Η
ιστορική ανασκόπηση του Ελληνικού Έθνους
Γραφεί
ο Τζον Αντον*
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα αφιέρωσα
στη μελέτη της ιστορίας των ιδεών και ιδίως στον Ελληνισμό ως ιδέα και
πραγματικότητα. Η θέση στην οποία έχω κατασταλάξει ίσως φανεί αυστηρή σε
κάποιους, σε άλλους ίσως συμβιβαστική, κι άλλοι αναγνώστες πιθανόν να μείνουν
εντελώς αδιάφοροι. Ανεξάρτητα από τις εκδοχές αυτές θεωρώ χρέος μου να δηλώσω
καθαρά τη θέση που παίρνω. Νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε απερίφραστα για έναν ενιαίο
χαρακτήρα του συνεχώς διαβιούντος Ελληνισμού από αρχές της Ιστορίας του, κι
είναι τέτοιος που η όλη διαδρομή του συνοδεύεται από μια οργανική ενότητα
δημιουργικών εκφάνσεων.
Δεν νομίζω ότι είναι σωστό
ή και ωφέλιμο, όταν γίνεται λόγος για δημιουργικές εκφάνσεις, να επικεντρώνουμε
την προσοχή μας αποκλειστικά και μόνο στις μεγάλες και ηρωικές μέρες του
Ελληνισμού και να ξεχνάμε ή σκόπιμα να κρύβουμε, από ντροπή, τις δύσκολες και
δύστηνες εποχές που υπέφερε το Έθνος.
Δεν βοηθά σε τίποτα, όταν
κάνουμε ιστορική ανασκόπηση, να επιλέγουμε με υπολογισμό, όπως γινόταν στα
συνοικέσια οι γονείς της υποψήφιας νύφης ή του γαμπρού να προωθούν την παντρειά
κρύβοντας τα ενδεχόμενα «κουσούρια».
Για την επιστημονική γνώση
όλα τα γεγονότα και συμβάντα, εφόσον ανήκουν δικαιωματικά στο ενεργητικό και το
παθητικό ενός λαού, πρέπει ως τέτοια να εκτίθενται και να μελετιούνται χωρίς
προκατάληψη.
Καθώς το θέτει η λαϊκή
σοφία, όποιος κρύβει την αρρώστια πάει μαζί με δαύτη.
Προχωρώ στο επόμενο
σημείο. Πάντα ελλοχεύει ο πειρασμός των προτιμήσεων σαν θέλουμε να
ζητωκραυγάσουμε για την κάτοψη των γεγονότων που μας συμφέρει.
Έχω υπόψη μου το πώς θα
πρέπει να αντικρίζεται ο Ελληνισμός στην ολότητα του κι όχι με βάση τους
διαχωρισμούς και τις επιλογές που προτιμάμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι
μεροληπτικές κραυγές, όσο κι αν τις χρωματίζει ο ενθουσιασμός, ζημιώνουν και
στην καλύτερη περίπτωση υποβαθμίζουν το μισό οικοδόμημα.
Το καταδικάζουν. Είναι σαν
το πουλί που στην έξαρση του πετάγματος περιφρονεί το ένα φτερό για να παινέψει
το άλλο, που το νομίζει δυνατότερο.
Με ενδιαφέρει να σχολιάσω
τις προτιμήσεις που σχετίζονται με την εκτίμηση της προσφοράς του Ελληνισμού.
Θέλω να τονίσω πόσο
επικίνδυνοι αποβαίνουν οι απόλυτοι διαχωρισμοί στο χώρο της ελληνικής
δημιουργίας της κλασικής εποχής.
Δεν θα αναφερθώ σε όλους
τους τομείς όπως την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική δράση. Τον πρώτο λόγο
σ' αυτούς τον έχει πάντα ο Θουκυδίδης.
Η Ελλάδα ήταν και είναι
μία, αλλά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και οι άλλοι πόλεμοι, μικροί και μεγάλοι,
δείχνουν πού οδηγούν οι διαχωρισμοί στην πράξη όταν γίνονται απόλυτοι κι
ασυμβίβαστοι.
Ανάμεσα σε Έλληνες και
Πέρσες το καταλαβαίνω - πάντα βοηθά να διαβάζουμε Ηρόδοτο - αλλά ανάμεσα σε
Σπάρτη και Αθήνα;
Αυτό πια αρνιέται να το
χωρέσει ο νους όσο κι αν η πραγματικότητα παραμένει αναμφισβήτητη.
Αν υποθέσουμε ότι η Σπάρτη
και η Αθήνα ήταν στεγανοί και ξεχωριστοί κόσμοι, τότε δεν ευσταθεί η ιδέα ότι η
Ελλάδα ήταν πράγματι ενιαίος, ακέραιος και πλήρης οργανισμός, για να μιλήσω με
βιολογική μεταφορά.
Ο Έλληνας πολίτης,
ανεξάρτητα ποίας εποχής, όταν επιμένει να χωρίζει τα αξεχώριστα, καταντάει
σχιζοφρενικός.
Το χειρότερο είναι ότι αυτοπαγιδεύετε
και γίνεται ανθέλλην στη σκέψη και στην πράξη.
Τα γεγονότα που
ακολούθησαν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έδειξαν για μια φορά ακόμα πόσο κοντά
συμβαδίζουν οι απόλυτοι διαχωρισμοί σαν συνοδεύονται από τα πάθη του μίσους και
της αδιαλλαξίας.
Με πόση συμπόνια μα και
συγκρατημένη αγανάκτηση μίλησε ο Σολωμός για το διαχωρισμό της εποχής του:
«...εάν μισούνται ανάμεσα τους δεν τους πρέπει ελευθέρια» (στροφή 141).
Ο ποιητής δεν εξαγγέλλει
καταδίκη. Στοχάζεται, παρατηρεί και προαγγέλλει.
ΠΑΡΑΤΗΡΩ κι εγώ ως
σχολιαστής για να φέρω στο προσκήνιο έναν άλλο διαχωρισμό που δεν μας έχει
ενοχλήσει όσο θα έπρεπε -υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις.
Για τους ξένους που έχουν
πείσει τον εαυτό τους ότι αγαπούν την Ελλάδα, ο διαχωρισμός που θίγω, μάλλον
συμφέρει στη σχηματική παρουσίαση μιας κακόπλαστης διαλεκτικής της νομοτέλειας
των ιδεών.
Δεν χωράει κατά τη γνώμη
μου π.χ. απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Άλλο διαφορά
απόψεων σε καίρια σημεία και άλλο αντιπαλία.
Δεν υπάρχει αντιθετική
παράθεση στους Έλληνες φιλοσόφους όπως δεν υπάρχει και στους τραγικούς ποιητές.
Για την ορθή εκτίμηση της
κληρονομιάς που παρέλαβαν ο κατοπινός Ελληνισμός - επιτέλους και ο σύγχρονος -και
ως ένα βαθμό και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος και στο επίπεδο που τη μελέτησαν,
καιρός είναι να ρωτήσουμε και να μάθουμε ποιοι ήταν και είναι εκείνοι που
διέζευξαν τη φιλοσοφία του Πλάτωνος από τη φιλοσοφία του μαθητού του, του
Αριστοτέλους.
Εδώ εγγίζομε ένα μεγάλο
ορόσημο, ακατάλυτο, στην ανάπτυξη της ανθρωπότητος, που ετέθη με τη ρηξικέλευθη
και πρωτόφαντη προσφορά του ελληνικού στοχασμού.
Είναι, λοιπόν, σωστό να
δεχόμαστε παθητικά τις ερμηνείες που αμφισβητούν την οργανική ενότητα της
ελληνικής δημιουργίας και που επιμένουν ότι διεσπάσθη και αλλοιώθη;
Εδώ η διαβρωτική ερμηνεία φτάνει στο έπακρο.
Ψάχνει να ανακαλύψει απόλυτες διαφορές εκεί που δεν υπάρχουν. Επιμένω στο
σημείο αυτό, γιατί σαν παραδεχθούμε, τάχα με επιχειρήματα που τα δούλευαν και
οι αρχαίοι, ότι διεσπάσθη η ενότητα του δημιουργικού Ελληνισμού, κατ' ανάγκη
απορρίπτουμε και την ενότητα του πολιτιστικού λόγου του.
Ήρθε η ώρα η καλή να
μάθουμε, επιτέλους, γιατί φόρτωσαν με διαχωρισμούς τον Ελληνισμό οι ξένοι -
παρέσυραν κι αρκετούς δικούς μας - κατά διαστήματα, παραγεμίζοντας τη φαντασία
τους με ιδιόμορφα σχήματα και ιδεολογίες που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα
της Ιστορίας.
Πρέπει να βγουν στην
επιφάνεια τα επιχειρήματα και να ξεσκεπαστούν οι σκοπιμότητες που εξυπηρέτησαν!
Πρέπει να ιδούμε χωρίς
φόβο και χωρίς πάθος τι κρυβόταν πίσω από τη διαμάχη μεταξύ του πλατωνίζοντος
Γεμιστού Πλήθωνος και του αριστοτελίζοντος Γ.Γεννάδιου.
Δεν θα θίξω εδώ τις
επαναλήψεις του ίδιου φαινομένου στην εποχή μας, αν και επενεργεί διαβρωτικά
και βλάπτει την παιδεία και πορεία του λαού.
Σε άλλη ευκαιρία θα ζητήσω
να εξετάσω κατά πόσο ευσταθεί η θέση ότι ο ελληνικός στοχασμός, ιδιότυπα και
λογικά ολοκληρωμένος, παρέμεινε κοσμική σοφία.
Οι πατερικοί ερμηνευτές
του ισχυρίστηκαν ότι αποστολή του ήταν να προετοιμάσει διανοητικά την προάσπιση
του αφικόμενου Χριστιανισμού. Είναι κι αυτή μια ερμηνεία από μη ελληνική
σκοπιά.
Κι ήταν υποχρεωμένη
εξαιτίας της αποστολής της να περιορίση την ελληνι κή σοφία στα όρια των
κοσμικών πραγμάτων, δηλαδή στο επίπεδο του ποοάγ γελου κι όχι του κάτοχου μιας άλλης
υπερκοσμικης αλήθειας.
Η ερμηνεία αυτή εξακο0λουθεί
να κατέχει περίοπτη θέση σήμερα και χωρίς άλλο θα συνεχιστεί.
Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως
τον ιστορικό του Ελληνισμού δεν είναι η
αλλότρια εκτίμηση του και η καταγωγή των διαχωρισμών όσο ο τρόπος με τον οποίο
τοποθετείται ο Ελληνισμός από τη θεολογία των πολιτισμών μέσα στο στίβο της
πάλης των θρησκειών.
Σε άλλη ευκαιρία θα μιλήσω
για τον ενιαίο και συνεχή χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας. Αυτό που πρέπει να
προσθέσω είναι ότι τον ενιαίο χαρακτήρα του Ελληνισμού εν γένει, τις
περιπέτειες του, τις κρίσεις κι εσωτερικές αναδιαβαθμίσεις των αξιών του, τις
αντικατοπτρίζει η γλώσσα με τις παράλληλες αλλαγές που υπέστη χωρίς να
αλλοιωθεί η δομή της.
Οφείλουμε να της
αναγνωριστεί η δύναμη εκφραστικού οργάνου εξαιρετικής ολκής.
Οι ιστορικοί της γλώσσας γνωρίζουν πως, παρά τις ποικίλες φάσεις που
πέρασε, διατήρησε το βασικό χαρακτήρα της και εννοιολογικά και λεξιλογικά.
Πολλά ήταν τα προβλήματα
που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες, ξέχωρα από τους ομιλούντες την
ελληνική, τους «ελληνίζοντες» όπως λεγόντουσαν.
Συναντάμε στη γλώσσα των
Ελλήνων ένα ιδιάζον φαινόμενο: Την καταπληκτική αντοχή της στις μεταβαλλόμενες
πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, τέτοια μάλιστα αντοχή που αψηφάει τυπικούς
διαχωρισμούς.
Σ' αυτή την αντοχή στηρίζονται
εν μέρει και οι διάφοροι ιστορικοί που υποστηρίζουν την ενιαία και συνεχή
ανέλιξη των φάσεων της Ιστορίας του ελληνικού λαού.
*
Ο καθηγητής Τζον Αντον για μισό περίπου
αιώνα καλλιεργεί και συντηρεί στις ΗΠΑ την παράδοση εκείνη των Αμερικανών
διανοουμένων που στρέφεται προς τον Ελληνισμό για να αντλήσει δύναμη και ιδέες.
Γραμματέας και ψυχή του «Ομίλου για τη διάδοση του Αριστοτέλη», που απαριθμεί
σήμερα πάνω από 500 μέλη, καθηγητές της Φιλοσοφίας και της Φιλολογίας στα
αμερικανικά πανεπιστήμια, συνέτεινε στην αναβίωση του Αριστοτέλη στις ΗΠΑ. Είναι
επίσης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΥΠΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Κυριακή
29 Ιανουαρίου 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου