Το
Θείο Πάθος στη μουσική είναι ταυτισμένο με το περίφημο Requiem του W. Α.
Mozart. Οι ήχοι τον θρήνου αυτού ακούγονται κάθε χρόνο στις Πρωτεύουσες της Ευρώπης
και αναγνωρίζονται από όλους τους χριστιανικούς λαούς. Όμως πόσοι γνωρίζουν το
μυστήριο που κρύβει το Requiem; Ποιος είναι ο μύθος και ποια η πραγματικότητα;
ΤΟ
ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΡΕΚΒΙΕΜ
Γράφει ο Ηλίας
Γιαννόπουλος
Κανένα άλλο έργο του
Μότσαρτ δεν συνδέεται τόσο άμεσα και εύγλωττα με τη ζωή και τον θάνατο του
συνθέτη όσο το ημιτελές Ρέκβιεμ. Οι καλλιτεχνικές του αρετές, το γεγονός ότι
αποτελεί το τελευταίο του έργο, αλλά κυρίως το ζήτημα της αυθεντικότητάς του,
έχουν γίνει αφορμή για πλήθος συζητήσεων, από την εποχή της σύνθεσής του ως
σήμερα, και έχουν τροφοδοτήσει μιαν ολόκληρη μυθολογία γύρω από τις συνθήκες
γραφής του. Το μυστήριο του Ρέκβιεμ θα παραμείνει άλυτο, παρά τις αναρίθμητες
εκτελέσεις και εκδόσεις του έργου, και παρά την ιστορική-επιστημονική έρευνα
που χρονολογείται ήδη από τον 19ο αιώνα: ο συνθέτης το πήρε μαζί του στον τάφο
για πάντα. Σήμερα, και παρά τις όποιες δίκαιες ενστάσεις, η κυριότερη ιστορική
πηγή και, πολύ περισσότερο, η μοναδική μαρτυρία, παραμένει η ολοκλήρωση της
παρτιτούρας αλλά και του έργου από τον νεαρό μαθητή του συνθέτη, Franz Xaver
Sussmayr (Φραντς Ξάβερ Ζύσμαϋρ). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο τέλος του
19ου αιώνα ο Μπραμς συμπεριέλαβε ατόφια την εκδοχή αυτή στην έκδοση των Απάντων
του συνθέτη.
H πραγματική ιστορία της
γένεσης του έργου είναι γνωστή ήδη από το 1800. Το καλοκαίρι του 1791 ο κόμης
Φραντς φον Βάλσεγκ, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της νεαρής συζύγου του,
ανέθεσε στον γλύπτη Γιόχαν Μάρτιν Φίσερ την κατασκευή ενός μαρμάρινου μνημείου
και στον Μότσαρτ τη σύνθεση μιας νεκρώσιμης λειτουργίας. Ο κόμης ήταν ένας
ενθουσιώδης, πλην ερασιτέχνης μουσικός, που συνήθιζε να διοργανώνει ιδιωτικές
συναυλίες, όπου μεταμφιεσμένος παρουσίαζε έργα άλλων συνθετών ως δικά του. Το
ίδιο φαίνεται ότι σκόπευε να κάνει και με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Γι' αυτόν τον
λόγο η γραπτή παραγγελία δόθηκε στον συνθέτη ανώνυμα και μυστικά από έναν
άγνωστο, πολύ πιθανόν γραμματέα του βιεννέζου δικηγόρου του κόμη. Το γεγονός
αυτό πυροδότησε στα κατοπινά χρόνια διάφορες ιστορίες γύρω από τον άγνωστο
μεσάζοντα, ο οποίος αναφέρεται και ως μαύρος αγγελιαφόρος, ουσιαστικά ως ο
ίδιος ο Χάρος που προειδοποιεί τον συνθέτη για τον επερχόμενο θάνατό του. Είναι
χαρακτηριστική η ανεκδοτική φιλολογία της εποχής που αναφέρει ότι ο συνθέτης
καταπιάστηκε με το Ρέκβιεμ όπως ο Ραφαήλ με τη Μεταμόρφωση - το τελευταίο του
έργο, που ολοκληρώθηκε από τους μαθητές του -, συνθέτοντας, συμβολικά, τη δική
του μεταμόρφωση, ή μάλλον εξαΰλωση.
Λόγω των ανειλημμένων του
υποχρεώσεων στην Πράγα, ο Μότσαρτ ασχολήθηκε με τη σύνθεση του Ρέκβιεμ μόλις
τον Σεπτέμβριο του 1791 και αποκλειστικά με αυτό μετά την πρεμιέρα του «Μαγικού
Αυλού» στις 30 του ίδιου μήνα. Στις 20 Νοεμβρίου η αρρώστια του (υψηλός
πυρετός, τρεμούλιασμα των άκρων και εν συνεχεία παράλυση) τον έριξε στο
κρεβάτι, απ' όπου μπορούσε να εργαστεί ελάχιστα και με μεγάλη δυσκολία. Στις 5
Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου πέθανε αφήνοντας το έργο ανολοκλήρωτο.
H χήρα του Μότσαρτ,
Κονστάντσε, έπρεπε ωστόσο να παραδώσει στον κόμη τη Λειτουργία, για την οποία
είχε εισπράξει το μισό ποσό ως προκαταβολή. Απευθύνθηκε αρχικά στους πιο
πεπειραμένους μαθητές του συνθέτη, Φραντς Γιάκομπ Φράιστεντλερ και Γιόζεφ
Αϊμπλερ. Παρ' ότι και οι δύο, κυρίως ο δεύτερος, άφησαν τα ίχνη τους στην
ενορχήστρωση των πρώτων μερών του έργου, αρνήθηκαν να αναλάβουν ένα τόσο
δύσκολο εγχείρημα. Έτσι δεν έμενε άλλος από τον Ζύσμαϋρ, ο οποίος είχε μάλιστα
διατελέσει βοηθός του στη σύνθεση των οπερατικών έργων «Μαγικός Αυλός» και «Η
μεγαλοψυχία του Τίτου». H πρώτη επίσημη παρουσίαση του ολοκληρωμένου Ρέκβιεμ
πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1793 εν αγνοία του κόμη, ο οποίος άκουσε
για πρώτη φορά το έργο στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Το ζήτημα της
αυθεντικότητας του Ρέκβιεμ προέκυψε αμέσως μετά τον θάνατο του Μότσαρτ
ξεπερνώντας τα όρια των άμεσα εμπλεκομένων σε αυτό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο
συνθέτης ολοκλήρωσε το τετράφωνο χορωδιακό μέρος μαζί με το μπάσο στα μέρη
Introitus («Requiem»), Kyrie, Sequenza, η οποία σταματάει όμως χαρακτηριστικά
στο όγδοο μέτρο του «Lacrymosa», και Offertorium και ότι σε ορισμένα σημεία
είχε σημειώσει τις μοτιβικές ιδέες για την ενορχήστρωση, για την οποία βέβαια
υπήρχαν οι αντίστοιχες ενδείξεις. Επίσης ενορχηστρωμένα ήταν τα αμιγώς ορχηστρικά
χωρία, εισαγωγικά ή περάσματα μεταξύ στροφών του κειμένου της λατινικής
Λειτουργίας.
Ίσως το πιο πρωτότυπο
στοιχείο του Ρέκβιεμ να παραμένει η αρμονική του γλώσσα. H επιλογή της ρε
ελάσσονος παραπέμπει στον δώρειο τρόπο της σεκουέντσας «Dies irae» (Ημέρα Οργής)
και πέρα από κάποιες αρμονικές περιπλανήσεις δεσπόζει σε όλο το έργο και του
προσδίδει - σε συνδυασμό με αποτελεσματικά ρυθμικά σχήματα - αυτόν τον
παθητικό, ενίοτε δαιμονικό, χαρακτήρα. Και σε αυτό το σημείο δεν μπορεί κανείς
να μην παρασυρθεί από τη μακρόχρονη μυθολογία που στοιχειώνει το έργο: η
παραγγελία του Ρέκβιεμ ήταν τελικά ένα μακάβριο παιχνίδι της μοίρας και o
συνθέτης έβαλε στο κύκνειο άσμα του, ίσως συνειδητά, όλη τη μαεστρία του.
* Ο κ. Ηλίας Γιαννόπουλος
είναι μουσικολόγος και συνεργάτης της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη».
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=171053
TO
ΡΕΚΒΙΕΜ TOY ΜΟΤΣΑΡΤ
Γράφει ο Γάλλος
μουσικολόγος Κάρλ ντε Νϋς
Μ
ύ θ ο ς . . .
Η ΜΟΤΣΑΡΤΙΑΝΗ φιλολογία
προπαγανδίζει ακόμη και σήμερα έναν ανιαρό μύθο γύρω από το Ρέκβιεμ, ορμώμενη
από ένα γράμμα πού υποτίθεται ότι έγραψε ο Μότσαρτ τον Σεπτέμβρη του 1791 στον
λιμπρετίστα και φίλο του άββα ντά Πόντε. Τον 'Ιούλιο, ένα μυστηριώδες πρόσωπο
ντυμένο στα γκρίζα παράγγελνε, σύμφωνα μ’ αυτές τις διαδόσεις, στον μουσικό τη
νεκρώσιμη λειτουργία δίνοντας του ένα ανώνυμο γράμμα κι αρνούμενος ν’
αποκαλύψει την ταυτότητα του. «Δεν μπορώ να διώξω άπ’ τη σκέψη μου την εικόνα
αυτού του άγνωστου... Ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά... Κι ωστόσο η ζωή ήταν
τόσο όμορφη...Όμως δεν μπορεί ν’ αλλάξει κανείς τη μοίρα του... Είναι το
πένθιμο άσμα μου και δεν πρέπει να τ’αφήσω ατέλειωτο...»
Για οποίον γνωρίζει κάπως
την αλληλογραφία του Μότσαρτ, αυτό το (μοναδικό του) γράμμα στα ιταλικά μοιάζει
αρκετά χοντροκομμένη πλαστογράφηση: ούτε το ύφος ούτε το περιεχόμενο είναι
αληθοφανή. Έξαλλου ο Ο. Ε. Ντόυτς κατόρθωσε ν’ αποδείξει ότι το γράμμα, πού
κανείς ποτέ δεν είδε το πρωτότυπο του, είναι πράγματι πλαστό. Και στα 1963, ο
Ο. Σνάϊντερ ανακάλυπτε στ' αρχεία του Wiener Neustadt ένα ντοκουμέντο πού δε θα
μπορούσαμε να παραθέσουμε εδώ λόγω της έκτασης του και πού αποκαθιστά οριστικά
την αλήθεια για τον μυστηριώδη αγγελιαφόρο με τα γκρίζα· πρόσωπο ανύπαρκτο όπως
και το' γράμμα πού τον αναφέρει.
...
και πραγματικότητα
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι
πολύ διαφορετική. Ένα κανονικό συμβόλαιο υπογράφτηκε μπροστά σε συμβολαιογράφο
από τον Μότσαρτ και τον κόμη φον Βάλζεγκ του Στούππαχ, στη Βιέννη. Καθόριζε
συγκεκριμένα ότι το πρωτότυπο χειρόγραφο έπρεπε να παραδοθεί χωρίς να κρατηθεί
κανένα αντίγραφο. Με την υπογραφή του συμβολαίου καταβλήθηκε στον Μότσαρτ μια
σημαντική προκαταβολή, όσο για το συνολικό ποσό πού συμφωνήθηκε, αυτό ήταν κάθε
άλλο παρά ευκαταφρόνητο, μια κι αντιστοιχούσε στη συνηθισμένη αμοιβή πού
έπαιρναν οι συνθέτες για μιαν όπερα. Ο Μότσαρτ στρώθηκε αμέσως στη δουλειά
προβλέποντας ότι μια σημαντική παρτιτούρα θα ‘βλεπε το φως, πού δε θα τέλειωνε
πριν απ’ τον επόμενο χρόνο. Έτσι χάραξε πάνω απ’ το Introitus μια χρονιά πού ο ίδιος
δεν έμελλε να δει ποτέ —το 1792.
Ό Κόμης Φράντς φον Βάλζεγκ
ήταν ένας φωτισμένος ερασιτέχνης πού έπαιζε πολύ καλό φλάουτο και βιολοντσέλο.
Διατηρούσε μια καλή ορχήστρα κι έδινε κυριακάτικα κοντσέρτα στον Πύργο του. Του
άρεσαν τα μουσικά αινίγματα. Για να τα κάνει δυσκολότερα, παράγγελνε έργα πού
κόπιαζε ν’ αντιγράψει με το χέρι του. Έτσι αναγνώριζαν μονάχα το δικό του
γράψιμο. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν ό δημιουργός των συνθέσεων πού
αντέγραφε.
Είχε την ιδέα να
παραγγείλει ένα Ρέκβιεμ στον Μότσαρτ μετά το θάνατο της γυναίκας του, τον
Φλεβάρη του 1791. Πράγμα ακόμα φυσικότερο, αφού ο Μότσαρτ μόλις είχε ονομαστεί
δεύτερος διευθυντής της χορωδίας στον Καθεδρικό του 'Αγίου Στεφάνου.
Ένας απρόοπτος
θάνατος
Αν τα πράγματα
περιπλέκονται στη συνέχεια, αν δημιουργήθηκε ένα πραγματικό μυστήριο γύρω απ’
αυτή την παρτιτούρα, αίτια στάθηκε ό θάνατος του Μότσαρτ, στις 5 Δεκέμβρη του
1791, προτού τελειώσει το έργο.. Ή χήρα του, σε αδυναμία να επιστρέψει το ποσό
της προκαταβολής κι έχοντας απόλυτη ανάγκη απ’ το υπόλοιπο της αμοιβής, ανάθεσε
την ολοκλήρωση της παρτιτούρας στον μαθητή του Μότσαρτ Φράντς Ξάβερ Σύσμαγιερ,
πού είχε ήδη συνεργαστεί μαζί του για την τελευταία του όπερα, την «Έπιείκια
του Τίτου», και πού η γραφή του έμοιαζε πάρα πολύ με του δασκάλου του. Ο
Σύσμαγιερ τέλειωσε το έργο και τ’ αντέγραψε κιόλας στο σύνολο του. Αυτή η παρτιτούρα
παραδόθηκε στον κόμη.
Ο δόλος δε θα είχε
αποκαλυφτεί ποτέ, αν δεν είχε λάβει χώρα μια εκτέλεση της παρτιτούρας του
Μότσαρτ ανάμεσα σε φίλους του, πριν από την πρώτη του έργου στους Κιστερκιανούς
μοναχούς του Wiener
Neustadt,
τον Δεκέμβρη του 1793. Ό κόμης φον Βάλζεγκ έμαθε έτσι ότι υπήρχε ένα αντίγραφο
του έργου, πού στην πραγματικότητα ήταν το ημιτελές μοτσάρτειο πρωτότυπο...
Έκτος απ' αυτό το αυτόγραφο, πρέπει να υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός
προκαταρκτικών σχεδιασμάτων, πού το ένα τους τουλάχιστο βρέθηκε εδώ και μερικά
χρόνια στη συλλογή χειρογράφων της παλιάς Κρατικής Βιβλιοθήκης του Βερολίνου.
Το σχεδίασμα αυτό δείχνει ότι ο Μότσαρτ είχε σκεφτεί μιαν επιβλητική φούγκα για
το φινάλε του έργου.
Για μεγάλο χρονικό
διάστημα, οι μελετητές προβληματίστηκαν πάνω στη σημασία της εργασίας του
Σύσμαγιερ. Ξέρουμε σήμερα ότι το έργο πού ανάλαβε ήταν τελειωμένο ως προς τα
ουσιώδη, έκτος από λεπτομέρειες ενορχήστρωσης, μέχρι το τέλος του Όφφερτόριου,
ως την επανάληψη δηλαδή του Quam
olim Abrahae μετά το χωρίο Hostias et preces, κι ότι τίποτα δεν είχε γραφτεί για
τα Sanctus, Benedictus, Agnus και την Communio. Αλλά ο Σύσμαγιερ γνώριζε
χωρίς άλλο τις πηγές της μοτσάρτειας έμπνευσης: αποδείξαμε άλλοτε ότι ο μαθητής
εμπνεύστηκε για το Sanctus
από ένα «Heilig»
του Βίλχελμ Φρήντμαν Μπαχ απ' τον όποιο ό Μότσαρτ δανείστηκε την ιδέα του Κύριε
και κυριότατα το θέμα, και μάλιστα και την αντίστιξη του Recordare του.
Οι ιστορικές αυτές
λεπτομέρειες έχουν σημασία προκειμένου να κρίνουμε μιαν ερμηνεία του έργου.
'Όταν γνωρίζουμε ότι το τόσο περίεργο μέρος του τρομπονιού σόλο προέρχεται
εξολοκλήρου απ' το χέρι του Μότσαρτ, το πράγμα αποκτά μιαν ολότελα διαφορετική
σημασία απ’ αυτήν πού θα είχε αν άνηκε στον Σύσμαγιερ. Δεν είναι λιγότερο
σημαντικό να ξέρουμε ότι ό Μότσαρτ άρχισε γράφοντας ολόκληρα τα φωνητικά μέρη,
χορωδιακά βασικά, του έργου του πριν το ενορχηστρώσει.
Στο χειρόγραφο του συνθέτη
υπάρχουν ακόμη εξαιρετικά ακριβείς οδηγίες για την ερμηνεία: έτσι, στην αρχή
του Ρέκβιεμ, τα μέρη των μπάσων κλαρινέτων και των φαγκότων φέρουν τήν ένδειξη
«πιάνο».
Δελτίο Δισκογραφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου