Η
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τα προβλήματα της
πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης κυριάρχησαν στη δεκαετία
του '50. Μοναδική σε διάρκεια, η οκτάχρονη πρωθυπουργία του συντηρητικού
Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το 1955 ως το 1963, χαρακτηρίστηκε από σχετική
σταθερότητα και σημαντικά οικονομικά κέρδη, παρόλο πού ορισμένοι μέθοδοι της
διακυβέρνησης του και ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών του 1961 προκάλεσαν
επικρίσεις από τα κεντρώα και αριστερά κόμματα.
Στη δεκαετία του '50 η δυναστεία
των Γλύξμπουργκ πάλι έδειχνε να είναι ασφαλής όσο ποτέ — υποστηριζόμενη από τα
κόμματα της δεξιάς, τις αφοσιωμένες ένοπλες δυνάμεις, και λιγότερο άμεσα από
τις Η.Π.Α.
Η περίοδος αυτή της
επιφανειακής σταθερότητας, που οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στον αυταρχικό
έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και του στρατού από την πολιτική δεξιά,
αντιμετώπισε το 1963 μια καινούρια ισχυρή πρόκληση με την εμφάνιση ενός δυνατού,
φιλελεύθερου κέντρου και την εντονότερη εκδήλωση της αριστεράς. Ό Κωνσταντίνος
Β' — που πρόσφατα είχε στεφθεί βασιλιάς — πιστεύοντας ότι απειλούνται τα
κεκτημένα δικαιώματα του και τα συμφέροντα των αφοσιωμένων υποστηρικτών του,
αναμείχθηκε ενεργά στη διαμάχη.
Οι οπαδοί της
μεταρρύθμισης υποστήριζαν τον αριστοτέχνη της ρητορικής Γεώργιο Παπανδρέου και τον
αριστερίζοντα γιο του Ανδρέα ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις. Ο νεαρός
μονάρχης υποδαύλισε τις αντιδικίες πάνω σε συνταγματικά θέματα καθώς
δημιουργούσε και χειριζόταν, όπως ήθελε, κυβερνήσεις και υπουργούς, θέλοντας να
υπερασπιστεί τα συμφέροντα της δεξιάς. Η πολιτική διαμάχη που επακολούθησε είχε
μια απόκοσμη ομοιότητα με εκείνη που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Βενιζέλου και
του παππού του Κωνσταντίνου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη ακριβώς την
κρίσιμη στιγμή, λίγο πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές,
ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος
και οι άλλοι συνωμότες ξάφνιασαν όλο τον κόσμο με το πραξικόπημα της 21ης
Απριλίου 1967 — το πιο πρόσφατο στον μακρύ κατάλογο των πραξικοπημάτων στην
Ελλάδα.
Οι δηλώσεις και οι πράξεις
των αξιωματικών που ηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Απριλίου 1967 απηχούσαν ορισμένα
στοιχεία των παλαιότερων στρατιωτικών επεμβάσεων. Όπως και οι προγονοί τους το
1909, οι ηγέτες της εξέγερσης του 1967 δεν αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα ή τα πρόσωπα
κανενός από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Το ότι δεν είχαν φιλικές σχέσεις με
τη βασιλόφρονα δεξιά αποδείχτηκε ολοφάνερα με το αποτυχημένο πραξικόπημα του
βασιλιά Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Την 1η Ιουνίου 1973, η χώρα
ανακηρύχτηκε αβασίλευτη δημοκρατία.
Και ο Στρατιωτικός
Σύνδεσμος του 1909 και η «χούντα» του 1967 αναζήτησαν νέους πολιτικούς ηγέτες
για να οδηγήσουν την Ελλάδα στο δρόμο της προόδου. Και οι δύο ομάδες επίσης
πίστευαν ότι μια αλλαγή στη συνταγματική δομή της χώρας θα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα,
η οποία θα συντελούσε στη σταθερότητα και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Πολλοί από τους αξιωματικούς
το 1967 — με τις ίδιες περίπου ανησυχίες με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς του
μεσοπολέμου — φοβόνταν ότι μια κεντροδεξιά εκλογική νίκη θα απειλούσε σοβαρά
τον έλεγχο της δεξιάς στο στρατό και το ιδεολογικό οικοδόμημα του έθνους.
Η κυβέρνηση Γεώργιου Παπαδόπουλου
μιμήθηκε παλαιότερε πρότυπα αποτάσσοντας από το στράτευμα εκατοντάδες
αξιωματικούς που τους υποπτεύονταν για έλλειψη αφοσίωσης στην «επανάσταση». Οι ρητορείες
της στρατιωτικής ηγεσίας υποστήριζαν — όπως και ο στρατηγός Πάγκαλος το 1926
(άλλα αντίθετα με το συνταγματάρχη Ζορμπά του 1909-10) — ότι θα ήταν σφάλμα των
ένοπλων δυνάμεων να εγκαταλείψουν την εξουσία πριν από τη συμπλήρωση
εκτεταμένου μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι
ο τρόπος με τον οποίο επανεγκαταστάθηκε η δημοκρατία την άνοιξη και το καλοκαίρι
του 1973 είχε πολλές ομοιότητες με τα γεγονότα του 1923-24. Ή στάση και οι
μέθοδοι της κλίκας του Παπαδόπουλου μπορούν να παραλληλιστούν από πολλές απόψεις
με εκείνες του Μεταξά. Άλλωστε, πολλοί από τους αξιωματικούς που επέβαλαν τη
δικτατορία του 1967, έκαναν τις στρατιωτικές τους σπουδές και την εκπαίδευση
τους την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Από γενικότερη άποψη, είναι χαρακτηριστικό
ότι όλες οι στρατιωτικές εξεγέρσεις που έγιναν τον 20ο αιώνα στην
Ελλάδα είχαν ελάχιστα θύματα και η συμμετοχή του λαού ήταν ασήμαντη.
Τα μεγάλα ονόματα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας Παπαναστασίου
(πρωθυπουργός), Πάγκαλος (υπουργός Εννόμου Τάξεως) και Ρούσσος (υπουργός
Εξωτερικών)
Συχνά, οι λόγοι που
ωθούσαν τους στασιαστές αξιωματικούς ήταν καθαρά προσωπικοί: ή εξασφάλιση των
θέσεων και των προαγωγών τους. Έκτος από τη δικτατορία του Πάγκαλου το 1925-26,
όλα τα πραξικοπήματα ή οι απόπειρες πραξικοπήματος είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με
τη θέση ή την επιρροή της δυναστείας. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι ανακοινώσεις που
συνόδευαν τις εξεγέρσεις εκφράζανε την ανάγκη να σωθεί το έθνος από την
καταστροφή.
Το καθεστώς Παπαδόπουλου
είχε πολλά πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά, άλλα θα πρέπει να αναφέρουμε τα σημαντικότερα:
Κανένα άλλο στρατιωτικό καθεστώς δεν διατηρήθηκε στην αρχή για τόσο μεγάλο χρονικό
διάστημα, ούτε χρησιμοποίησε τόσο καταπιεστικές μεθόδους, ούτε διάβρωσε τόσο
πολύ όλα τα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού με προσωπικό από τις ένοπλες
δυνάμεις. Στο παρελθόν, αρκετές από τις στρατιωτικές εξεγέρσεις απαιτούσαν
θεσμικές αλλαγές, κυρίως όμως προς μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Το σύνταγμα όμως
του 1968 (και ή αναθεώρηση του που έγινε το καλοκαίρι του 1973) συντάχθηκε κάτω
από αυστηρή στρατιωτική εποπτεία και πρόβλεπε την καθίδρυση του πιο
απολυταρχικού συστήματος από την εποχή του συντάγματος του 1844. Ο ρόλος που
αναθέτονταν στις ένοπλες δυνάμεις δεν πρόβλεπε την πλήρη αποχώρηση τους από την
πολιτική. Το καινούριο αυτό σύνταγμα διέφερε από όλα τα προηγούμενα και στο ότι
περιλάμβανε ένα χωριστό κεφάλαιο με τέσσερα άρθρα που αναφέρονταν αποκλειστικά
στις ένοπλες δυνάμεις. Το Άρθρο 129 έγραφε: «Αι Ένοπλοι Δυνάμεις... έχουν ως αποστολήν
την υπεράσπισιν της Εθνικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητος του
Κράτους, του κρατούντος πολιτεύματος και του κοινωνικού καθεστώτος έναντι πάσης
επιβουλής». Το Άρθρο 130 διευκρίνιζε: «Ή αποστολή και η ιδιότης του στρατιωτικού
αντίκειται απολύτως προς ιδεολογίας σκοπούσας την ανατροπήν ή την υπονόμευσιν του
κρατούντος πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος ή την άμβλυνσιν του εθνικού
φρονήματος των Ελλήνων, ή συνδεομένας προς τας αρχάς και τα προγράμματα κομμάτων
διαλυθέντων και τεθέντων έκτος νόμου». Ουσιαστικά, τα άρθρα αυτά νομιμοποιούσαν
την ιστορική εξωκοινοβουλευτική λειτουργία των ένοπλων δυνάμεων, που, σ' αυτή την
περίπτωση, είχε σκοπό τη διατήρηση της «ελεγχόμενης δημοκρατίας» που οραματιζόταν
η κυβέρνηση Παπαδόπουλου. Απόδειξη της μειωμένης πολιτικής επιρροής των πολιτών
και των αυξημένων ευθυνών των ενόπλων δυνάμεων ήταν η παρουσία των δύο αυτών
άρθρων και η παράλειψη του τελευταίου άρθρου που περιλαμβανόταν σε όλα τα άλλα
συντάγματα από το 1844: «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν
των Ελλήνων».
Αμεση
δημοκρατία, που θα τη ζήλευαν και στην κατειλημμένη τότε Σορβόννη...
υποσχόταν η Χούντα. Για «τα μάτια του έξωθεν κόσμου» επιχείρησε να
εμφανίσει «ανοικτή και δημοκρατική» τη συζήτηση, παρακινώντας, με
συνεχείς ανακοινώσεις, τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους για κάθε
άρθρο του Συντάγματος με «επιστολικά δελτάρια» (όπως το παραπάνω) που
δημοσιεύονταν καθημερινά στις εφημερίδες.
Τα συνδυασμένα
αποτελέσματα ωμής βίας, επιδεξιότητας, τύχης και διαιρεμένης αντιπολίτευσης
έδωσαν στη χούντα την ευκαιρία να αποδείξει ότι η απολυταρχική εξουσία είχε περισσότερες
πιθανότητες να δώσει στη χώρα μια πιο αποτελεσματική και «έντιμη» κυβέρνηση,
παρά το πάντα ταραγμένο κοινοβουλευτικό σύστημα. Άλλα, προς τα τέλη του 1972 ή
αξιοπιστία του καθεστώτος μειωνόταν πια με γοργό ρυθμό, και ο Παπαδόπουλος
ανακάλυψε ότι ελάχιστοι πρώην πολιτικοί μπορούσαν να παρασυρθούν να
συμμετάσχουν στο καινούριο σύστημα που περιέγραφε το απολυταρχικό σύνταγμα. Ήταν
πράγματι ειρωνικό ότι ο πρώην συνταγματάρχης, που αρχικά είχε αποκηρύξει τους
πολιτικούς των παλαιών κομμάτων για τις διεφθαρμένες πολιτικές τους συνήθειες,
τώρα επιζητούσε τη συνεργασία τους.
Μετά το πραξικόπημα του
1967, στις πρώτες ασαφείς υποσχέσεις για ένα καινούριο κοινοβουλευτικό σύστημα,
οι στρατιωτικοί ισχυρίζονταν ότι θα απέκλειαν τους παλαιούς πολιτικούς και θα
τους αντικαθιστούσαν με νέους που δεν θα είχαν μιανθεί από τη διαφθορά του παρελθόντος.
Οι καινούριοι πολιτικοί όμως ήταν λίγοι και χάνονταν ανάμεσα στους
πολιτικάντηδες που ήταν αφοσιωμένοι στη χούντα. Έτσι, οι στρατιωτικοί δεν μπόρεσαν
να μιμηθούν την επιτυχία της εξέγερσης του 1909 — οι εφημερίδες την ανέφεραν σε
πολυάριθμα φιλοκυβερνητικά άρθρα — που τότε παρουσιάστηκε μια ολόκληρη νέα
σχολή ικανών πολιτικών για να οδηγήσουν την Ελλάδα στην πρόοδο.
Το 1973, η τεράστια αύξηση
του πληθωρισμού, οι διαφωνίες μέσα στις ένοπλες δυνάμεις και οι φοιτητικές
ταραχές συνδυάστηκαν όλες μαζί και κλόνισαν τα θεμέλια του καθεστώτος του Παπαδόπουλου.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, μετά τη βίαιη και αιματηρή καταστολή του φοιτητικού κινήματος
στο Πολυτεχνείο, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ίωαννίδης, διοικητής της στρατιωτικής
αστυνομίας, κατεύθυνε την ανατροπή του πρώην συναδέλφου του. Για άλλη μια φορά,
ο λαός άκουσε μια επίσημη ανακοίνωση που έλεγε ότι οι ένοπλες δυνάμεις
«επενέβησαν διά να σώσουν την χώραν από τον κίνδυνον και το χάος». Η κλίκα του Ιωαννίδη,
που δεν ενέκρινε τη στροφή προς την πολιτική εξουσία, δήλωσε ότι «η χώρα εσύρετο
εις εκλογικήν περιπέτειαν» απο τον Παπαδόπουλο.
Οι περισσότεροι Έλληνες
δέχτηκαν με χαρά την πτώση του συνταγματάρχη που είχε γίνει πρόεδρος, αλλά δεν
είχαν και πολλά πράγματα να χαρούν στο διάδοχο καθεστώς, που κυβερνούσε με ακόμα
μεγαλύτερη σκληρότητα, υποστηριζόμενο από την επίσημη τρομοκρατία της στρατιωτικής αστυνομίας
που έφτανε τους 20.000
άνδρες. Ο κλοιός της δικτατορίας είχε
σφίξει και η καινούρια στρατιωτική «ελίτ», μη θέλοντας να εγκαταλείψει την αρχή,
δεν έδινε-κάν ασαφείς υποσχέσεις στο λαό ότι κάποτε θα καλυτέρευαν τα πράγματα.
Και ξαφνικά, στο διάστημα μερικών δραματικών ημερών στα μέσα Ιουλίου του 1974, η
γοργή διαδοχή κρίσιμων γεγονότων έφερε το τέλος της δικτατορίας και την επάνοδο
της πολιτικής εξουσίας. Η υποστηριζόμενη από τον Ιωαννίδη συνωμοσία για την ανατροπή
του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο, η τουρκική απόβαση στο νησί και η χαώδης
ελληνική επιστράτευση εξευτέλισαν τελείως και απομόνωσαν διπλωματικά τη χούντα,
που αποχώρησε βιαστικά στις 23 Ιουλίου.
Προσπαθώντας να αποφύγουν την
εθνική καταστροφή, οι στρατιωτικοί εγκατέλειψαν την εξουσία και ενέκριναν τη
δημιουργία πολιτικής κυβέρνησης με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Προς το
τέλος του χρόνου, ο Καραμανλής οδήγησε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές και σε δημοψήφισμα,
το οποίο επικύρωσε την καθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας. Το 1975, συντάχτηκε το νέο, με δημοκρατικούς θεσμούς, σύνταγμα
της χώρας.
Στον 20ο αιώνα η Ελλάδα αντιμετώπισε μια σειρά περίπλοκων
κρίσεων — που μερικές είναι μακροχρόνιες. Η κοινοβουλευτική διαδικασία απέτυχε
επανειλημμένα να λύσει πολλά κρίσιμα προβλήματα, εν μέρει γιατί πολιτικοί,
βασιλιάδες και αξιωματικοί δεν σέβονταν πάντοτε τις αρχές της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής
διακυβέρνησης που περιγράφονταν στα διάφορα συντάγματα. Πολιτικές και
στρατιωτικές ομάδες κατέληξαν σε πραξικοπήματα για να προωθήσουν τα συμφέροντα
τους, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι η πράξη τους ήταν αντίθετη με το αποτέλεσμα, ή
το αναμενόμενο αποτέλεσμα, των εκλογών.
Οι εξεγέρσεις του 1843,
1862 και 1909 επέφεραν αλλαγές στην πολιτική διαδικασία συναντώντας μόνο
ελάχιστη αντίσταση. Στην περίοδο από το 1916 μέχρι το 1936 οι στρατιωτικοί ενέτειναν
την ανάμειξη τους στην πολιτική, μέσα στο πολωμένο πλαίσιο της εποχής. Ο στρατός
πολιτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, και έλεγχος του στρατού σήμαινε επομένως και
έλεγχο της χώρας. Άλλα ενώ τα προηγούμενα στρατιωτικά πραξικοπήματα είχαν
πολιτικούς συνεργάτες, ή εκείνοι που ωφελούνταν άμεσα ήταν οι πολιτικοί, στο
τελευταίο πραξικόπημα, οι αξιωματικοί κυβέρνησαν τη χώρα από τον Απρίλιο του
1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 με μια ανεξαρτησία χωρίς προηγούμενο. Οι «συνταγματάρχες»
έδειχναν καθαρά ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να εγκαταλείψουν την εξουσία και η πολιτικοκοινωνική
τάξη που διαγραφόταν στα συντάγματα του 1968 και του 1973 καθρέφτιζε τις
δικτατορικές τάσεις τους. Παλαιότερε, οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τους
στρατιωτικούς, ενώ τώρα οι στρατιωτικοί προσπάθησαν να διαπλάσουν τον ελληνικό λαό
σύμφωνα με το δικό τους απολυταρχικό πρότυπο.
Απόσπασμα
από το βιβλίο του
Βίκτορα
Παπακοσμά «Ο στρατός στην πολιτική ζωή της Ελλάδος»
Εκδόσεις
«ΕΣΤΙΑ» 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου