ΜΑΡΘΑ
ΓΚΡΑΧΑΜ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΧΟΡΟΥ
Αφιερωμένο στην Χριστίνα
Το ΠΑΡΙΣΙ δεν είχε ποτέ
ξαναδεί κάτι τέτοιο: Ήταν η πρώτη φορά που ένας αμερικανικός χορευτικός όμιλος
εμφανιζόταν στη σκηνή της πραγματικά ηγεμονικής Παρισινής Όπερας. Με
πρωταγωνιστή τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, οι χορευτές έδωσαν μια επίσημη παράσταση
στην οποία παρουσιάστηκαν μερικές από τις πιο εντυπωσιακές δημιουργίες της
σεβάσμιας, ανεξάντλητης Πρώτης Κυρίας του Μοντέρνου Χορού - της Μάρθας Γκράχαμ.
Όταν η παράσταση τελείωσε κι ανέβηκε στη σκηνή η γυναίκα που δημιούργησε αυτά
τα αριστουργήματα - ακατάβλητη από το χρόνο, επιβλητική, κομψή μέσα στο
στολισμένο με πούλιες καφτάνι της- το κοινό σηκώθηκε όρθιο, ξεσπώντας σε μια
βροντερή θύελλα ενθουσιασμού. Ήταν ένα χειροκρότημα που το άξιζε αυτός ο
ζωντανός αμερικανικός θρύλος: Γιατί η Μάρθα Γκράχαμ ήταν η μεγάλη ιέρεια και η
τολμηρή πρωτοπόρος της σύγχρονης τέχνης του χορού, έτσι όπως διαμορφώθηκε
αφότου εκείνη έκανε το πρώτο θαρραλέο βήμα πέρα απ' το κλασικό μπαλέτο, εδώ και
πάνω από ένα αιώνα.
Σε μια τελετή που
ακολούθησε εκείνη την παράσταση της 23ης Ιανουαρίου 1984 - και που έγινε κατά
παράκληση της στα παρασκήνια, ώστε να αποφευχθεί η μετατροπή της σε «δημόσιο
θέαμα» - η Μάρθα Γκράχαμ τιμήθηκε από τον Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού με το
παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Η τελετή αυτή, αποτέλεσε εκείνη
την χρονιά την απαρχή μιας σειράς παραστάσεων προς τιμήν της καινοτόμου που,
σχεδόν αβοήθητη, πέτυχε να αναβαθμίσει το χορό μετατρέποντας τον, από μια σειρά
κινήσεων, σε πανίσχυρο μέσο δραματικής έκφρασης.
Μερικοί ανθρωπολόγοι
πιστεύουν ότι ο χορός είναι η πιο παλιά μορφή επικοινωνίας, παλιότερη ακόμη κι
από τον λόγο, κι αυτήν ακριβώς την αίσθηση της παντοτινότητας είναι που
αποπνέει κάθε δημιουργία της Μάρθας Γκράχαμ.
Η Γκράχαμ υπήρξε η
κυρίαρχη μορφή στο χώρο του μοντέρνου χορού πάνω από ένα αιώνα. Στο θέατρο πρόσφερε
περισσότερα έργα απ' όσα οποιαδήποτε άλλη γυναίκα (πάνω από 170 χοροδράματα).
Σχεδόν κάθε χρόνο δημιουργούσε καινούρια. Η «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (που η
πρεμιέρα της δόθηκε το 1984 στην Νέα Υόρκη) είναι ένα απ' τα αριστουργήματα της
που μέλλει, καθώς φαίνεται, ν' αποτελέσει ένα από τα έργα-ορόσημα του σύγχρονου
χορού. «Θέλω - κυριολεκτικά διψώ! -να ρουφώ άπληστα κάθε έντονη συγκίνηση!» έλεγε.
Αν κι είχε σταματήσει τα τελευταία χρόνια πριν τον θάνατό της να εμφανίζεται
επί σκηνής, λόγω της μεγάλης ηλικίας της ήταν πάντα η κεντρική φιγούρα, που
επισκιάζει κάθε άλλη, όποτε αποφάσιζε να προλογίσει προσωπικά κάποια παράσταση
του χορευτικού της συγκροτήματος.
Η σκηνική παρουσία και η
εμφάνιση της - σκούρα μαλλιά, τραβηγμένα σφιχτά πίσω, υψωμένα μήλα, μια κηλίδα
κόκκινου κραγιόν πάνω σ' ένα απίθανα χλωμό πρόσωπο - έκαναν το μικροσκοπικό της
ανάστημα να φαίνεται διπλάσιο. Μίλαγε με μια φωνή πνιχτή και απαλή που, ωστόσο,
μπορούσε να κρύβει την ίδια τρομερή απειλή μ' ένα αναμμένο φυτίλι, όποτε την έπιαναν
τα νεύρα της. «Η Μάρθα,» λέει ένας πρώην μαθητής της, «ψιθύριζε δυνατότερα απ'
όσο οι άλλοι άνθρωποι ουρλιάζουν.»
Η
σημασία της κίνησης
Στη μακρόχρονη και συχνά
μοναχική σταυροφορία της, για να δώσει στο κοινό το δικό της, μοναδικό
χορευτικό όραμα, χρειάστηκε πολλές φορές να «ψιθυρίσει δυνατά» η Μάρθα Γκράχαμ.
.. Χρόνια ολόκληρα αγωνίστηκε, έκανε θυσίες, υπέμεινε εμπαιγμούς -για να βγει
τελικά απ' αυτή τη δοκιμασία σαν φωτεινό παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει
κανείς χάρη σ' ένα γόνιμα πεισματικό εγωισμό και χάρη στην ολοκληρωτική
αφοσίωση σ' ένα σκοπό. Σήμερα, τα περισσότερα κολλέγια των ΗΠΑ περιλαμβάνουν
στα προγράμματα των μαθημάτων τους και τον μοντέρνο χορό, κι όπως λέει ένας
κριτικός, «δύσκολα βρίσκεις σ' όλη την Αμερική έστω κι ένα χορευτή που να μη
χρωστάει κάτι σ' αυτήν».
Στο διάβα του καιρού,
ηθοποιοί σαν την Τζόαν Γούντγουωρντ, τον Γκρέγκορυ Πεκ, τον Τόνυ Ράνταλ και τον
Χένρυ Φόντα στράφηκαν στην Μάρθα για να μάθουν εκείνο που η ίδια ονόμαζε
«μαγεία της χειρονομίας, σημασία της κίνησης». Η πρώην Πρώτη Κυρία της
Αμερικής, η Μπέττυ Φορντ, ήταν κι αυτή κάποτε μαθήτρια της. Το ίδιο κι ο Γούντυ
Άλλεν. Μοντέρνοι χορευτές που σήμερα πια έχουν δικά τους, ξακουστά χορευτικά
συγκροτήματα, ξεκίνησαν με την Γκράχαμ. Η ίδια, είχε προσωπικά διδάξει ακόμη
και τον σούπερ-σταρ του κλασικού μπαλλέτου, τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ.
Η Μάρθα Γκράχαμ γεννήθηκε
το 1894, στο Ώλγκενυ της Πεννσυλβάνια. Όταν η οικογένεια της πήγε να
εγκατασταθεί στην Καλιφόρνια, η τότε δεκαεπτάχρονη Μάρθα έγινε κυριολεκτικά
τσιμπούρι στον πατέρα της, να την αφήσει να παρακολουθήσει ένα ρεσιτάλ χορού με
την Ρουθ Σαιντ Ντένις, σύγχρονη της Ισιδώρας Ντάνκαν. «Μετά από κείνη την
παράσταση,» θυμόταν και έλεγε, «ήξερα ότι έπρεπε να γίνω χορεύτρια.» Εκείνος
όμως που στην πραγματικότητα της έδωσε το πρώτο της μάθημα, ήταν ο πατέρας της,
όταν κάποτε την τσάκωσε να του λέει ψέματα. «Πώς το κατάλαβες;» τον ρώτησε.
«Απ' τις κινήσεις σου. Η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα,» της αποκρίθηκε κείνος.
Ήταν μια φράση-αξίωμα που έμελλε να διαμορφώσει ολόκληρη τη ζωή της.
Ωστόσο, χρειάστηκε να
γίνει η Μάρθα 22 χρόνων και να ξεφύγει από τη μητρική προστασία (ο πατέρας της
είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα), για να γραφτεί στη Σχολή Χορού Ντένισων, που
διηύθυνε η Ρουθ Σαιντ Ντένις κι ο άντρας της Τεντ Σων. Κανονικά, οι χορεύτριες
πρέπει ν' αρχίζουν την εξάσκηση από τα παιδικά τους χρόνια και, επομένως, για
την Μάρθα θά 'πρεπε πια να είναι πολύ αργά. Η ηλικία, όμως, ποτέ δεν στάθηκε
εμπόδιο στο δρόμο της Γκράχαμ. Μέσα σε τέσσερα μονάχα χρόνια, έγινε η πρώτη
χορεύτρια του συγκροτήματος Ντένισων.
Ώρες
χαράς, ώρες οδύνης.
Το 1923, έχοντας ανάγκη
από χρήματα, η Μάρθα έπιασε δουλειά στα «Φόλλις» του Γκρήνουιτς Βίλλατζ της
Νέας Υόρκης, όπου έμεινε δυο χρόνια. Το να συμμετέχει όμως απλώς σε μια
παράσταση δεν της ήταν αρκετό. Ένιωθε την ανάγκη να πειραματιστεί μ' έναν τύπο
κινήσεων που ν' αγγίζουν τα βάθη των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το κλασικό μπαλέτο
της φαινόταν πολύ «φτιαχτό». Οι κινήσεις του, θεμελιωμένες στις πέντε βασικές
θέσεις των χεριών και των ποδιών, ήταν κάτι που δεν επεφύλασσε κανένα στοιχείο
εκπλήξεως.
«Δεν ήθελα να χορεύω σαν
λουλούδι,» θυμάται. «Ήθελα να χορεύω σαν ανθρώπινο πλάσμα και να ενσαρκώνω την
ομορφιά και το δέος του να είναι κανείς ζωντανός.» Πέρναγε ώρες κι ώρες μπροστά
στον καθρέφτη, ανακαλύπτοντας πώς εκφράζει το ανθρώπινο κορμί το πάθος, τον
πόνο, τη χαρά, τη λύπη. Δεν δοκίμαζε να κρύψει την προσπάθεια που κατέβαλλε για
να εκφραστεί με το σώμα της, όπως κάνουν οι κλασικές μπαλαρίνες. Σιγά-σιγά, μια
καινούρια χορευτική φόρμα γεννήθηκε έτσι. Εξ ίσου πολλές ώρες περνούσε
συστρέφοντας τα μέλη της στο πάτωμα ή αναπηδώντας στον αέρα. Τα κοστούμια της
ήταν λιτά και τα πόδια της ξυπόλητα. Οι κινήσεις ήταν συχνά αιχμηρές. Οι
ξαφνικές και βίαιες ωθήσεις του κορμού, αντικατέστησαν τη χάρη του μπαλέτου.
Στα 32 της, η Μάρθα
εγκατέλειψε τα «Φόλλις» και, αφού δίδαξε για ένα διάστημα σε διάφορες σχολές
χορού, σχημάτισε το δικό της μικρό χορευτικό συγκρότημα, αποτελούμενο από
πιστούς μαθητές της. Δανείστηκε 1000 δολάρια για να νοικιάσει ένα θέατρο κι
έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ στο Μπρόντγουαιη. Οι κριτικοί σοκαρίστηκαν, και τα
σχόλια τους ήταν αρνητικά. Η Μάρθα τους αγνόησε.
Στην αρχή, το κοινό που
παρακολουθούσε τις εμφανίσεις της ήταν λιγοστό, σε σημείο που αναγκαζόταν να
διδάσκει έναν ολόκληρο χρόνο, για να πληρώνει τα έξοδα μιας και μοναδικής
παράστασης. Τα οικονομικά της δεν της επέτρεπαν να τη συνοδεύει στα ρεσιτάλ της
παρά απλώς ένα πιάνο, και τα μέλη του συγκροτήματος της, πληρώνονταν το
συμβολικό ποσό των δέκα δολαρίων.
«Οι σταυροφόροι δεν
περιμένουν, βέβαια, να τους έρθει από πουθενά τσεκ,» έλεγε η Μάρθα κι έραβε
μόνη της τα κοστούμια της. Ο ρυθμός της ζωής της ήταν εξουθενωτικός: Σηκωνόταν
στις πέντε το πρωί για γα γυμναστεί (και θεωρούσε ότι ήταν σε φόρμα, μόνο όταν
μπορούσε να κάνει 400 άλματα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, χωρίς να λαχανιάσει),
ακολουθούσαν οκτώ ώρες αφιερωμένες σε διδασκαλία και πρόβες, και μετά δούλευε
μόνη της, ως αργά, νέες χορογραφίες. Το «δεν μπορώ» δεν υπήρχε.
Στα
κλουβιά των λιονταριών.
Χρειάστηκε να φτάσει στα
36 της, για να γνωρίσει τον πρώτο της θεατρικό θρίαμβο, μ' ένα έργο το οποίο
μετουσίωνε τους τελετουργικούς χορούς των Ινδιάνων των νοτιοδυτικών περιοχών,
σ' ένα θριαμβικό γιορτάσι που υμνούσε το μυστήριο της ζωής. Η παράσταση ήταν
συγκινησιακά φορτισμένη σε τέτοιο βαθμό, ώστε το κοινό, δίχως αναστολές,
επευφημούσε με κραυγές. Οι κριτικοί, επί τέλους, την πρόσεξαν. «Πηγαίνεις σε
μια παράσταση της Γκράχαμ, όχι για να δεις πόσο καλά κάνουν τα βήματα τους οι
χορευτές,» έγραψε κάποιος, «αλλά για να γευτείς κάτι από την αλήθεια της
ανθρώπινης ύπαρξης.»
Τα δημιουργήματα της
Γκράχαμ ήταν και είναι μελέτες ψυχικών διαθέσεων και ψυχικών συγκρούσεων.
Αναζητά τις εμπνεύσεις της στις αξεπέραστες από το χρόνο αρετές τόσο των κλασικών
όσο και των σύγχρονων πηγών, από την ελληνική Μυθολογία μέχρι την ποίηση της
Έμιλυ Ντίκινσον - εμπνέεται ακόμη κι απ' τα λιοντάρια. Έχει περάσει ώρες και
ώρες, σουλατσάροντας μπροστά στα κλουβιά αιλουροειδών, μόνο και μόνο για να
νιώσει εκείνη την «ξεχωριστή αίσθηση του θηρίου, ακριβώς λίγο πριν επιτεθεί».
Φτάνοντας στα 40 της, η
Μάρθα Γκράχαμ ήταν πια σταθερά καθιερωμένη σαν εθνική φυσιογνωμία της
αμερικανικής Τέχνης. Μπορούσε πια να αναθέτει το μουσικό μέρος της δουλειάς της
στους καλύτερους συνθέτες και να αγκαζάρει για τις παραστάσεις της ολόκληρες
ορχήστρες. Ο κόσμος άρχισε να τη χαρακτηρίζει μεγαλοφυΐα. Στο μεταξύ, όλο και
περισσότερο, η προσωπική της ζωή έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, σε σχέση με την
επαγγελματική. Πενήντα τεσσάρων ετών, παντρεύτηκε τον Έρικ Χώκινς, ένα μέλος
του θιάσου της, ο γάμος όμως διαλύθηκε μετά από δυο χρόνια. Τέσσερα χρόνια
αργότερα βγήκε και το διαζύγιο.
Σαν αναγνωρισμένη
δημιουργός μιας μοναδικά αμερικανικής μορφής τέχνης, το Σταίητ Ντηπάρτμεντ
έστειλε την Γκράχαμ, ως εκπρόσωπο της Αμερικής, σε δυο περιοδείες καλής θελήσεως,
στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή. Στην Ιαπωνία την αποκάλεσαν «ζωντανό εθνικό
θησαυρό». Το Παρίσι την τίμησε μ' ένα μετάλλιο. Κι όταν επέστρεψε στην πατρίδα
της, της απονεμήθηκε το Βραβείο Κλασικών Σπουδών Άσπεν και το Μετάλλιο της
Ελευθερίας, που αποτελεί την ύψιστη διάκριση με την οποία μπορεί να τιμηθεί
ένας Αμερικανός πολίτης.
«Αποσυνταξιοδότηση»
Ωστόσο, η καθαρώς
χορευτική της ζωή, παρά την άρνηση της να υποκύψει στην ηλικία της, πλησίαζε
πια στη δύση της. Με την άσκηση, την πειθαρχία και την άκαμπτη θέληση της, είχε
καταφέρει να εμφανίζεται στη σκηνή για χρονικό διάστημα κατά δεκαετίες
ολόκληρες μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χορεύτρια στην ιστορία. Στο τέλος,
όμως, η δύναμη της θελήσεως της, αυτή και μόνο, δεν αρκούσε πλέον. Μπροστά σε
κοινό χόρεψε για τελευταία φορά το 1969.
Η συνειδητή αποδοχή του
γεγονότος, ότι οι ημέρες των χορευτικών της εμφανίσεων είχαν τελειώσει, της
ήταν κάτι τόσο δύσκολο, που την έκανε ν' αρρωστήσει. Πέρασε τα επόμενα δυόμισι
χρόνια υποφέροντας από μια σοβαρή πάθηση των εντέρων. Σ' αυτό το χρονικό
διάστημα συμβιβάστηκε με την ηλικία της, κι όταν έγινε καλά,
«αποσυνταξιοδότησε» τον εαυτό της κι άρχισε πάλι να δουλεύει. Ήταν 76 ετών όταν
οργάνωσε ξανά την ομάδα της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής
της ήταν αφιερωμένα στη χορογραφία και
στην παραγωγή καινούριων έργων, καθώς και στη διεύθυνση του Χορευτικού
Συγκροτήματος και της Σχολής Σύγχρονου Χορού που φέρουν τ' όνομα της, κι έχουν
έδρα τους την Νέα Υόρκη. Εργαζόταν εννιά ώρες την ημέρα, επτά μέρες την
εβδομάδα, δημιουργώντας νέους χορούς, αναβιώνοντας παλιούς και διδάσκοντας τα
έργα της σε άλλους, ώστε να διασωθούν. Λέγεται το ανέκδοτο ότι κατά τη διάρκεια
μιας πρόβας που γινόταν αργά το βράδυ, ένα καινούριο μέλος του συγκροτήματος
ακούστηκε να εκλιπαρεί τον μάνατζερ της, που της πήγαινε ένα τσάι: «Δεν γίνεται
να της ρίξεις μέσα κανένα ηρεμιστικό;»
Η Μάρθα φαίνεται δεν ήξερε
τι θα πει επιβραδύνω το ρυθμό μου... Η τελευταία της δημιουργία ολοκληρώθηκε
και παρουσιάστηκε το 1990 με μουσική του Σκοτ Τζόπλιν και κοστούμια του Κάλβιν
Κλάιν.
Λίγο αργότερα, η Γκράχαμ στα 96 της χρόνια, δημιουργική
μέχρι το τέλος και ενώ ετοιμάζει ένα νέο έργο το The Eyes of the Goddess, πεθαίνει από
πνευμονία στη Νέα Υόρκη. Ήταν 1η Απριλίου του 1991.
Το 1998, το περιοδικό ΤΙΜΕ
ανακηρύσσει τη Μάρθα Γκράχαμ «χορεύτρια του αιώνα», επτά χρόνια μετά το θάνατό
της. Το αμερικανικό κράτος την είχε ήδη
ανακηρύξει «Εθνικό θησαυρό», τίτλο που για πρώτη φορά δόθηκε σε χορεύτρια και
χορογράφο. Πως θέλετε να σας θυμούνται; Την είχαν ρωτήσει. Ως χορεύτρια ή ως
χορογράφο; «Ως χορεύτρια»! απαντούσε.
Η ομάδα της, η παλαιότερη
ομάδα χορού στην Αμερική, η Martha
Graham Dance Company, που ιδρύθηκε το 1926, και συμπληρώνει φέτος 92 χρόνια,
συνεχίζει την θριαμβευτική της πορεία με παραστάσεις σε όλο τον κόσμο και
συνεργασίες με τους επιφανέστερους χορευτές και χορογράφους.
Θα μπορούσε να γραφτούν
πολλά για την Μάρθα Γκράχαμ. Αλλά δύσκολα θα μπορούσε να απαντηθεί η ερώτηση:
Πώς θα ήταν ο χορός σήμερα
χωρίς τη δική της πολύτιμη συμβολή;
Πηγές:
Άρθρο των Emily και Ola d'
Aulaire στο περιοδικό Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου