Για
να γνωρίσουμε τα πουλιά της χώρας μας
Τσίχλες
και κοτσύφια
Γράφει ο Θέμος Ποταμιάνος*
Με τα πρώτα φθινοπωρινά
κρύα, όποιος τύχη να μπει σ' ένα πάρκο, στον Εθνικό Κήπο της Αθήνας ας πούμε, δεν
θ' ακούσει τ' αηδόνια να κελαηδούνε. Ούτε θα δει αηδόνια και χελιδόνια. Θα δει όμως
κάποια άλλα σταχτιά πουλιά, πού κάθονται κατά προτίμηση πάνω σε ξερά κλαριά ή σε
σύρματα και από κει πετούν στον αέρα και ξαναγυρίζουν στο ίδιο μέρος. Είναι οι
λεγόμενοι μυγοχάφτες, πού κυνηγούν τις μύγες και τα κουνούπια. Οι μυγοχάφτες δεν
κελαηδούν ποτέ. Που και που ωστόσο αφήνουν ένα κοφτό, μονότονο, μονοσύλλαβο
ήχο.
Απάνω όμως στα δέντρα και
μέσα ατούς πυκνούς θάμνους ακούονται άλλες λαλιές και πιο πολύ μια φωνή ψιλή,
μεταλλική φωνή. Ένα «ίιιι!» πού επαναλαμβάνεται αδιάκοπα το ίδιο.
Τα πουλιά πού βγάζουν
αυτές τις φωνές, είναι οι τσίχλες και τα κοτσύφια.
Τα κοτσύφια μένουν όλο το
χρόνο εδώ και την άνοιξη και το καλοκαίρι κελαηδούν πολύ όμορφα. Ο κότσυφας
έρχεται δεύτερος από τ' αηδόνι στην τέχνη και στη γλύκα του τραγουδιού. Τώρα όμως
τα κοτσύφια δεν κελαηδούν. Αφήνουν μόνον ένα «κιού-κιού-κιού» ή μια καλή φωνή
«Γιι !» πού μοιάζει σαν τη φωνή της τσίχλας. Κι όπως ανακατώνονται οι φωνές των
δύο αυτών πουλιών, έτσι ανακατώνονται και τα ίδια, κατά το φθινόπωρο και όλον
τον χειμώνα. Βρίσκονται στα ίδια μέρη, σε δασωμένους τόπους ή σε περιβόλια ή σε
μέρη με θάμνους μεγάλους και πυκνούς, τρώνε την ίδια τροφή (καρπούς από
δαφνόδενδρα, σκουληκάκια κτλ) κι' έχουν τις ίδιες συνήθειες και το ίδιο σχεδόν
σώμα.
Μόνο στο χρώμα ξεχωρίζουν.
Τα κοτσύφια είναι μαύρα (πιο μαύρο είναι το αρσενικό, πού έχει και «κέρινη»
δηλαδή κίτρινη μύτη), ενώ οι τσίχλες έχουν σταχτοκάστανη πλάτη και στήθος
σταχτί ανοιχτό, γεμάτο στίγματα κίτρινα και καφετιά.
Οι τσίχλες είναι πουλιά
«ευρωπαϊκά». Δε φεύγουν ποτέ από την Ευρώπη. Το φθινόπωρο κατεβαίνουν στα
θερμότερα κλίματα, στη ζώνη της Μεσογείου, και μένουν όλο το χειμώνα. Μόλις μπει
η άνοιξη τραβάνε για βορεινότερους
τόπους, όπου μένουν
όλο το καλοκαίρι και ξαναγυρίζουν εδώ το φθινόπωρο με τα πρώτα κρύα.
Είναι αρκετά όμορφα πουλιά, ζωηρά και έξυπνα.
Το κυνήγι τους είναι πολύ
διασκεδαστικό, ιδίως για αρχάριους κυνηγούς, πού δεν έμαθαν να χτυπούν τα
πουλιά «στο φτερό», δηλαδή στον αέρα καθώς πετάνε. Οι τσίχλες χτυπιούνται
«καθιστά», δηλαδή την ώρα πού κάθονται στα κλαριά των δέντρων ή στους θάμνους. Και
όμως το κυνήγι της τσίχλας δεν είναι εύκολο. Γιατί το πουλί αυτό καταλαβαίνει από
μακριά τον κυνηγό και φεύγει. Ή τρυπώνει σε πυκνούς θάμνους και δεν βγαίνει πια.
Ή βγαίνει απότομα και «κάνει φτερά», δηλαδή φεύγει μακριά.
Ωραία είναι όταν είναι μαζεμένες
πολλές τσίχλες και πολλά κοτσύφια σε ένα μεγάλο θαμνότοπο.
Ο κυνηγός καταλαβαίνει πώς
εκεί μέσα υπάρχουν τα πουλιά αυτά, από τις ψιλές φωνίτσες «Ιιιι !» πού αφήνουν
αυτά κάθε στιγμή. Πλησιάζει, λοιπόν, από το αποπάνω μέρος του θαμνότοπου, έτσι
πού να είναι αυτός σε ψηλότερο, σημείο και να βλέπει τι γίνεται γύρω. Πλησιάζει
και αρχίζει να ρίχνει πέτρες μέσα στους πυκνούς θάμνους, για ν' αναγκάσει τις
τσίχλες και τα κοτσύφια να βγουν. Όταν πέσει η πρώτη πέτρα, οι τσίχλες
σωπαίνουν. Κ' έπειτα μια μια αρχίζει να ξεπετιέται
και να φεύγει μακριά με ορμητικό
πέταγμα. Μερικές όμως από δαύτες δεν φεύγουν, άλλα πηδούν από το ένα κλαδί στο
άλλο, στο βάθος των θάμνων. Αν ο
κυνηγός έχει καλό μάτι, μπορεί διακρίνει καμιά απ' αυτές και να τη χτυπήσει.
Οι άλλες, με τον πυροβολισμό, τρομάζουν και χώνονται πιο βαθιά στα θάμνα.
Τότε ο κυνηγός αρχίζει πάλι τα πετροβολήματα και τις αναγκάζει να βγουν. Όσες βγουν φεύγουν μακριά τρομαγμένες. Ο
κυνηγός κοιτάζει που πήγαν,
για να πάει αργότερα κι αυτός εκεί.
Πριν ξεκινήσει γι' αυτή τη
δουλειά, σταματάει λίγο μπροστά στο θαμνότοπο και περιμένει. Συνήθως τη στιγμή εκείνη
παρουσιάζεται στα εξωτερικά κλαριά του θάμνου καμιά καθυστερημένη τσίχλα ή
κανένας κότσυφας. Είναι το ασφαλέστερο θήραμα για τον κυνηγό.
Οι τσίχλες έχουν αρκετό
κρέας κι ας είναι στην εμφάνιση ισχνές.
Υπάρχει όμως και ένα
είδος τσίχλες, πού γίνεται πολύ μεγάλο.
Είναι οι γερακότσιχλες που λέγονται και τρυγονότσιχλες ή κλαρότσιχλες. Ονομάζονται γερακότσιχλες από το χρώμα τους,
που μοιάζει, σαν του γερακιού. τριγονότσιχλες, γιατί είναι μεγάλες σαν τρυγόνια. Και τέλος ονομάζονται
κλαρότσιχλες, γιατί συνηθίζουν
να κάθονται πάνω στα ψηλά, γυμνά
και πολλές φορές ξερά κλαριά ορισμένων δέντρων. Η κλαρότσιχλα είναι όπως και η κοινή τσίχλα, μόνο πώς είναι
διπλή στο σώμα κ' έχει και φτερά
κανελιά, κοκκινωπά, σαν τα
φτερά του γερακιού. Το στήθος της
είναι παρδαλό σαν το στήθος της τσίχλας.
Οι τσίχλες και τα κοτσύφια
είναι μια ευχάριστη νότα του φθινοπώρου και του χειμώνα. Χωρίς αυτά τα πουλιά, το
φθινοπωρινό και το χειμερινό τοπίο θα ήτανε πολύ πένθιμα και σιωπηλά στην ερήμωση τους.
Όταν το κρύο σταματάει κάθε
ζωή και κάθε κίνηση μέσα στο χλωμό χειμωνιάτικο τοπίο, ξεπροβαίνει έξαφνα από
τα βάθη ενός θαμνότοπου ο κότσυφας κι αφήνει ένα ζωηρό, χαρούμενο κελάδημα και
πετάει πέρα. Το ίδιο και η τσίχλα.
* Ο
συγγραφέας Θέμος Ποταμιάνος γεννήθηκε στη Κεφαλονιά το 1895. Σπούδασε νομικά.
Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία και το μεγαλύτερο μέρος του
έργου του απευθύνεται στα παιδιά. Έγραψε επίσης θεατρικά και συμμετείχε σε έργα
επιθεωρήσεων (1917-1932). Χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Ρεάλης. Πέθανε στην Αθήνα
το 1973.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου