 έκανε εκεί το γάμο του. Η δεύτερη γυναίκα του, η Ροσέλα, πότε πότε τον βοηθούσε πάνω στη σκαλωσιά και το μελαχροινό, όμορφο πρόσωπο της υπήρξε το μοντέλο για το πρόσωπο της Εύας στο φρέσκο πλάι στην πόρτα της εκκλησίας. Η πρώτη γυναίκα του Αννιγκόνι, η Άννα, πέθανε το 1969.
Όταν δεν βρισκόταν στο Πόντε Μπουτζιανέζε, στο Πόντε Κασίνο ή στην Πάδουα, το κέντρο του κόσμου του «Μαέστρου» ήταν το ατελιέ του, το ίδιο για παραπάνω από 31 χρόνια, στο Μπόργκο ντέλλι Αλμπίτσι, στην Φλωρεντία. Μια σκοτεινή σκάλα οδηγούσε, μετά από τρία πατώματα, σε έναν ευάερο λαβύρινθο από κόγχες, διαδρόμους, σοφίτες και ταράτσες.

 © National Portrait Gallery, London

Pietro Annigoni and an unknown womanby Francis Goodman
2 1/4 inch square film negative, 1955
Bequeathed by the estate of Francis Goodman, 1989
Photographs Collection

  
Το μεγάλο ατελιέ του, που είχε όλο το φως του ουρανού, θερμαινόταν από μια σόμπα κηροζίνης και δροσιζόταν από έναν παλιό ηλεκτρικό ανεμιστήρα. Τέσσερα καβαλέττα ήταν στημένα εδώ κι εκεί, πάνω σ' ένα δάπεδο από κόκκινα τούβλα, κι ανάμεσα τους ένα σωρό αλλοπρόσαλλες καρέκλες κι έναν χαλασμένο ποδήλατο γυμναστικής. Προτομές και «μπούστα» βρίσκονταν  αραδιασμένες πάνω απ' τις ντουλάπες. Σειρές από πινέλα που στέγνωναν γέμιζαν τα περβάζια των παραθύρων. Βαζάκια, μπουκάλες, σωληνάρια, ντενεκεδένια κουτιά, κατσαρόλια συνωστίζονταν στα ράφια. Υπήρχε ένα ψυγείο γεμάτο αυγοτέμπερες (χαλάνε αν μείνουν έξω), καθώς και το αγαπημένο «απεριτίφ» του Μαέστρου. Χαρακτικά και μουσαμάδες ήταν ακουμπισμένα στους τοίχους ενώ υπήρχε ακόμη μια συλλογή από παλιά όπλα και μπαστούνια.
Οι πολυτέλειες που τον περιτριγύριζαν από την εποχή της απίστευτης επιτυχίας του, τον έκαναν να νιώθει άβολα. Τα ρούχα του, το σπίτι του, οι καθημερινές συνήθειες του, όλα αντανακλούσαν μια παθιασμένη αφοσίωση στην απλότητα. Η πρωινή κίνηση στο στούντιο του ήταν τόσο χαοτική όσο και το ντεκόρ, με το κουδούνι και το τηλέφωνο να χτυπούν συνεχώς. Ένας ιδιοκτήτης γκαλλερί εμφανιζόταν για να κανονίσει την οργάνωση μιας έκθεσης, ένας μεταπράτης για να συζητήσει για κάποιο παλιότερο έργο, ένας νεαρός μαθητής για να ζωγραφίσει κάτω από το προσεκτικό μάτι του Δασκάλου.
Τα απογεύματα, όμως, ήταν πάντα σιωπηλά και ιερά στο Μπόργκο ντέλλι Αλμπίτσι. Ο Μαέστρος δουλεύει πάνω σε ένα από τα «πατρόν» του. Στα 1985 έβαζε τη γραμματέα του να αρνείται παραγγελία για να ζωγραφίσει με φρέσκο τον τοίχο μιας εκκλησίας στην Μάντοβα, εξηγώντας ότι ο Αννιγκόνι είναι τελείως κλεισμένος μέχρι το τέλος του 1985. «Καλύτερα να μην πάω να τη δω,» έλεγε ο Μαέστρος. «Δεν μπορώ ποτέ να αντισταθώ στον πειρασμό ενός άδειου τοίχου.» 
Τον Μάιο του 1988, η Ανιγκόνι έκανε μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση και δεν ανέκτησε πλήρως την υγεία του  απ' αυτήν. Έτσι στις 27 Οκτωβρίου 1988  μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο στη Φλωρεντία και πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια στις 28 Οκτωβρίου 1988. Αναπαύεται στο νεκροταφείο Porte Sante στη Basilica di San Miniato al Monte , με θέα την αγαπημένη του Φλωρεντία.

Διασκευή από άρθρο του Jeff Devidson


Δεν υπάρχουν σχόλια: