Χριστούγεννα
στο χωριό
Της ΓΙΩΤΑΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ-ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΗ
Tί έπαθες αδερφούλα μου; Τώρα έτσι δα μες
τη μέση κινάς; Τόσα χρόνια έχουμε ν' ανταμωθούμε! Ντιπ να μην ερχόσουν. O Θεός ξέρει πότε θα ματαϊδωθούμε.
— Δεν μπορώ,
θέλω να γυρίσω πίσω.
— Είναι η αγάπη πού μούχες.
"Αν μ' αγάπαγες, θάμενες να περάσουμε τις γιορτάδες αντάμα. Μ' έφαγαν τα
ξένα και μένα. Κι ύστερα ήρθες, να ξεδώσεις.
— Σ' αγαπώ Εύγενούλα μου,
σ' αγαπώ, κι αυτό μπορείς να το νιώσεις. Πάνω στο μεγάλο μου πόνο εσένα θέλησα να
δω, κι ήρθα κοντά σου, να παρηγορηθώ. Άλλα όπως ήρθα, έτσι και θέλω να φύγω, να
πάω κοντά στα παιδιά. Η μάνα μας, το ξέρω, θα κάνει το πάν για να περάσουν
καλά. Άλλα αυτά τα μεγαλογιόρτια, καλύτερα να βρίσκουμαι κοντά τους. Να στολίσω
μαζί τους το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τόχουν ανάγκη, αλλιώς τις μέρες τούτες θα
νιώσουν ορφάνια, είναι μικρά για να καταλάβουν τη φωτιά μου.
— Κι εγώ τα λυπούμαι
πιότερο. Εδώ στην Αμερική, όπως
ήρθα, με της μάνας τη γλώσσα απόμεινα, ενώ εσύ αδερφούλα μου, μιλάς
ωραία.
Με σφιγμένη την καρδιά
ξεχώρισαν οι αδελφές. Μα στο βάθος τους η ίδια ικανοποίηση ανθρωπιάς
λουλούδιζε. Θάδιναν χαρά στα παιδιά. Γι'
αυτά ζούσαν.
Δεν έβλεπε πότε να φτάσει.
Ίσα - ίσα παραμονιάτικα θάφτανε. Αμέσως θάτρεχε στην αγορά να βρει ένα δέντρο, το
καλύτερο και το μεγαλύτερο έλατο θ' αγόραζε φέτος. Ξέχωρα τα δολλάρια πού της
έδωκε η Ευγενούλα για το δέντρο. Άμ και τα στολίδια, μια βαλίτσα ολόκληρη
λαμπιόνια, πολύχρωμα χρυσά, ένα σωρό στολίδια, κάτι πράγματα πού ζούσαν στην
Αμερική! Θα τρίβουν τα μάτια τους μικροί
και μεγάλοι. Και το στεφάνι με την καμπάνα και τον κόκκινο βελούδινο φιόγκο πού
θα κρέμαγαν στην εξώπορτα; Θα τρελαίνονταν απ' τη χαρά τους τα παιδιά. Έκαναν
σαν τρελλά με το φτωχόδεντρο πού τους φτιάχναμε, και τώρα!!
Πάντως, χωρίς δέντρο
δεν τ' αφήναμε ποτέ. Νάναι καλά ό φούρναρης της γειτονιάς, πού έκαιγε
ακόμη το φούρνο του με τα πουρνάρια κάτι τέτοιες μέρες και έφερνε κέδρα και
έλατα, πού έμοιαζαν με χριστουγεννιάτικα δέντρα. Διάλεγε και μας έδινε το
καλύτερο. Και μείς το γεμίζαμε με βαμβάκια για χιόνια και κρεμούσαμε γύρω - γύρω καρύδια
ντυμένα με πολύχρωμα χρυσά.
Κρεμούσαμε ζωγραφιές, τον
Άγιο Βασίλη, τη γέννηση, τ' αγγελούδια. Ζηλευτό κι όμορφο-στόλιστο φάνταζε. Μα το
φετινό θάναι κάτι άλλο, πλούσιο, αληθινό!
Σαν μπουναμάς θα τους
έρθω, σκεφτόταν Θα τους ξαφνιάσω, για νάναι διπλό το δώρο της γιορτής.
"Αν δεν έχουμε
καθυστέρηση με το αεροπλάνο, θα τους προλάβω στο σπίτι ίσα στο φαί. Μετά θα παν
στην πολυκατοικία του Διαμαντή, εκείνη έχει σειρά σήμερα, θα τους βρω εκεί. Όλοι
άνασκουμπωμένοι θάναι στη δουλειά. Ή γιαγιά, ποιος ξέρει τί θα τους τάζει για
να τους έρθει πιο ελαφρότερη ή κούραση.
Όπως τα πρόβλεψε, έτσι
έγιναν. Λίγη καθυστέρηση και μόλις πατάει στο σπιτικό τους, παρατάει τις
βαλίτσες της και τρέχει για τον τόπο της δουλείας.
"Όλοι σήμερα
καθάριζαν τα σκαλιά. Άλλος με σφουγγάρι, άλλος με σύρμα και με βούρτσες έτριβαν
με μπόλικη σαπουνάδα τα μάρμαρα. Πέντε ως δέκα χρόνων ήταν τα τρία κοριτσάκια
της, με κατακόκκινα σα ρεπανάκια, τα χεράκια και τα γονατάκια τους απ' τα νερά.
Τρία χελιδονάκια ήταν κελαϊδιστά τα σπλάχνα της.
— Να, κοίτα, γιαγιά, τα
καθάρισα καλά;
— Ναί, ναί, μπράβο, έλεγε
ή γιαγιά, κι έδινε κουράγιο όχι τόσο στα γηρατειά της, μα στην κούραση της.
Γρήγορα κάντε να τελειώνουμε, κι' απ' εδώ ίσα στα μαγαζιά. Διπλό μισθό θάχουμε για
τις γιορτάδες και θα σας αγοράσω καινούρια παπούτσια και κάλτσες και κεντίδια.
— Έ! Κι εγώ είμαι δω, θα
τους αγοράσω το πιο μεγάλο έλατο, έφερα μπόλικα στολίδια...
— Ή μαμά, ή μαμά! είπαν μ'
ένα στόμα τα παιδιά.
— Αυτό δεν το περίμενα. Να
γυρίσεις δεν το περίμενα θυγατέρα μου. Και σκούπιζε με τους αγκώνες τον χοντρό
ιδρώτα απ' το πρόσωπο της ή γιαγιά. Για τόσο ήταν; Αλάτι σούριξαν και ξωπίσω
αμέσως; Εγώ για καλό είπα να πας, να περάσεις βουνά, λαγγάδια και θάλασσες, να
ξεχαστείς, και συ γύρισες! Μια χαρά τάβγανα πέρα με τα 'γκονάκια
μου.
— Τέτοιες μέρες χρονιάρες,
μάνα, δε μπόραγα να μείνω μακριά τους. Μη μου θυμώσεις. Να βοηθήσω κι εγώ και
τραβάμε για τα ψώνια.
Έσκυψαν όλοι χαρούμενοι
στη δουλειά. Μα της γιαγιάς η καρδιά πέτρωσε. Πίστευε πώς η κόρη της κάτι
θάκανε στην Αμερική. Τριάντα χρόνια ήταν, ολο και έλπιζε πώς θα τη' βόλευε η
Εύγενούλα. Αλλιώς την περίμενε κι αύτη τους ήρθε με τα στολίδια για το δέντρο,
Καλόψυχη η θυγατέρα μου, μα
η τύχη της με μαύρο μελάνι γράφτηκε. Τί ήταν στα δεκαοχτώ της χρόνια να
γνωριστεί με τό φαντάρο και να κλεφτεί. Που τον ήξερε πούθε βαστάει η σκούφια
του! Κι αμέσως τρία παιδιά τόνα πίσω απ' τ' άλλο· ήρθαν. Και μετά ήρθε ή χαμένη
η αδερφή του να καθίσει στο σπίτι τους. Που να ξετάσουν "ποια αδερφή,
ώσπου το πράγμα δεν κρύφτηκε, η ίδια τους έκαμε τσακωμούς, και ζουρλάθηκε. Δεν
ήταν η αδερφή του, ήταν η αγαπητικιά του βρωμίαρου, Ακούς εκεί μες το κατοικιό
του, μες τα παιδιά του, πάει χάλασε ό κόσμος.
Σα σκουλήκι έπεσε στα
πόδια της γυναίκας του ο ξεδιάντροπος να μην τη διώξουν, να την έχουν στο σπίτι
τους, να ζούνε μαζί. Έκλαιγε και της φίλαγε τα πόδια και τα χέρια. Μωρέ καλά
λέω, πάντα η ζαβή σκύλα κρατάει μαντρί. Αυτό τα' απέκλεισε, θα τρελαίνονταν,
ένα τέτοιο δεσμό δεν τον άντεχε κι έδιωξαν την αδελφή. Μα ο διάβολος ήταν
σαρκωμένος στο πετσί του. Μέχρι και φονικό σκέφτηκε να κάνει, να βγάλει τη
γυναίκα του απ' τη μέση για να ζήσει με την άλλη και ποιος τον εμπόδιζε, στα
τσακίδια να πήγαινε ό άτιμος,
Καλά νάναι ο γαλατάς, πού
ήρθε κείνο το πρωί νωρίτερα απ' την ώρα του κι άκουσε τις μουσικές και τις
βρύσες όλες να τρέχουν και τα πνιγμένα βογγητά της και βρόντησε την πόρτα και
τη γλίτωσε. Και τί βλάκας αύτη ή θυγατέρα μου ή τί καλή μπορούμε να την πούμε,
ούτε πού θέλησε να τον καταγγείλει. Έτσι τον άφησε να φύγει, να τσακιστεί.
Μωρέ, τέτοια τομάρια να μπορούν να ζουν ανάμεσα σ' ανθρώπους. Μεγάλη καρδιά η
θυγατέρα μου και μυαλό. Ήταν καλύτερα, είπε, για τα παιδιά της νάχουν πατέρα
φευγάτο, παρά φυλακωμένο για φονιά... Αυτά αναθυμόταν η γιαγιά καθώς δούλευε.
Οι πολυκατοικίες, ευτυχώς,
τους έσωσαν. Δώδεκα έχουν στη σειρά και καθάριζαν τα σκαλιά τους. Κουράζονταν
πολύ, μα τάβγαζαν πέρα. Σαν παιγνίδι, όταν δεν είχαν μαθήματα, βοηθούσαν και τα
παιδιά, μα οι καρδιές των δυο γυναικών σπιρτάδα έβγαζαν, καίγονταν.
Πρόλαβαν κι έκαμαν τα
ψώνια τους και μια ξεκούραση τους έδινε η χαρά, πού έστηναν το δέντρο τους γερά
για να το φορτώσουν όλα τα στολίδια και τα παιγνίδια πού έφερε η μαμά. Κάθε
τόσο η γιαγιά γριζάλιζε.
— Εμείς στον καιρό μας, δεν
ξέραμε απ' αυτά. Εμείς όλο κι όλο είχαμε το γουρούνι να σφάζεται του Χρίστου.
Μαζεύονταν τέσσερις -πέντε αντάμα, έπιαναν το γουρούνι άλλος απ' τα' αυτιά,
άλλος' -απ' τα ποδάρια και τόριχναν καταή.
Χριστούγεννα, καρδιά του
χειμώνα. Τα χιόνια ως το γόνα τάχαμε. Απλώναμε τις σκούπες απ' τα έλατα και κει
πάνω έσφαζαν τό γουρούνι. Αμέσως του πόμωναν το στόμα μ' ένα κρεμμύδι και
θυμίαμα. Έβαζαν στην ξύστρα θράκα και
θυμίαμα και το θυμιάτιζαν για να φύγουν τα καλκατζούρια. Και
γιόμιζαν τα σύμπαντα
με τσιγαριθρες, μπαμπάρια, κρέατα, πασταριές.
— Στο γουρούνι έρχονταν οι
καλικαντζαραίοι γιαγιά;
— Ναι, παιδάκια μ' στο
γουρούνι έπαιρναν κι έτρωγαν. Γι' αυτό στο τσιγκέλι πού το κρεμάγανε μπήγανε
πηρούνια, μαχαίρια στο κρέας να τα βλέπουν και να φεύγουν. Έφευγαν τα καλικατζάρια
και όταν έβλεπαν με την αγιαστούρα τον παπά. Τότε έπιαναν τη ρεματιά, φεύγετε να
φεύγουμε..-
"Έλεγε κι έλεγε η
γιαγιά και φούσκωνε τα μπαλόνια τα χρωματιστά. Που εμείς μπαλόνια. Φουσκώναμε
τη φούσκα απ' το γουρούνι.
Και που ν' άρτυθούμε.
Σαράντα μέρες για του Χρίστου, βαστάγαμε τη νηστεία. «Μην αρτυθείς, Βασιλικούλα
μ'», έλεγε η βαβάμ. «Μη δεις στις τσαβτίλες τα τυριά και φας!». «Ντιπ δεν αρταίνομαι».
Που κόταα να φάω, ή μάνα μ' με την καπιστράνα απ' τη γαϊδάρα θα μ' έδενε. Τις
κεφαλακιές γιορτές ένα καιρό τις βάσταγε ο κόσμος. Που παιδί να γεννηθεί του
Χρίστου... Μεγάλη αμαρτία και για τη μητέρα και για τον πατέρα, γιατί αυτό θα
πιάνονταν απ' του Βαγγελισμοΰ. Αυτές τις μέρες μόνο ο Χριστός γεννιέται.
Φιλιλογική Πρωτοχρονιά 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου