ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Και
όμως υπήρξε...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Κυρίες και κύριοι,
καλημέρα σας,
Σας κάλεσα σήμερα για να
κάνουμε παρέα έναν νοερό περίπατο σ’ ένα κομμάτι στην καρδιά της Αθήνας, να
θυμηθούμε όπως εμείς οι παλαιότεροι το είχαμε ζήσει, που δυστυχώς για τους
νεότερους είναι ανύπαρκτο.
Πρόκειται για το τμήμα της
οδού Σταδίου ανάμεσα στην πλατεία Κλαυθμώνος και τις οδούς Εδουάρδου Λω και
Χρήστου Λαδά, το γεμάτο τότε ονομαστά μαγαζιά κι επιχειρήσεις, όπου ως μοναδική
εξαίρεση ορθωνόταν χτισμένο στην… «υφαλοκρηπίδα της Σταδίου», επί της οδού
Παπαρηγοπούλου στην πλατεία, το μαρμάρινο σπίτι του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία.
Η πληθώρα και η μεγάλη ποικιλία καταστημάτων που λειτουργούσαν εκεί την
καθιστούσαν μια εξόχως γοητευτική περιοχή. Για στατιστικούς και μόνον λόγους
αναφέρω πως στην περιορισμένη αυτή έκταση λειτουργούσαν από τις 10 το πρωί πέντε
κινηματογράφοι Α’ προβολής. Το «Σπλέντιτ», που αργότερα μετονομάσθηκε
«Έσπερος», το σοβαροφανές «Άστορ», το κουλτουριάρικο «Άστυ», το αρχοντικό
«Αττικόν» -ένα κυριολεκτικά παλάτι-, ενώ ο δισυπόστατος «Απόλλων» κατά καιρούς
μετατρέπονταν σε θέατρο με τον θίασο Κυριάκου Μαυρέα, Καίτης Ντιριντάουα,
Βασίλη Αυλωνίτη. Πολλοί αργόσχολοι από λίαν πρωί στέκονταν στην είσοδο του
κινηματογράφου και «μελετούσαν» τις φωτογραφίες του έργου που παιζόταν για να
κρίνουν αν αξίζει τον κόπο να μπούνε. Δίπλα, στο «Φώτο Αχειλά», ερχόταν και
ποζάρανε νεαρές στάρλετ για να βγάλουνε… εβδομαδιαίες αρτιστίκ φωτογραφίες.
Λίγο παρέκει, μπροστά στο
ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο «Κάουφμαν», ενώ οι άλλοι θα στέκουν και θα χαζεύουν στη
βιτρίνα τα εξώφυλλα των ξένων βιβλίων και περιοδικών, εγώ θα τους κάνω επίδειξη
των ιστορικών μου γνώσεων, μαθαίνοντάς τους πως στο κτίριο αυτό προπολεμικά
στεγάζονταν τα γραφεία της Μεταξικής ΕΟΝ, απ’ όπου εξέπεμπε και ο ραδιοσταθμός
της. Δίπλα της ακριβώς, στην εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου, εγκαινιάστηκε ο
κινηματογράφος «Άστορ», που τότε ονομαζόταν «Σινέ Νιους». Εκείνα τα χρόνια
λειτουργούσαν στην Αθήνα τρία σινεμά επικαίρων. Το «Άστυ», το «Σινέ Νιούς» και
το πατροπαράδοτο «Σινεάκ», όπου ο κόσμος με βουλιμία παρακολουθούσε τα διεθνή
και εσωτερικά πολεμικά γεγονότα.
Και εμείς, πιτσιρικάδες,
δεν χορταίναμε να βλέπουμε τις νίκες του στρατού μας στο αλβανικό μέτωπο και να
πανηγυρίζουμε όταν οι «φρατέλοι» το βάζανε στα πόδια… Στην περιοχή υπήρχε
επίσης ένα μεγάλο πολυκατάστημα εξοπλισμού οικιών, το «Άκρον». Στέκονταν και
θαύμαζαν οι περαστικοί στις βιτρίνες του βάζα, σερβίτσια, φωτιστικά, όλα είδη
ποιότητος. Το τετράγωνο συγκέντρωνε τα ακριβά καταστήματα της Αθήνας, όπως το
πουκαμισάδικο «Κωνσταντάρα», φημισμένο για τις σικ μεταξωτές γραβάτες του, και
ο «Στρογγυλός» με ανδρικά και γυναικεία ρούχα και αξεσουάρ βρετανικής
προελεύσεως.
Στην άλλη δε γωνία της
Κοραή εξέπεμπε ευωδιές το ανθοπωλείο του Βιντζηλαίου με εκλεκτά και σπάνια
άνθη. Τα αριστοκρατικά μαγαζιά της περιοχής συμπλήρωναν τα δύο παντοπωλεία για
πελάτες ανωτάτου επιπέδου, ο «Σταμάτης» και οι «Αλεξάνδρου και Τσολίνας», που
αγοράστηκαν και έγιναν «ΑΒ Βασιλόπουλος» Μεταξύ τους χωρίζονταν από την «Alkα»,
που πουλούσε μπιμπελό, objets d’ arts και πορσελάνες περιωπής.
Δεν έλειπαν, φυσικά, ένα
μικρό ζαχαροπλαστείο του Δημήτρη Καρρά, η αντιπροσωπεία αγγλικών υφασμάτων
«Μπενβενίστε», το φαρμακείο Πολυχρόνη, και η φίρμα «Κούνιο» με φωτογραφικά. Εν
ολίγοις, «απ’ όλα είχε ο μπαξές», όπως θα έλεγε ο χύδην όχλος. Κόσμος
ξεχύνονταν όλες τις ώρες της ημέρας, άλλοι περαστικοί και άλλοι υποψήφιοι
πελάτες που αναζητούσαν κάτι να αγοράσουν.
Όμως, μετά το βραδάκι,
στις οκτώ, που τελείωνε η εργάσιμη ημέρα και έκλειναν τα μαγαζιά, με το
σχόλασμα των υπαλλήλων, γινόταν ένας ιδιότυπος συνωστισμός από τα ζευγαράκια
που αντάμωναν και έπλαθαν όνειρα μπροστά στις ολοφώτεινες βιτρίνες.
Είναι η ώρα που έρχεται
στη συντροφιά ο καινούριος μεγάλος έρωτάς μου, που δουλεύει πωλήτρια στο
«Athenee». Θα την πιάσω απαλά αλά μπρατσέτα, θα τη σφίξω ηδονικά επάνω μου, ενώ
θα φοβάται και θα τρέμει μη μας πάρει κανένα μάτι…
Είναι, που λέει ο λαός,
«να το ‘χει η κούτρα σου…», και η δικιά μου κούτρα το ‘χει. Ναι, είμαι ιππότης!
Πάντοτε στο δεύτερο ραντεβού (ή και στο τρίτο, αν η κοπελιά ήτανε «χαρχαλέ»)
περνούσα από το ανθοπωλείο και ζητούσα να αγοράσω ένα όμορφο κόκκινο
τριαντάφυλλο, που θα προσέφερα γεμάτος τρυφερότητα στο κορίτσι μου.
Η λουλουδού, αθεράπευτα
ρομαντική, εξαϋλωνόταν από την ευγενική συμπεριφορά μου κι αναστέναζε βαθιά.
Διάλεγε το καλύτερο τριαντάφυλλο μουρμουρίζοντας «quelle delicatesse», το
περιποιούνταν σαν να το χάιδευε, τύλιγε σε ζελατίνα το κοτσάνι του και με
κινήσεις σκέτης ιεροτελεστίας μου το πάσαρε. Και όταν τη ρωτούσα «τι σας
οφείλω;», με φωνή σβησμένη, που έβγαινε, θαρρείς, από τα βάθη του «είναι» της,
απαντούσε μονολεκτικά: «Τίποτε!»...
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου