Δυο
γιαγιάδες έδωσαν μαθήματα ζωής...
Πάνω
απ’ όλα αξίζει να ονειρεύεσαι
της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ -
ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Το φετινό καλοκαίρι
δύσκολο, με μια ζέστη απίστευτη, με τα δάση μας να καίγονται, αυτά τα λίγα δάση
που καμαρώνουμε βλέποντάς τα και νιώσαμε για πρώτη φορά μια απελπιστική μοναξιά
που σ’ έπνιγε.
Ήταν σα να συνωμοτούσαν
όλα ενάντια στις προσδοκίες μιας περιόδου που θα μας έδινε μια στάλα ανάσας κι
αισιοδοξίας όσον αφορά την οικονομία με κέρδη πολύ αναγκαία για τα ταμεία των
τουριστικών μονάδων και των μικρών επαγγελματιών.
Αισθανθήκαμε μόνοι και
νιώσαμε πόση αξία έχει ο αγώνας να ’ναι ομαδικός. Έτρεχαν όλοι να βοηθήσουν, να
σώσουν ό,τι μπορούσαν. Το μισοτσουρουφλισμένο κοτσύφι που έσωσε μέσα απ’ τις
φλόγες ένας νεαρός πυροσβέστης, ήταν σα σταγόνα μιας δροσιάς και ευαισθησίας
μέσ’ την κόλαση απ’ τις πύρινες λόγχες που έφταναν ψηλά πάνω απ’ τα βουνά.
Άντρες, γυναίκες, αγόρια,
κορίτσια, εκτός απ’ τον σκληρό ατέλειωτο αγώνα των πυροσβεστών και μια αθόρυβη
ομάδα γερόντων συμμετείχαν με μια συγκρατημένη ηρεμία, μαθημένοι από κακουχίες
στα πέτρινα χρόνια. Όρθια στα κάγκελα του σπιτιού της που η κάπνα το ’χε μαυρίσει
και τα λιγοστά της λουλούδια λιποθυμισμένα, προσπαθούσαν να κρατηθούν στη ζωή,
με το κομποσκοίνι της στο χέρι προσευχόταν σιωπηλά μια γιαγιά. Μια μορφή
γαλήνια, ξερακιανή, γεμάτη καρτερία, τα μάτια της γεμάτα ελπίδα, το πρόσωπό της
σκαμμένο απ’ τις ρυτίδες, την είδα στην τηλεόραση. Γερά σκαριά, σκέφτηκα, που
έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου, δεν τα παρατάνε εύκολα.
Τότε, χωρίς να το θέλω, τη
σύγκρινα με την άλλη γιαγιά που είδα μια μέρα, ψάχνοντας στο ίντερνετ, μπροστά
στο ανοιχτό της παράθυρο να τραγουδά μ’ όλη της την αγάπη ένα παλιό τραγούδι
«πρίμο σεκόντο…». Ένα κάτασπρο καλοχτενισμένο κεφάλι με μια μπλε ρόμπα, ήταν σα
να ήθελε να φωνάξει σ’ όλους πως πρέπει να πιστέψουν ότι η ζωή είναι ωραία,
«όπως κι αν είναι», πως κι οι μεγάλοι έχουν καρδιά, ονειρεύονται, αγαπούν,
είναι ένα ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας μας και ξέρουν να εκτιμούν την κάθε
ώρα, το κάθε λεπτό. Έχουν αναμνήσεις και ζουν μ’ αυτές έρωτες, χαρές, λύπες,
δυστυχίες, πείνα και χρόνια ευτυχισμένα. Τραγουδούν και είναι σα να λένε «αφήστε
τη μιζέρια».
Ένας νέος άντρας της
φίλησε το χέρι, λέγοντάς της πολλές φορές «ευχαριστώ». Το ’κανε συχνά αυτό η
γιαγιά. Όταν αργούσε να φανεί στο παράθυρό της, όλοι ανησυχούσαν. Ήταν για τη
γειτονιά ένα είδος γιατρίνας.
Σιγοψιθύρισε στον Άλκη
«πάνω απ’ όλα αξίζει να ονειρεύεσαι». Ήταν από κείνα τα περήφανα γηρατειά. Ο
κορμός της χώρας. Ένας κορμός χιλιοσκαμμένος αλλά γερός στην καρδιά, που κρατά
σα ένα δάσος από τεράστια πλατάνια με τα κλαδιά τους, τα παιδιά τους. Γι’ αυτό
τους αξίζει σεβασμός και μια άξια αντιμετώπιση των αγώνων τους. Τους αξίζει στο
τέλος του δρόμου μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς στερήσεις, αγωνίες και «θλίψη», επειδή
κανείς δεν εκτίμησε την προσφορά τους.
Δύο γιαγιάδες που η
καθεμιά τους με τον δικό της τρόπο έδιναν μαθήματα ζωής. Μιας ζωής που θύμιζε
τις γυναίκες του Μεσοπολέμου, εκείνες που ήξεραν να τα βγάζουν πέρα μ’ ένα
τραγούδι, με ελπίδα, με αγάπη για τη ζωή, που δεν έχει τίμημα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου