ΤΟ
ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
ΚΑΙ
ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΚΙΑ
Οι δώδεκα ημέρες που
μεσολαβούν απο τα Χριστούγεννα έως τα Θεοφάνεια, ονομάζονται από το λαό μας
»αβάφτιστες», επειδή ο Χριστός δεν έχει ακόμη βαφτιστεί.
Από την Παραμονή των
Χριστουγέννων, έως την Παραμονή των Φώτων, οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται από τους
Καλικάντζαρους, τους οποίους ο λαός μας, ονομάζει και Παγανά/ Τελώνεια/ Κολωβελόνηδες/
Τσιλικρωτά/ Καλλιοντήδες/ Εξαποδώ/ Κάηδες/ Σκαλίμπια/ Λυκοκάντζαρους κ.α.
Σε πολλά μέρη, οι γυναίκες
το διάστημα αυτό, δεν έκαναν παλαιότερα καμιά σχεδόν εργασία του σπιτιού.
Απέφευγαν να μπαλώσουν ρούχα »για να μη
μπαλώσουν και τα σύννεφα», (και λιώσουν τα ρούχα, όπως διαλύονται και τα
σύννεφα ή διατηρηθούν τα σύννεφα, όπως διατηρούνται τα ρούχα και έτσι χαλάσει ο
καιρός, για μεγάλο χρονικό διάστημα).
Δεν άλεθαν επίσης στο
Χειρόμυλο, ούτε δούλευαν στον αργαλειό, για να μη φέρουν βροντές. Κάθε ημέρα
όμως, έκλωθαν λίγο μαλλί, ίσα ίσα ένα δράχτυ, που το κρεμούσαν σε μια γωνιά του
σπιτιού – κατά προτίμηση κοντά στο τζάκι – για να το πάρουν οι καλικάντζαροι
και να μη κάνουν άλλες ζημιές στο σπίτι.
Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα
με τη λαϊκή πεποίθηση, είναι παράξενα, αλλόκοτα πλάσματα, που τα έπλασε η αγνή
φαντασία του λαού μας, μοιάζουν πολύ με ανθρώπους, μα έχουν πόδια τράγου και
χέρια μαϊμούς. Μακριά ίσα μαλλιά κρέμονται από το στενόμακρο κεφάλι τους.
Μουστάκια και σουβλερά γένια κάνουν ακόμη πιο εξωτική τη μορφή τους. Τα κορμιά
τους είναι λιγνά και γεμάτα τρίχες, τα νύχια τους γαμψά, τα μάτια τους
κατακόκκινα. Με δυο λόγια, είναι τα πιο άσχημα και διαβολεμένα πλάσματα που θα
μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ωστόσο, όλοι τους έχουν και από ένα κουσούρι, που
τους κάνει να διαφέρουν μεταξύ τους. Άλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι
μονόφθαλμοι, άλλοι στραβοπόδαροι, άλλοι ξεπλατισμένοι, (οποιοδήποτε δηλαδή σωματικό ελάττωμα θα
μπορούσε να έχει άνθρωπος, το βρίσκει κανείς στους καλικάντζαρους.
Τα παράξενα τούτα πλάσματα
ζούνε όλο το χρόνο, στα βάθη της γης και αγωνίζονται να καταστρέψουν τον »απάνω
κόσμο», γιατί τον ζηλεύουν. Με κοφτερά τσεκούρια πελεκούν το μεγάλο δέντρο,
που, καθώς λέει η παράδοση, στηρίζει όλη την πλάση. Πελεκούν, πελεκούν,
ιδροκοπούν, μπαφιάζουν, βαλαντώνουν, μα το τσεκούρι δε το αφήνουν.
Άλλοι όμως λένε πως
πριονίζουν το δέντρο της γης, ακόμη και μα τα νύχια τους. Κόβουν, κόβουν και
σαν ο κορμός φτάνει να στηρίζεται σε μια άκρη μόνο, ίσα ίσα μια τρίχα, λένε
»άιντε μη βουλιάξει η γη και μας πλακώσει, πάμε και θα πέσει μοναχό του».
Βγαίνουν τότε από τα
έγκατα της γης και γυροφέρνουν τις νύχτες σε πολιτείες και χωριά, για να
τυραννήσουν τους ανθρώπους.
Πολλοί οδοιπόροι, που
βρέθηκαν τις νύχτες αυτές σε δάση και ερημωμένους κάμπους, λένε πως τους είδαν
να γυρίζουν εδώ κι εκεί γυμνοί, φορώντας μονάχα σιδερένια παπούτσια, ή
ξυλοπάπουτσα και σκούφιες από γουρουνόπετσα, κρεμαστές, σα σακούλες.
Λένε ακόμα πως σταματούν
τους νυχτομένους διαβάτες και τους παρασύρουν σε αλλόκοτους χορούς που στήνουν
στα ρέματα με φοβερά νταούλια, ή ότι εμποδίζουν τους καβαλάρηδες να φτάσουν
στον προορισμό τους, αφού μπλέκονται στα πόδια των αλόγων τους.
Οι νοικοκυραίοι ξέρουν πως
οι καλικάντζαροι τις δώδεκα ημέρες που κυλάνε ανάμεσα στις γιορτές του χειμώνα,
άλλο δε θέλουν παρά να μπαίνουν στα σπίτια, να τρώνε τα γλυκά των κυράδων και
να κάνουν όποιο κακό μπορούν στους ανθρώπους.
Όμως, αυτά δεν είναι
πράγματα εύκολα, γιατί ο λαός μας ξέρει πώς να προφυλαχθεί.. Άλλοι κρεμούν ένα
κατωσάγονο γουρουνιού έξω απο την πόρτα τους και άλλοι καίνε αλάτι, ή, ένα
παλιοπάπουτσο στη φωτιά, γιατί πιστεύουν ότι οι κρότοι και η δυσοσμία του
καπνού διώχνουν τους καλικαντζάρους.
Για τα καλικαντζαράκια που
ίσως μπουν από την πόρτα των σπιτιών, πολλοί νοικοκύρηδες δένουν στο πόμολο μια
τούφα λινάρι, ώσπου να το ξεμπερδέψει ο δαίμονας και να μετρήσει τις κλωστές
του… και αν τα παγανά μπουν από την
καπνοδόχο; οι νοικοκυρές τοποθετούν στο άνοιγμά της ένα κόσκινο. Μόλις ο
καλικάντζαρος το δει, αρχίζει να μετράει, μα μπερδεύει τις τρύπες και
ξαναρχίζει το μέτρημα. Ξαναχάνει όμως τη σειρά και αρχίζει πάλι. Περνάει έτσι η
ώρα, λαλάει ο τρίτος πετεινός και εκείνος όπου φύγει φύγει, γιατί τρέμει το φως
του ήλιου και τρέχει να περάσει τη μέρα κρυμμένος σε μια απόμακρη σπηλιά,
συντροφιά με τις ξωφιές και τις λάμιες.
Άλλοι πάλι προσπαθούν να
καλοπιάσουν τα καλικαντζαράκια, γι’ αυτό πετούν στις στέγες των σπιτιών τους
ξεροτήγανα που τα ξετρελαίνουν, ή αφήνουν μπροστά στα κατώφλια τους στάμνες με
βρώμικο νερό για να τους ξεγελάσουν, τάχα, πως είναι από αυτό που πίνουν και οι
ίδιοι.
Αγαπημένος τόπος των
καλικαντζάρων, λένε, είναι ο μύλος, γι’ αυτό και η λαϊκή φαντασία έπλασε πολλά
παραμύθια.
Από το βιβλίο »Μήνας
μπαίνει μήνας βγαίνει» της Γιολάντας Τσορώνη – Γεωργιάδη
https://allforchristmas.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου