Το
θαύμα της ανάγνωσης
«Διαβάζω»...
Ε, λοιπόν; Είναι τόσο σπουδαίο; Και βέβαια είναι!
Ο Μπαλζάκ και ο Τζων
Κέννεντυ «καταβρόχθιζαν» κείμενα με εκπληκτική ταχύτητα. Αλλά κι ο καθένας από
μας, όταν διαβάζει, αναγκάζει τα μάτια και τον εγκέφαλο να πραγματοποιούν τέτοιους
«τεχνικούς άθλους», που καμιά υπερτέλεια μηχανή δεν θα μπορούσε να τους κάνει
του Jean-Marie Javron
Με τη θερμοκρασία να έχει
φτάσει στους 33 βαθμούς, η Λεωφόρος Μπουρντόν ήταν τελείως έρημη.
Πιο κάτω, η Διώρυγα τον Αγίου
Μαρτίνου, κλεισμένη απ' τους δυο υδατοφράκτες, άπλωνε σε ευθεία γραμμή τα νερά
της που είχαν το χρώμα της μελάνης. Στη μέση, βρισκόταν ένα καράβι φορτωμένο
ξύλα, και στην όχθη, δυο σειρές βαρέλια.
Όταν διαβάζετε αυτές τις
φράσεις, με τις οποίες αρχίζει το μυθιστόρημα του Γκυστάβ Φλωμπέρ Μπουβάρ και
Πεκυσέ, δεν πιστεύετε, βέβαια, πως κάνετε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Κι όμως,
για λίγα λεπτά αναγκάσατε τον εγκέφαλό σας να εκτελέσει μερικές τόσο περίπλοκες
ασκήσεις, που κανένας επιστήμονας δεν κατόρθωσε ως σήμερα να τις περιγράψει
πλήρως. Πράγματι, για να συλλάβουμε τι συμβαίνει όταν διαβάζουμε, θα πρέπει να
ζητήσουμε βοήθεια από την οφθαλμολογία, την παιδαγωγική, τη νευρολογία, την
ψυχολογία, τη γλωσσολογία, την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, την
κυβερνητική και από πολλά άλλα.
Η εργασία μας, η ζωή μας
ως πολιτών, οι δραστηριότητες μας στις ελεύθερες ώρες, τα πάντα σχεδόν
εξαρτώνται από τα έντυπα. Ακόμα κι όταν κάνουμε μια απλή βόλτα, δεν είναι
δυνατόν να μην πέσει το μάτι μας σε κάποιες αφίσες, επιγραφές καταστημάτων,
ονόματα δρόμων. Το διάβασμα όμως, όπως το ξέρουμε σήμερα, έγινε κάτι κοινό
σχετικά πρόσφατα . Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίο είχαν επαγγελματίες
«αναγνώστες» που διάβαζαν μεγαλόφωνα, κι αυτό εξακολούθησε να γίνεται, στις
αρχές του Μεσαίωνα, και στα μοναστήρια. Μιας και η συνήθεια της εποχής ήταν οι
λέξεις να γράφονται κολλητά η μια στην άλλη, συχνά σε συντομογραφία, χωρίς
στίξη και διαστήματα, χρειαζόταν πράγματι ένας «επαγγελματίας» για να βγάλει
νόημα απ' το κείμενο... Προσπαθήστε να διαβάσετε ένα ολόκληρο βιβλίο γραμμένο
έτσι:
ΠΙΟΚΑΤΩΗΔΙΩΡΥΓΑΤΟΥΑΓΙΟΥΜΑΡΤΙΝΟΥΚΛΕΙΣΜΕΝΗΑΠΟΤΟΥΣΔΥΟΥΔΑΤΟ
ΦΡΑΚΤΕΣΑΠΛΩΝΕΣΕΕΥΘΕΙΑΓΡΑΜΗΤΑΝΕΡΑΤΗΣΠΟΥΕΙΧΑΝΤΟΧΡΩΜΑΤΗΣΜ
ΕΛΑΝΗΣΣΤΗΜΕΣΗΒΡΙΣΚΟΤΑΝΕΝΑΚΑΡΑΒΙΦΟΡΤΩΜΕΝΟΞΥΛΑΚΑΙΣΤΗΝΟΧΘ
ΗΔΥΟΣΕΙΡΕΣΒΑΡΕΛΙΑ!
Σύμφωνα με τον Γάλλο γλωσσολόγο
Λιονέλ Μπελανζέ, το διάβασμα έγινε περισσότερο οπτικό, παρά προφορικό, περίπου
το 1000 μ.Χ. χάρη στη βελτίωση των χειρογράφων. Η εφεύρεση της τυπογραφίας,
γύρω στο 1440, έκανε ακόμα πιο εύκολη την ανάγνωση. Μα το διάβασμα συνέχισε να
είναι προνόμιο μιας πολύ μικρής μειονότητας ως τον 19ο αιώνα και, για
παράδειγμα, στην Γαλλία διαδόθηκε ευρέως μόνον όταν ο πρωθυπουργός Ζυλ Φερρύ
εισήγαγε στα τέλη του 19ου αιώνα την δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση.
Παρ' όλ' αυτά, το διάβασμα
διδάσκεται πολύ συχνά με την προφορική μέθοδο,
συλλαβή προς συλλαβή, όπως γινόταν στην εποχή του
Καρλομάγνου πριν από 1.200 χρόνια, με σύστημα δηλαδή αναχρονιστικό. Πολλοί
ενήλικες, μάλιστα, δεν καταφέρνουν να απαλλαγούν απ' αυτήν τη συνήθεια και
μουρμουρίζουν τις λέξεις καθώς τις διαβάζουν. Ενώ ένας μέσος άνθρωπος μπορεί
και διαβάζει σχεδόν 500 λέξεις το λεπτό, και ένας εξασκημένος «αναγνώστης»
είναι δυνατόν να φτάσει τις 1.000 λέξεις, αυτοί που προφέρουν τις λέξεις την
ώρα που διαβάζουν, μόλις που πλησιάζουν τις 100 με 150.
Διαβάζοντας
με Άλματα.
Λίγο πριν απ' το 1900, ο
οφθαλμολόγος Εμίλ Ζαβάλ ανακάλυψε πως τα μάτια μας, όταν διαβάζουμε, δεν
κινούνται ομαλά - από τα αριστερά προς τα δεξιά, ακολουθώντας την αράδα του
έντυπου - αλλά με αστραπιαία άλματα. Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, τα μάτια μας
διαιρούν την κάθε αράδα σε έξι ως επτά τμήματα, που το καθένα αποτελείται από
δέκα περίπου γράμματα, και «πηδάνε» απ' την μια ομάδα στην άλλη με την
ιλιγγιώδη, ασύλληπτη ταχύτητα του ενός 250.000οστού του δευτερολέπτου!
Μας χρειάζεται μόνον ένα
τέταρτο ως ένα τρίτο του δευτερολέπτου, για να αναγνωρίσουμε την κάθε ομάδα
γραμμάτων. Τι κάνουμε με τα μεμονωμένα, τα εξατομικευμένα γράμματα; Τίποτα!
Ούτε καν τα βλέπουμε. Όταν διαβάσατε το απόσπασμα του Φλωμπέρ, δεν προσθέσατε
ένα-ένα τα γράμματα που αποτελούν τη λέξη δ+ι+ω+ρ+υ+γ+α, αλλά αναγνωρίσατε
αμέσως το σχήμα της λέξης «διώρυγα». Μόνο τις άγνωστες λέξεις τις διαβάζουμε
γράμμα προς γράμμα. Το 1843 μάλιστα, ένας συμβολαιογράφος, ονόματι Λεκλαίρ,
ανακάλυψε πως αν κόψουμε τις λέξεις οριζόντια στη μέση, το επάνω μισό είναι αρκετό
για να μπορέσουμε να διαβάσουμε τη φράση.
Πως καταλαβαίνει ο
εγκέφαλος τι διαβάζουμε; Ο αμφιβληστροειδής, αυτός ο ευαίσθητος χιτώνας του ματιού
που αποτελείται από 500 εκατομμύρια κυτταρικούς υποδοχείς, επισημαίνει τις
λέξεις σχεδόν ακαριαία. Ακολούθως, τις μεταβιβάζει μέσω ηλεκτρικών ώσεων στον
εγκέφαλο με τα δισεκατομμύρια νευρικά του κύτταρα, τους νευρώνες. Ο εγκέφαλος,
με το εκπληκτικά περίπλοκο δίκτυο του και τη μεγάλη του ταχύτητα, καταγράφει
αμέσως τις εικόνες των λέξεων σε ομάδες που αποτελούνται από δυο ως τρεις
λέξεις.
Επίσης, χάρη στο πλήθος
των πληροφοριών που είναι καταχωρημένες στους νευρώνες, ο εγκέφαλος μπορεί συχνά
να προβλέψει το τέλος κάποιας φράσης, ενώ τα μάτια μας διαβάζουν ακόμα στην
αρχή της... Όπως έγραψε κάποτε ο Γάλλος φιλόσοφος του 17ου αιώνα Καρτέσιος: «Όταν
βλέπουμε ένα καπέλο απ' το παράθυρο μας, συμπεραίνουμε πως περνάει κάποιος
άνθρωπος.» Με τον ίδιο τρόπο, εξηγούν οι γλωσσολόγοι, οι μικρές λέξεις όπως το
«και», «λοιπόν», «για», «έτσι», παίζουν ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον των σημάτων
της τροχαίας - μας προειδοποιούν για το τι ακολουθεί και επιταχύνουν την κίνηση
μας προς τα εμπρός.
Απεριόριστες
Ικανότητες.
«Ο εγκέφαλος, συχνά,
συγκρίνεται με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές,» παρατηρεί ο καθηγητής Πιερ
Ολερόν του Πανεπιστημίου Ρενέ Ντεκάρτ, του Παρισιού. «Ο υπολογιστής, όμως,
εκτελεί μόνο τις οδηγίες του προγράμματος του, ενώ η ικανότητα αυτοσχεδιασμού
που διαθέτει ο εγκέφαλος είναι, στ' αλήθεια, απεριόριστη.» Επιπλέον, ένας
υπολογιστής, αντίθετα απ' τον εγκέφαλο, αποκρυπτογραφεί τις λέξεις γράμμα προς
γράμμα. Ο καθηγητής Ζαν Φρανσουά λε Νυ του Πανεπιστημίου του Παρισιού -VIII,
αναφέρει την παρακάτω φράση για να εικονογραφήσει το είδος των προβλημάτων που
μπορεί και λύνει ο εγκέφαλος: «Το πλήθος απετελείτο από "mineures" των γύρω περιοχών.»
(Στα γαλλικά η λέξη έχει δύο σημασίες: «ανθρακωρύχοι» και «ανήλικοι».)
«Εάν ρωτήσουμε διάφορα
άτομα τι σημαίνει η παραπάνω φράση,» τονίζει ο λε Νυ, «το 50% θα θεωρήσουν ότι
η φράση αναφέρεται σε άτομα που δεν έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια, ενώ οι
υπόλοιποι 50% θα καταλάβουν ότι πρόκειται για ανθρακωρύχους.» Αλλά, αν
προσθέσουμε την πληροφορία ότι το συμβάν έλαβε χώρα στην πόλη Λιεβαίν, όπου
υπάρχουν ανθρακωρυχεία, κι ότι τα φύλλα των δέντρων ήταν καλυμμένα μ' ένα λεπτό
στρώμα μαύρης σκόνης, τότε οι νευρώνες μας θα βρουν τη σωστή απάντηση σε κλάσμα
δευτερολέπτου. «Η κατανόηση αυτού που διαβάζουμε,» παρατηρεί ο καθηγητής λε Νυ,
«σημαίνει συνεχή συντονισμό του κειμένου με τα στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στη
μνήμη μας.»
Εξακολουθούμε να
γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για το πώς λειτουργεί η μνήμη, παρ' όλο που
μπορούμε και διακρίνουμε δυο είδη μνήμης. Η «βραχυπρόθεσμη μνήμη», όπως την
αποκαλούν οι επιστήμονες, είναι αξιοθρήνητα ασθενής. Για παράδειγμα, δεν
μπορούμε να θυμηθούμε περισσότερες από 15 λέξεις, για περισσότερα από 20
δευτερόλεπτα αφ' ότου τις διαβάσαμε. Γι' αυτό μερικές φορές, ξεχνάμε την αρχή
της φράσης πριν φτάσουμε στο τέλος της, ιδίως αν χρειαστεί να γυρίσουμε σελίδα
στη μέση της φράσης.
Η «μακροπρόθεσμη μνήμη»
μας, από την άλλη μεριά, είναι πραγματικά εξαιρετικά περίπλοκη. Όταν διαβάζουμε
ένα κείμενο, αυτό το είδος της μνήμης μας βοηθάει να το «φιλτράρουμε», να
απορρίψουμε τις πληροφορίες που μας φαίνονται άχρηστες, να απλοποιήσουμε εκείνα
τα στοιχεία που μας αφορούν άμεσα, ώστε να τα αποθηκεύσουμε, να τα συγκρίνουμε
μ' αυτά που ήδη γνωρίζουμε, να τα αλλάξουμε ή να τα αγνοήσουμε αν έρχονται σε
σύγκρουση με υποσυνείδητες ψυχολογικές αναστολές. Αυτή η τρομακτική εργασία
επιλογής, συνδυασμού, εξαγωγής συμπερασμάτων, αφομοίωσης και καταχώρησης
επιτελείται με ασύλληπτη ταχύτητα από την μακροπρόθεσμη μνήμη μας, ενώ τα μάτια
μας εξακολουθούν να διαβάζουν τις αράδες του κειμένου και ο εγκέφαλος μας να
προβλέπει, τι πρόκειται να διαβάσει.
Στο τέλος αυτής της
εξαιρετικά περίπλοκης σειράς διεργασιών, μόνο το γενικό νόημα συγκρατείται,
αλλά μετά από μήνες ή και χρόνια, το παραμικρό επεισόδιο είναι ικανό να
ξαναζωντανέψει στη μνήμη μας κάτι που είχαμε διαβάσει. Ο σημειολόγος Ρολάν
Μπαρτ παρατηρεί πως το γραπτό κείμενο, ανακαλώντας όλες τις εφεδρείες της ευφυΐας
μας, «μετατρέπει τον αναγνώστη από καταναλωτή, σε παραγωγό».
Λεκτικές
Εικόνες.
Πολλοί άνθρωποι
κυριολεκτικά «βλέπουν» το κείμενο που διαβάζουν. Ο Μισέλ Ντενί, ένας ερευνητής
του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, έχει κάνει πειράματα
πάνω στις νοερές απεικονίσεις που δημιουργούνται όταν διαβάζουμε. «Αυτό που
είναι αξιοσημείωτο,» λέει, «είναι πως η φράση είναι λιγότερο περιγραφική απ'
αυτό που βλέπουμε.» Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε: «Ο αετός βούτηξε καταπάνω
στον άνθρωπο,» οι περισσότεροι από μας βλέπουν το πουλί να ορμάει με τα νύχια
του τεντωμένα και, πιθανώς, βλέπουν και τον άνθρωπο να προσπαθεί να αμυνθεί με
τα χέρια του. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν βρίσκεται στη φράση...
Αυτή η παράξενη ικανότητα,
να ανακαλύπτουμε την πραγματικότητα πίσω από τα μικρά τυπωμένα σύμβολα, δεν
έχει καμιά σχέση με την ευφυΐα. Είναι μια δεξιότητα, όπως το να μπορείς να
τρέχεις γρήγορα, και οι αναγνώστες που απεικονίζουν νοερά τις λέξεις, είναι
εκείνοι που έχουν και την καλύτερη μνήμη. Ορισμένα πειράματα αποδεικνύουν,
επίσης, πως εκείνοι που διαβάζουν δέκα φορές γρηγορότερα απ' τον μέσο
αναγνώστη, θυμούνται δυο φορές περισσότερα πράγματα.
Οι άνθρωποι που διαβάζουν
γρήγορα, είναι συνήθως και άπληστοι αναγνώστες. Λέγεται ότι ο Μπαλζάκ καταβρόχθιζε
τα βιβλία - κι όπως φαίνεται η ταχύτητα του στην ανάγνωση ήταν εκπληκτική. Στις
μέρες μας, ο εκλιπών Ζακ Μπερζιέ, δημοσιογράφος και συγγραφέας επιστημονικών
βιβλίων, χρειαζόταν λιγότερο από 30 λεπτά για να διαβάσει ένα βιβλίο 200
σελίδων και μπορούσε, μετά να μιλήσει γι' αυτό με μεγάλη ακρίβεια! Ο Τζων Φ.
Κέννεντυ είχε την ικανότητα να αφομοιώνει τα κρατικά έγγραφα με ιλιγγιώδη ταχύτητα
και, όταν έγινε Πρόεδρος των Η.Π.Α., παρότρυνε και το επιτελείο Του να μάθει τη
μέθοδο της «ταχείας ανάγνωσης.» Αυτού του είδους οι τεχνικές είναι, σήμερα,
προσιτές σε όλους και
παρ' όλο που δεν πρόκειται βέβαια να μας μεταμορφώσουν όλους σε Μπαλζάκ ή
Κέννεντυ, είναι δυνατόν να βελτιώσουν σημαντικά την ταχύτητά μας στο διάβασμα.
Άλλωστε διαβάζουμε
γρηγορότερα απ' ό,τι μιλάμε: Ενώ ένας εκφωνητής του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης
μιλάει με ταχύτητα 9.000 λέξεων την ώρα, ο μέσος αναγνώστης διαβάζει τρεις
φορές περισσότερες λέξεις. Έτσι, ειδήσεις 20 λεπτών στην τηλεόραση αντιστοιχούν
με τις πληροφορίες που περιέχονται σε τρεις μόλις στήλες μιας εφημερίδας. Αυτό
και μόνο, ίσως, είναι αρκετό για να εξηγήσει γιατί το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος
και η τηλεόραση δεν κατάφεραν να αντικαταστήσουν τα βιβλία. Πράγματι, ποτέ δεν
εκδόθηκαν τόσα βιβλία, όσα απ' την εποχή που η τηλεόραση μπήκε στα σπίτια μας. Στην
Γαλλία μόνο, τα προς πώληση βιβλία αυξήθηκαν από 141 εκατομμύρια το 1958, σε
361 εκ. το 1982.
Η
Δύναμη της Ανάγνωσης.
«Ανοίγοντας τον δρόμο προς
την ανακάλυψη νέων γνώσεων και εμπειριών,» λέει η φιλόσοφος και ιστορικός Ελίζαμπεθ
Μπάντιντερ, «το διάβασμα είναι ένας τρόπος για να ζούμε βαθύτερα και πιο
ικανοποιητικά.»
Μπορούμε να προσθέσουμε
πως αυτή η βαθύτερη, η πιο πλούσια ζωή, είναι ατομικά δική μας. «Όταν οι
μαθητές μου μου μιλάνε για κάποιο πρόγραμμα της τηλεόρασης,» λέει η Εβελύν
Λερουά, καθηγήτρια γυμνασίου, «παρατηρώ πως όλοι χρησιμοποιούν τις ίδιες, στην
ουσία, λέξεις για να εκφράσουν τις ίδιες γνώμες. Ποτέ όμως δεν συνάντησα δυο
μαθητές που να είχαν διαβάσει ένα βιβλίο με τον ίδιο τρόπο.»
Ο Φρανσουά Ρισωντώ,
ειδικός στο θέμα της επικοινωνίας, λέει: «Η εφεύρεση της τυπογραφίας μας
βοήθησε να ξεφύγουμε από την τυραννία του προφορικού λόγου και καλλιέργησε την
ελεύθερη βούληση και το κριτικό πνεύμα. Όλες οι μεγάλες σύγχρονες πνευματικές
κατακτήσεις είναι αποτέλεσμα αυτών των δυο προνομίων του ανθρώπου.»
Ένα καλό παράδειγμα για το
τι μπορεί να επιτύχει το διάβασμα είναι το επίτευγμα του Ζοσελύν Μπενουά, ο
οποίος, τον Ιούνιο του 1983, σε ηλικία 14 ετών, πήρε το πρώτο βραβείο έκθεσης
στον Γενικό Διαγωνισμό της Γαλλίας. Οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν αν ήταν παιδί-θαύμα
ή διανοούμενος. «Τίποτα απ' όλα αυτά,» απάντησε εκείνος. «Απλώς έχω διαβάσει
πολύ, αυτό είν' όλο. Οποιοσδήποτε μπορεί να το κάνει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου