Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Καλλιτεχνικές δραστηριότητες σε αρχαία θέατρα




 Καλλιτεχνικές δραστηριότητες σε αρχαία θέατρα

Γράφει ο Γιάννης Χριστόπουλος*

Η χρήση του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού ως προς την επιλογή των παραστάσεων που παρουσιάζονται δυστυχώς δίνει το δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψη ότι αντιμετωπίζεται σαν ένα θέατρο δίχως καμία ιστορική σημασία. Η λογική που διέπει τη λειτουργία του εδώ και χρόνια δεν το καθιστά το σημαντικότερο από ιστορικής απόψεως θέατρο της πρωτεύουσας.
Δεν παραβλέπουμε ότι παραπλεύρως βρίσκεται το Αρχαίο Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως, το οποίο θεμελιώθηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα, την περίοδο του Πεισίστρατου, και θεωρείται το πρώτο θέατρο του κόσμου, το οποίο είναι ασφαλώς μεγαλύτερης ιστορικής σημασίας. Σε αυτό πραγματοποιούντο τα Μεγάλα Διονύσια και ανέβηκαν για πρώτη φορά οι μεγαλύτερες τραγωδίες και κωμωδίες του 4ου και 5ου π.χ. αιώνος.
Το ρωμαϊκό θέατρο χτίστηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα από τον Ρωμαίο Ηρώδη τον Αττικό. Επί Οθωνος, το Ωδείο ανεσκάφη -το 1848- και ακολούθως, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επί βασιλείας Παύλου, ξεκίνησε η ουσιαστική αναστήλωσή του σε σχέδια του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου. Μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία το έργο της αναστηλώσεως ολοκληρώθηκε από τον Ευστάθιο Στίκκα.
Μετά την κατασκευή και των θέσεων των θεατών, οι οποίες επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο, το 1957 έγινε η ολοκλήρωση της ανακατασκευής του και ως μνημείο υψίστης ιστορικής σημασίας άρχισε να φιλοξενεί καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, γεγονός που του προσέδωσε μια ξεχωριστή σημασία, ως ενός εν ενεργεία θεάτρου με ιδιότυπη όμως λειτουργία. Από ερειπιώνας ανακατασκευάστηκε και επετράπη να γίνονται παραστάσεις, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αναιρέθηκε η ιστορική σημασία του.
Μέσα στην πορεία των χρόνων πάμπολλες ήταν οι παραστάσεις, οι οποίες δεν είχαν καμία αισθητική συνάφεια με το ρωμαϊκό θέατρο. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί ότι εξαιτίας των επιλογών που γίνονται εδώ και πολλά χρόνια έχει επέλθει η αποϊεροποίηση του χώρου στη συνείδηση του κόσμου.
Πώς να ξεχάσουμε τα 27 κιλά τσίχλες που συγκέντρωσαν τα συνεργεία καθαρισμού το 2007 και πώς να μη ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν οι έντονες ανησυχίες που διατυπώνονται για τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης φθοράς του θεάτρου, που προκαλεί η χρήση των τακουνιών.
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι προϊόν της απαιδευσίας του Έλληνα, όπως εύκολα λέγεται. Είναι αποτέλεσμα της εξαχρείωσης που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο κομμάτι του πνευματικού και του καλλιτεχνικού δυναμικού της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Δεν είναι ο μέσος Έλληνας αυτός που επέλεξε να βγαίνουν στη σκηνή του Ηρωδείου καλλίγραμμες νεάνιδες μέσα από τούρτες ως άλλες Μέριλιν Μονρόε και να τραγουδούν «happy birthday», για να γιορτάσουν τα γενέθλια καθεστωτικού καλλιτέχνη μέσα σε σαχλά αισθητικά δημιουργήματα. Δεν είναι το απαίδευτο κοινό που έδωσε την άδεια μέχρι και παράφωνη τραγουδίστρια να κάνει συναυλία, τραγουδώντας παράφωνα και λικνίζοντας αδέξια τους γοφούς της, λες και είναι ανεβασμένη στην μπάρα, όχι μέσα σε παμπ αλλά στη σκηνή του ρωμαϊκού θεάτρου!
Και ασφαλώς δεν είναι το μέσο κοινό που με την πρώτη ευκαιρία προσφέρει με συγκίνηση και ενθουσιασμό τον χώρο του Ηρωδείου σε οποιοδήποτε ξένο συγκρότημα το αιτηθεί, υποστηρίζοντας ότι διαφημίζεται η χώρα και θα έχουμε τουρίστες. Θα μπορούσαν να αναφερθούν εκατοντάδες παραδείγματα ανάλογων παρεκκλίσεων, οι οποίες αποδεικνύουν την αισθητική εκτροπή και παρακμή της κρίσης του πνευματικού και του καλλιτεχνικού κόσμου.
Ο λόγος που γίνεται με αυτόν τον τρόπο η διαχείριση του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού στα χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι διότι στις καλλιτεχνικές διευθύνσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και στο ΚΑΣ άρχισε σταδιακώς να επικρατεί η άποψη ότι όλα τα είδη τέχνης έχουν την ίδια βαρύτητα και άρχισε μέσω των προγραμματισμών των εκδηλώσεων να επιβάλλεται αυτή η άποψη.
Το ζήτημα, όμως, της χρήσης του Ηρωδείου δεν είναι η αξιολόγηση των ειδών της τέχνης. Το Ηρώδειο, από χώρος συμβολισμού της κλασικής διαχρονίας στο πέρασμα των αιώνων, με την κυρίαρχη αντίληψη που επέβαλαν οι καλλιτεχνικές διευθύνσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και ακολούθως και το ΚΑΣ, μετετράπη με τα χρόνια σε λάφυρο καλλιτεχνικής αναγνώρισης.
Πέραν τούτου παραβλέπεται παντελώς ότι το Ηρώδειο, ως χώρος και μόνον, καθορίζει αισθητικά τα πάντα. Γι' αυτό σχεδόν πάντα όσα θεάματα αισθητικής ασυμβατότητας παρουσιάζονται εξαφανίζονται εντελώς. Και τούτο είναι άδικο, επειδή ασφαλώς θα είχαν πολλά περισσότερα να κερδίσουν, αν για τα θεάματα αυτά άλλοι χώροι πλέον κατάλληλοι και ανάλογης αισθητικής επελέγοντο.
Η απώλεια της διάκρισης, επομένως, επέφερε την αποϊεροποίηση στη συνείδηση του κοινού. Γενικώς, εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε ένα θέμα με τη διάκριση των εννοιών και θα ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να κάνουμε τη διαχείριση σε αυτό το δύσκολο από τη φύση του ζήτημα.
Για να βρούμε μια άκρη στο πολύπαθο αυτό θέμα, στο πρώτο πράγμα που πρέπει να δώσουμε απάντηση είναι: Γιατί πραγματοποιούνται παραστάσεις σε αρχαία θέατρα; Τι επιδιώκουμε; Η στερεότυπη απάντηση που δίνεται, ότι δηλαδή με τη χρήση του Ηρωδείου επιδιώκεται να δοθεί πολιτισμός στον λαό, είναι μια απλοϊκή απάντηση, στην οποία κανένας σοβαρός άνθρωπος με στοιχειώδη αίσθηση ευθύνης δεν θα προσχωρούσε.
Άποψη μου είναι ότι η χρήση των αρχαίων θεάτρων πρέπει να είναι καθαρά εκπαιδευτική, με την έννοια ότι ο προσερχόμενος σε αυτά εντάσσεται σε μια ξεχωριστή ψυχική και νοητική διαδικασία, διαφορετική από τη διάθεση που έχουμε να δούμε απλώς μια παράσταση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτά τα θέατρα, τα αρχαία, δεν ήταν απλοί χώροι διασκέδασης, αλλά λειτουργούσαν ως χώροι ψυχικής και πνευματικής ανάτασης. Η λειτουργία τους ήταν ενταγμένη στο θρησκευτικό γίγνεσθαι των Ελλήνων. Ασφαλώς τα ήθη έχουν αλλάξει, αλλά εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας ότι ως απόγονοι των παλαιών Ελλήνων (εφόσον αρεσκόμεθα να υποστηρίζουμε ότι είμαστε οι συνεχιστές τους) πρέπει να επιδεικνύουμε όχι μόνο σεβασμό αλλά και ουσιαστική σχέση με αυτούς.
Πρακτικώς, υποστηρίζω ότι στα αρχαία θέατρα τα θεάματα τα οποία θα παρουσιάζονται πρέπει να μην έχουν καμιά τεχνική υποστήριξη (φώτα, μικρόφωνα, βαριά σκηνικά), οι παραστάσεις να γίνονται με το φως του ηλίου και οι καλλιτέχνες να ενεργούν με την ένταση της φωνής τους και μόνο.
Αυτό θα δίνει με έναν τρόπο τη λογική ότι ο εισερχόμενος καλλιτέχνης-δημιουργός δεν εισέρχεται επιβάλλοντας την παρουσία του, συμβατή ή μη, στον χώρο, αλλά εισέρχεται και αυτός έχοντας πλήρη συναίσθηση του πού βρίσκεται. Υπό μία έννοια η είσοδός του σε αυτούς τους χώρους θα λειτουργεί καθαρτικά και ως μια ευκαιρία υπέρβασης για τους ίδιους τους καλλιτέχνες.
Στη σύγχρονη Ελλάδα έχουμε πλέον δημιουργήσει εξαιρετικές υποδομές για οποιοδήποτε καλλιτεχνικό είδος και δημιουργία. Άρα δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούμε το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού δίχως τον σεβασμό που του αρμόζει. Υπάρχουν χώροι αντίστοιχοι για κάθε είδος τέχνης, οι οποίοι καλύπτουν τις πρακτικές ανάγκες. Αυτό που μένει είναι να αποκτήσουμε καλύτερη σχέση με την έννοια της διάκρισης. Ασχέτως τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Ο πολιτισμός μας είχε να κάνει με τον τρόπο που επιτυγχάνουμε κάτι και όχι με το τι επιτυγχάνουμε. Δεν χρειαζόμαστε επομένως ποσοτικές υπερβάσεις, αλλά ποιοτικές. Τότε θα δούμε πόσο κοντά θα είμαστε στη φύση μας, στον πραγματικό εαυτό μας.
Γιάννης Χριστόπουλος
Λυρικός πρωταγωνιστής

Δεν υπάρχουν σχόλια: