Είναι μια χαριτωμένη ιστορία σαν αυτές που άκουγα από τον πατέρα μου Αντώνη Γραικιώτη που ήταν δικαστής και που μας τις διηγείτο με τον ξεχωριστά όμορφο δικό του τρόπο.
Ηταν η πρώτη μου υπόθεση. Ο εντολέας ήρθε συστημένος από συμπατριώτες μου που μένουν στην Αθήνα. Κατηγορείτο για υπεξαίρεση χρημάτων του αποθεματικού πολυκατοικίας και υπεξαγωγή των εγγράφων της διαχείρισης.
Ο κατηγορούμενος ήταν συνταξιούχος αστυνομικός. Το αυξημένο αίσθημα ευθύνης, αλλά και του ενθουσιασμού, πρώτη υπόθεσή μου, συνέβαλαν στο να προηγηθούν πολλές συναντήσεις με τον κατηγορούμενο για την προετοιμασία της υπεράσπισής του.
Εκεί συνάντησα τις πρώτες δυσκολίες. Επρεπε να αντιληφθώ την ουσία της υπόθεσης, αλλά κυρίως να πείσω τον εντολέα μου για τον τρόπο υπεράσπισής του. Ολα στην αρχή προσέκρουαν στην πολυπράγμονα εμπειρία, αλλά και γνώσεις του. Επαναλάμβανε τη φράση του «άκου να σου πω τι θα κάνεις και τι θα πεις».
Τελικά μετά από πολλές προσπάθειες κατέληξα στο λογικό συμπέρασμα ότι δεν είχε υπεξαιρέσει το παραμικρό ποσό. Απλώς επειδή αρνείτο να εξηγήσει στους άλλους ενοίκους τον τρόπο χρήσεως του αποθεματικού και πού δαπανούσε τα ποσά, οι ένοικοι σχημάτισαν την πεποίθηση ότι είχε υπεξαιρέσει το αποθεματικό.
Συνέταξα ένα σημείωμα για το Δικαστήριο, στο οποίο με υπολογισμούς απεδείκνυα ότι δεν είχε υπεξαιρέσει το ελάχιστο ποσό και ήμουν απολύτως βέβαιος για την απαλλαγή του.
Ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου άρχισε η ακροαματική διαδικασία.
Σιγά σιγά εξελίχθηκε η υπόθεση και διεπιστώθησαν και ότι δεν είχε τελέσει το αδίκημα της υπεξαίρεσης και ο δύστροπος χαρακτήρας του κατηγορουμένου.
Σηκωνόταν και διέκοπτε τους μάρτυρες, τους δικηγόρους, τους δικαστές. Εξέφραζε τις απόψεις του και κατέληγε στον επωδό «δεν με ακούγανε».
Ο μόνος που αγωνιούσε για την υπόθεση ήμουν εγώ, προσπαθώντας να τον συγκρατήσω και να μου επιτρέψει να εξηγήσω στο Δικαστήριο ότι ήταν ισχυρογνώμων, αλλά αθώος.
Και ενώ όλα πήγαιναν καλά και πράγματι απεδείχθη ότι δεν υπεξαίρεσε το αποθεματικό, άρχισε να βγάζει από μια τσάντα που κρατούσε σφιχτά επάνω του διάφορα έγγραφα, με τα οποία βομβάρδισε το Δικαστήριο. Ηταν τα έγγραφα που κατηγορείτο ότι υπεξήγαγε. Τα έδινε με έντονο ύφος στον πρόεδρο του Δικαστηρίου, φωνάζοντας «τα κράτησα για να αποδείξω το δίκιο μου».
Βεβαίως δεν καταλάβαινε ότι αν δεν τα είχε κρατήσει δεν θα του υπέβαλαν μήνυση.
Η απόγνωσή μου βρήκε προσωρινή λύση από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου. «Διακόπτουμε για πέντε λεπτά».
Πριν κατεβεί από την έδρα απευθυνόμενος προς εμένα, είπε: «Συνήγορε πλησιάστε στην έδρα».
Τα γόνατά μου κόπηκαν. Τι έγινε. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό στη διάρκεια της άσκησής μου, ούτε το είχα διαβάσει στη δικονομία.
Πλησίασα και άκουσα τον πρόεδρο να λέει τη φράση «Συνήγορε πληρώθηκες;». Τα έχασα. Συνέχισε. «Πρόσεξε. Διακόπτω για να πληρωθείς. Θα αθωωθεί για την υπεξαίρεση, αλλά θα καταδικασθεί για την υπεξαγωγή».
Από τότε πέρασαν τριάντα χρόνια κοντά. Ακόμα θυμάμαι. Πρόσεξε...
Ευαγγελος Γαλετζας, Δικηγόρος
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_20/02/2010_391531
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου