ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Η
χρυσαυγή
Tου Νίκου Αμμανίτη
Εκείνο το καλοκαίρι του
΅44 ήταν το χειρότερο για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μπορεί μέσα στο βαθύ
σκοτάδι να ρόδιζε η μέρα της λευτεριάς, όμως η καθημερινή ζωή γινόταν συνεχώς
όλο και πιο αφόρητη. Τρόφιμα κουτσά-στραβά βρίσκονταν και εκείνος ο φοβερός λιμός
με τους αμέτρητους νεκρούς από την πείνα έδειχνε να πέρασε οριστικά.
Αλλά οι Γερμανοί, που
διαφέντευαν την κατεχόμενή τους Ελλάδα, γινόταν όλο και σκληρότεροι. Καθώς τα
μέτωπά τους σε ανατολή και δύση κατέρρεαν, η συμπεριφορά τους έμοιαζε με του
πληγωμένου θηρίου, που σφαδάζοντας δείχνει όλη του την αγριότητα. Ταυτόχρονα,
οι περισσότεροι έως χθες κολλητοί τους αλλά και οι συμπολεμιστές τους,
βλέποντας τα σκούρα, πήδησαν εν τάχει στην αντίπερα όχθη, εξαγριώνοντας
χειρότερα τους χθεσινούς τους φίλους.
Οι εκτελέσεις πήγαιναν
κρεσέντο. Έβγαινες από την πόρτα σου και δεν ήξερες αν θα γυρίσεις ζωντανός. Τα
μπλόκα στις γειτονιές έγιναν καθεστώς. Πλάκωνε στην περιοχή μια διμοιρία των SS
μαζί με «τσολιάδες», έβγαζαν κραυγάζοντας αξημέρωτα τους άνδρες από 15 χρονών
και πάνω από τα σπίτια τους και τους συγκέντρωναν παρατεταγμένους σε μιαν
αλάνα. Εκεί, ένας τύπος, έχοντας καλυμμένο το κεφάλι με κουκούλα, υπεδείκνυε
όσους αναγνώριζε σαν κομμουνιστές. Συλλαμβάνονταν επί τόπου και οδηγούνταν στο
Χαϊδάρι για τα περαιτέρω. Επειδή οι κομμουνιστές δεν είχαν καμιά βούλα στο
κούτελο και επειδή κατά σύστημα δρούσαν συνωμοτικά, ο τύπος με την κουκούλα
πρέπει να ήταν ή εξωμότης, για να τους ξέρει προσωπικά -πράγμα απίθανο, αφού το
ΚΚ κυριαρχούσε και κανείς δεν θα τολμούσε να πάει κόντρα-, ή το πιθανότερο ήταν
να υπεδείκνυε όποιον δεν του γούσταρε η μάπα. Όταν η «συγκομιδή» συμπληρωνόταν,
ανέβαιναν στα καμιόνια και φεύγανε μαζί με τους συλληφθέντες. Πίσω τους απόμενε
θρήνος και κοπετός.
Για τον φόβο των μπλόκων
και των συλλήψεων πολλοί δεν έμεναν τη νύχτα σπίτι τους, αλλά την έβγαζαν σε
κάποιο φιλικό τους σπίτι. Έτσι σε ολόκληρη την πρωτεύουσα φαινόταν να μην έχει
κανείς μόνιμη κατοικία. Γι’ αυτό, μόλις πέρασαν τα κρύα του χειμώνα και το
καλοκαιράκι έκανε φιλική την ατμόσφαιρα, οι Αθηναίοι επινόησαν τη λύση να έχουν
πρόχειρο άλλοθι πως είναι απλοί και φιλήσυχοι πολίτες που διαβιούν ειρηνικά
απολαμβάνοντας τη «νέα τάξη» του Γ’ Ράιχ. Από πάρα πολύ πρωί κατέβαιναν στις
παραλίες της πρωτεύουσας, φορούσαν το μαγιό τους και επιδίδονταν σε βουτιές, τα
δε SS, που τους έβλεπαν, αδιαφορούσαν γι’ αυτούς τους παλαβιάρηδες. Βέβαια, από
τη δύση του ηλίου μέχρι την ανατολή της επομένης απαγορευόταν αυστηρά να
πλησιάζουν οι πολίτες στις ακτές, επειδή φοβόνταν απόβαση των συμμάχων αλλά και
μήπως έρθει κανένα συμμαχικό υποβρύχιο και ανοίξει νταλαβέρι για δολιοφθορές
κ.λπ. Εξυπακούεται πως η παραλιακή λεωφόρος Ποσειδώνος, με τις βίλες,
εξαιρείτο. Εκεί απαγορευόταν να πλησιάσεις βράδυ την αμμουδιά.
Η αλήθεια είναι πως παρά
τις απαγορεύσεις και τις πυκνές φρουρήσεις των ακτών, τα ελληνικά και βρετανικά
υποβρύχια έκαναν δρομολόγια μεταξύ Αιγύπτου και Αττικής, παίρνοντας ενίοτε και…
επιβάτες για τη Μέση Ανατολή. Φυσικά, οι ενέργειες αυτές ανήκαν στις πολεμικές
επιχειρήσεις και οι ειρηνικοί κολυμβητές, που δεν το ρίσκαραν να πάνε σπιτάκι
τους, με το που έπεφτε ο ήλιος την άραζαν και διανυκτέρευαν στη γύρω περιοχή,
μακριά από τη θάλασσα, όπου οι Γερμανοί είχαν φτιάξει για ώρα ανάγκης υπόγεια
πολυβολεία, μη επανδρωμένα, χωρίς να στρατοπεδεύουν γύρω τους μονάδες.
Σημειωτέον πως μεταπολεμικά τα πολυβολεία αυτά τα κατέλαβαν ιερόδουλες, τα
εξόπλισαν με υποτυπώδη κομφόρ και κάνανε χρυσές δουλειές.
Κυλούσε ο καιρός,
περνούσανε οι μέρες, μέχρις ένα πρωινό που βάρεσαν οι σειρήνες. Δυό-τρία
καταδιωκτικά Μέσερσμιθ που στάθμευαν στο Ελληνικό απογειώθηκαν και
εξαφανίστηκαν για να κρυφτούν. Ήταν η εποχή που η άλλοτε πανίσχυρη και αγέρωχη
Λουφτβάφε φύλαγε τα αεροπλάνα της σαν κόρη οφθαλμού, αποφεύγοντας τη σύγκρουση
με τους συμμάχους. Και τότε στον ουρανό εμφανίστηκε ένα θέαμα μεγαλειώδες. Σε
πυκνούς σχηματισμούς πετούσαν σμήνη συμμαχικών βομβαρδιστικών. Το ασημί τους
χρώμα λαμπίριζε στον ήλιο, όπως λαμπύριζαν και οι λωρίδες ασημόχαρτου που
έριχναν για να μπερδεύουν με τις αντανακλάσεις τους τα αντιαεροπορικά. Κάθονταν
οι λουόμενοι στις πλαζ και χάζευαν, όπως παλιά χάζευαν από τις ταράτσες τους τα
στούκας.
Τώρα όμως τα βομβαρδιστικά
ήτανε δικά μας, ήταν φίλοι μας, αδέρφια μας… Μερικοί μάλιστα, κοιτώντας τον
ουρανό, κουνούσαν σε χαιρετισμό τα χέρια τους. Τα αντιαεροπορικά έβαλλαν
συνέχεια και οι βολίδες τους έσκαγαν σχηματίζοντας λευκές τούφες στον γαλανό
ουρανό... Έριχναν όμως στον «γάμο του Καραγκιόζη» καθώς τα αεροπλάνα πετούσαν
πολύ ψηλά και οι βολές δεν τα έφταναν. Και τότε έγινε ο χαμός με έναν άγριο
βομβαρδισμό του Πειραιά αλλά και του αεροδρομίου του Ελληνικού. Ολόκληρη η
παραλιακή μέχρι τη Γλυφάδα δεχόταν βόμβες. Έντρομοι οι λουόμενοι έτρεχαν με τα
μαγιό τους στη λεωφόρο Συγγρού για να σωθούν. Ήταν η πρώτη φορά από την αρχή
του πολέμου που καταλάβαμε τι εστί αεροπορικός βομβαρδισμός. Τα θύματα που
βρέθηκαν στο μάτι της κοσμοχαλασιάς ήσαν λίγα σχετικώς και ανήλθαν, όπως
ανακοινώθηκε, στα πενήντα. Ήταν το τίμημα της απελευθέρωσης, που ερχότανε
γοργά…
ΤΟ
ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου