Η αισθαντική μνήμη και αποκαλυπτική φαντασία του Άγγελου Σικελιανόυ
Μια
προσωπική γνωριμία με τον Άγγελο Σικελιανό οδηγεί στη διεισδυτική
«ανάγνωση» της ζωής και του έργου του ποιητή. Ο Άγγελος Σικελιανός με τον προφορικό
του λόγο συνέπαιρνε το ακροατήριο, το
καθήλωνε και το γοήτευε.
Του Κ. Ι. Δεσποτόπουλου, Ακαδημαϊκού
Ο Άγγελος Σικελιανός, με
τη βαθύβλυστη ποίησή του και με την έμμονη προαίρεσή του για σύγκλιση του βίου
του προς την ποίησή του, είχε μοναδικά επιβλητική παρουσία, επί τέσσερες δεκαετίες
και πλέον, στην πνευματική τότε κοινωνία της Ελλάδος.
Κατόρθωσε να δονήσει την
αισθαντικότητα εκλεκτών Ελλήνων για υπερκαιρικές επιδόσεις του πνεύματος ή και
να σφραγίσει αυθεντικά την ποιητική Βίβλο της Ελλάδος.
Και υπήρξαν οι δεκαετίες
αυτές κατάμεστες από μεγάλους κραδασμούς της Ιστορίας: Βαλκανικοί πόλεμοι,
απελευθέρωση της Κρήτης, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και των νήσων του Ανατολικού
Αιγαίου, πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, πολιτικός διχασμός των Ελλήνων, Ρωσική
Επανάσταση, απελευθέρωση της Θράκης, της Ιωνίας και της Αιολίδας, απότομη
καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού• και ύστερα, δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος,
ανέσπερη δόξα των Ελλήνων με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, επίθεση των Γερμανών στα
ημιαφύλακτα σύνορα, κατοχή της χώρας και τα έκγονά της δεινά, έπος και τραγωδία
με την Εθνική Αντίσταση, απελευθέρωση της χώρας και βαρύ κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας, εμφύλια σύρραξη του
Δεκεμβρίου 1944, μεταδεκεμβριανή κατάσταση πολιτικών ψυχώσεων και δυσλειτουργίας
του κράτους, ψυχρός πόλεμος στην Ευρώπη, εμφύλιος σπαραγμός στην Ελλάδα, έξοδος
μόλις από το δράμα του εμφυλίου πολέμου.
Ηθική
συμμετοχή
«Ωδή στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» του Άγγελου Σικελιανού
Σε τέτοια εποχή έζησε ο Άγγελος
Σικελιανός τα κρίσιμα και δημιουργικά χρόνια του. Και, πιστός προς την αποστολή
του γνήσιου ποιητή, έζησε υπερέντονα, σε πνευματική περισυλλογή πέραν από τη
δίνη των ιστορικών γεγονότων, αλλά και με ηθική συμμετοχή στους αγώνες και στα
πάθη του έθνους του.
Είχα την ευκαιρία στην
προτελευταία πενταετία της ζωής του να διαλέγομαι συχνά μαζί του, να ενωτίζομαι
τη φωνή του και να ερμηνεύω την ποίησή του, να μου εμπιστεύεται αξιολογήσεις
του. Από τον Νοέμβριο 1947 βρέθηκα εκτός Αθηνών και δεν είχα την ευκαιρία να τον
συναντήσω έκτοτε.
Αξίζει να υπομνησθεί, ότι
γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα και το οικογενειακό περιβάλλον του δεν ήταν
άμοιρο ευαισθησίας για τα έργα του πνεύματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι
γονείς του, Ιωάννης Σικελιανός, καθηγητής ξένων γλωσσών και η μητέρα του Χαρίκλεια
το γένος Στεφανίτση έδωκαν ονόματα ομηρικά στους αδελφούς και στις αδελφές τού Άγγελου,
τελευταίου παιδιού τους, γεννημένου την 15η Μαρτίου 1884. Ιδού τα ονόματα:
Εκτωρ, Μενέλαος, Ελένη, Πηνελόπη.
Ο Μενέλαος, μηχανικός στο
Κάιρο, αυτός προσκάλεσε τον Άγγελο στην Αίγυπτο και οργάνωσε την εκδρομή στην
έρημο της Λιβύης, όπου γράφτηκε ο «Αλαφροΐσκιωτος», με το συναίσθημα εξάλλου
και τη φαντασία του ποιητή, προσηλωμένα στην πατρίδα και με την έμπνευση όχι άσχετη
από την έως τότε κατεργασία των πνευματικών του δυνάμεων και τη σύνδρομη
διάπλαση της ευαισθησίας του.
Επιδράσεις
Αναφέρεται, ότι παιδάκι ο Άγγελος
άκουε συνεπαρμένος τη γριά παραμάνα του να αφηγείται λαϊκά παραμύθια και την
αδελφή του Πηνελόπη να τους διαβάζει «Ερωτόκριτο», «Θυσία του Αβραάμ» και
δημοτικά τραγούδια. Και ύστερα, ως μαθητής ακόμη του Γυμνασίου της Λευκάδας,
μελετούσε ο ίδιος, εκτός από τα σχολικά ό,τι βιβλία εύρισκε στη βιβλιοθήκη του
πατέρα του ή αλλού. Και από το 1901, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, έζησε,
πριν από τη συγγραφή του «Αλαφροΐσκιωτου» ήδη, την πνευματική ατμόσφαιρα των
Αθηνών της εποχής: τη ρομαντική έξαρση των αξιών του λαϊκού πολιτισμού,
ενταγμένη κάπως στο κίνημα του δημοτικισμού, την απήχηση του έντονου
ελληνοκεντρισμού του Περικλή Γιαννόπουλου, ή και τον διάχυτο απόηχο της
φιλοσοφίας του Nietzsche, ή ακόμη και την ανταύγεια της αίγλης του Ντ' Αννούντσιο.
Το υψηλό φρόνημα όμως του
Σικελιανού ως ιεροφάντη ποιητή, και η εμψυχωτική του πίστη προς την ποίηση ως
συνυφασμένη στην ύπαρξή του και ως ικανή για την πνευματική διάπλαση της ανθρωπότητας,
με αφετηρία εξάλλου τη Φύση και το πνεύμα της Ελλάδος, επήγασε μάλλον από τον
αστάθμητο προσωπικό παράγοντα, και όχι απλώς από τις όποιες επιδράσεις του πνευματικού
περιβάλλοντος.
Και συμβαίνει στο λυρικό
έργο προπάντων να διαχέεται η λατρεία του Σικελιανού για τα φυσικά τοπία της
πατρίδας του. Γράφει ο ίδιος στον Λυρικό Βίο (Α 22): «Κάποιο αγνό μιμόδραμα
ήταν όλη η εφηβική μου βίωση μες στη Φύση. Άφηνα τα πράγματα να μπάζουν σιγά-σιγά
μες στην ψυχή μου το ιδιαίτερό τους φως -απ' το χαλίκι ώσμε τον ήλιο κι ώσμε
τ'άστρα- και βαθμιαία να τ' ανεβάζουν απ' τα νεύρα μου, σα λάδι, προς το λύχνο
του παρθένου αυθόρμητού μου λογισμού». Και αναμφίβολα ο Σικελιανός στη μετα-εφηβική
του ηλικία έχει βαθύψυχη επικοινωνία με την ελληνική Φύση και αναπαριστάνει
συχνά στο λυρικό έργο του κάποιες φάσεις της οιονεί αυτούσιες.
Καίρια
μηνύματα
Εξάλλου, όσο και αν είναι
βαθιά ριζωμένη στο ελληνικό χώμα και στο ελληνικό πνεύμα, όσο και αν είναι
συχνά διάλογος με την αισθητικά πολύσημη
Φύση της Ελλάδος, όπως και απόλογος των παθών και τροπαίων του λαού της, η
ποίηση του Σικελιανού ενέχει και μηνύματα καίρια με απεύθυνση πανανθρώπινη.
Αξίζει να υπομνησθούν οι
τίτλοι έργων του είτε ποιημάτων, μεταγενέστερων του «Αλαφροΐσκιωτου»:
«Συνειδήσεις», και ειδικότερα «της Γης μου», «της φυλής μου», «της γυναίκας», «της
πίστης»• «Δέηση», «Μήτηρ Θεού», «Θαλερό», «Αφροδίτη Ουρανία», «Τραγούδι των Αργοναυτών»• «Διθύραμβος του
Ρόδου». «Ιερά Οδός», «Μελέτη θανάτου»• ακόμη τα παράνομης κυκλοφορίας στην Κατοχή,
«Επινίκια Β'» και «Ακριτικά».
Ιδιαίτερα εκφραστικός της αισθητικής
του Σικελιανού, εννοημένης ευρύτατα, δηλαδή και ως κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας,
είναι ο δημοσιευμένος στην Κατοχή επίσης, το 1942, «Πρόλογος στον Λυρικό Βίο»,
κείμενο πεζού λόγου με πολύ προσωπικό
ύφος.
Ο
προφορικός του λόγος
Έντονο πάντοτε προσωπικό
ύφος είχε όμως ο προφορικός λόγος του Σικελιανού, προπάντων σε δημόσιες
εκδηλώσεις, όπου η φωνή του ηχούσε όπως κλαγγή ερχόμενη από κορυφή όρους ή από
βυθό χαράδρας.
Συνδυασμένος και με την
έκπαγλη σωματική παρουσία του ο προφορικός αυτός λόγος συνέπαιρνε το
ακροατήριο, το καθήλωνε και το γοήτευε. Ήταν όμως και τα συστατικά του λόγου αυτού
νοήματα υπερκαθημερινά πάντοτε, και αυστηρά σικελιάνειου ρυθμού.
Εξάλλου είχε το χάρισμα ο
Σικελιανός, όταν με ποίημά του εγκωμιάζει άλλον ποιητή, να προσαρμόζεται προς
το ύφος και την ουσία του αλλότριου ποιητικού λόγου, με ξανατονισμένη έκφραση όμως
σε τυπικά σικελιάνειο ύφος και με σύστοιχη επιλογή ουσίας.
Το ποίημα ύστατου
χαιρετισμού προς τον Μαλακάση ενέχει στίχους, όπως «...ακόμα βόγγει της φωνής
σου η δοξαριά/βαθιά στα φρένα μας κι
ανατριχιάζουμε όλοι».
Στο πολύ γνωστό ποίημα
ύστατου χαιρετισμού προς τον Παλαμά, μεστό και από κραυγή εγερτική για τον
απελευθερωτικό Αγώνα, με ακροατήριο τους χιλιάδες Αθηναίους, όσοι αψήφησαν την τρομοκρατία
και παρευρέθησαν μήνα Φεβρουάριο του 1943 για να τιμήσουν τον εθνικό ποιητή, ο
στίχος και ο ρυθμός είναι τυπικά σχεδόν παλαμικός, σε ξανατονισμό απλώς
σικελιάνειο.
Σάλπισμα
ελευθερίας
Ας μου επιτραπεί να
αφηγηθώ και να περιγράψω δύο από τις δημόσιες εμφανίσεις του Σικελιανού, όπως
τις έζησα προσωπικά.
Ήταν Οκτώβριος 1943, εποχή
Κατοχής από τους Γερμανούς και βαριάς τρομοκρατίας. Ο Σικελιανός όμως ομίλησε,
Λευκαδίτης ποιητής ο ίδιος για τον Λευκαδίτη ποιητή Βαλαωρίτη, φίλο της οικογενείας
του, και με το φιλολογικό αυτό πρόσχημα βροντοφώνησε μηνύματα πατριωτικά, με
αλλοτινή μορφή και με πολύ επίκαιρη ουσία. Συρρεύσαμε, Αθηναίοι και Πειραιώτες,
νέοι και μη νέοι, άνδρες και γυναίκες, στον χώρο του Ωδείου του Ηρώδου του
Αττικού, όχι δίχως επίγνωση του κινδύνου. Και η φωνή του ομιλητή, δίχως
μικρόφωνο, στεντόρεια και ιερατική, δονούσε την ατμόσφαιρα έως τη ζωοφόρο του
Παρθενώνος. Οι στοίχοι του Βαλαωρίτη, επιλεγμένοι εύστοχα, και απαγγελμένοι από
τον Σικελιανό διάτορα, ήταν σαλπίσματα ελευθερίας, συνθήματα προς εξέγερση. Και
το ακροατήριο συμμετείχε ολόψυχα, με κατάνυξη και με αγαλλίαση. Ήταν κάτι μικτό:
πνευματική μυσταγωγία και αντιστασιακό προσκλητήριο.
Τη λήξη της ομιλίας
επακολούθησε παρέλαση-προσκύνημα ενώπιον του Σικελιανού. Πλήθος από τους
ακροατές πλησίαζαν τον ποιητή για να εκφράσουν ευγνωμοσύνη και θαυμασμό προς το
πρόσωπό του.
Υπερευαισθησία
Ήμουν πλάι στον Πρεβελάκη,
όταν πρώτος εκείνος χαιρέτησε και ασπάσθηκε τον Σικελιανό, καθώς ταίριαζε και
στη βαθύσημη φιλία τους. Και ήλθε η σειρά μου να συγχαρώ. Και ο Σικελιανός μου κράτησε
το χέρι ώρα πολλή, με το βλέμμα του αυστηρό και εισδυτικό, χωρίς να αρθρώνει
λέξη. Κάποτε άνοιξε τα χείλη του και μου απηύθυνε σε τόνο μομφής και παραπόνου
τα εξής: «Γράψατε : "Ποιος άλλος
μπορεί να σταθεί πλάι του στην ηρωική ενσάρκωση των πεπρωμένων του
πνεύματος;" Και το γράψατε Σεις, ενώ γνωρίζετε ότι ζω θνήσκων καθ'
εκάστην».
Με συγκίνηση αναπολώ και
με δισταγμό ανακοινώνω δημόσια την απίθανη αυτή αντίδραση του Σικελιανού. Και
δεν είναι ανευλάβεια, νομίζω, προς το ιερό ήδη πρόσωπό του, η ανακοίνωσή της
εδώ απόψε. Σ' αυτήν καθρεφτίζεται η υπερευαισθησία του για τη φήμη του ως
ποιητή πρωτόθρονου, ταυτισμένου με το Πνεύμα, ως αφιερωμένου στη διακονία του
Πνεύματος απόλυτα. Και πραγματικά, η επίμαχη φράση μου, δημοσιευμένη την
εβδομάδα εκείνη στο περιοδικό «Νέα Εστία», με αναφορά στον Καζαντζάκη, τον
ισάδελφο του Σικελιανού, έπασχε από έκδηλη μονομέρεια όσο και αν συγγνωστή,
καθώς αποτελούσε ηθικό αντιστάθμισμα στην οξύτατη κριτική μου της καζαντζάκειας
μηδενιστικής βιο-κοσμο-θεωρίας, εκφρασμένης σε καίριο σημείο του γιγάντιου έπους
«Οδύσσεια».
Τρία χρόνια ύστερα, το
καλοκαίρι του 1946, έγινε υποδοχή τιμητική του Γάλλου ποιητή Paul Elyard από
την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών στην Αίθουσα του κινηματογράφου «Αττικόν». Ήταν
παρόντες και ο Σεφέρης και ο Ελύτης, παρά την προ-αποδοκιμασία της υποδοχής
αυτής από μισαλλόδοξους δημοσιογράφους. Εκεί τότε ζήσαμε, σαν θεατές
υπερβατικού θεάτρου, μια έξοχη σκηνή κλέους πνευματικού της Ελλάδος.
Ο Καζαντζάκης, πρώτος
ομιλητής, αρύσθηκε το νόημα, το αφετηριακό της προσλαλιάς του, από τον
Συναξαριστή, όπου οραματισμός ασκητή: επάνω σε ξερό φύλλο το σήμα του Σταυρού, και
να μεγαλώνει ολοένα και τελικά να ξαπλώνεται σε ολόκληρο τον ορίζοντα, σαν να
συμβόλιζε τον απέραντο πόνο της ανθρωπότητας, θέμα κάπως του ποιητικού λόγου
του με την υποδοχή τιμώμενου ξένου ποιητή, ιδιαίτερα στα χρόνια της μεγάλης από
τον πόλεμο δυστυχίας του λαού του.
Ο Σικελιανός, δεύτερος
ομιλητής, ορθώθηκε μεγαλόπρεπος στο βήμα και με ύφος ιερατικό επικαλέσθηκε τον
Απόλλωνα, τον Ορφέα, τον Αισχύλο, τον Σολωμό, σαν διάδοχός τους κάπως και σαν
να ζητούσε την εξουσιοδότησή τους να στέψει τον ευγενικό ξένο ποιητή με τον κότινο
του ελληνικού πνεύματος.
Ο αισθαντικός Γάλλος
ποιητής, ο πολύ διάσημος τότε, και όχι μόνο στην πατρίδα του, ατένιζε με θάμβος
τις εξαίσιες προσφωνήσεις και με το εκφραστικότατο βλέμμα του έδειχνε βαθιά
συναίσθηση, ότι έπαιρνε το χρίσμα του πνευματικού ταγού από ιερουργούς του
πνεύματος υπερτέρους του κατά πολύ.
Η αυστηρή επιτίμησή μου
από τον Σικελιανό στο Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού τον Οκτώβριο 1943 έγινε η
αφορμή για να γράψω ευθύς αμέσως και να δημοσιεύσω τον Φεβρουάριο 1944, εποχή
Κατοχής πάντοτε μελέτη μου ερμηνευτική της δημοσιευμένης τον Οκτώβριο 1943
τραγωδίας του Σικελιανού «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη». Η δημοσίευση της μελέτης μου,
συντελεσμένη και με τη χρήση του κύρους του Σικελιανού και τη γενναία επιμονή
του, ήταν πράξη πολύ παράτολμη και για τους δυο μας, καθώς με την ενάργεια του
πεζού λόγου καθιστούσε προκλητικότερες τις αλληγορίες του ποιητικού λόγου, τις παραινετικές
προς απελευθερωτικό Αγώνα. Ευτυχήσαμε, παρά τους φόβους και τις προειδοποιήσεις
των φίλων μας, να μη διωχθούμε από τους αρμόδιους των Αρχών Κατοχής. Ίσως μας
συγκάλυψαν κρυπτο-φιλέλληνες Γερμανοί της λογοκρισίας, ελληνιστές και θαυμαστές
κάπως του Σικελιανού.
Πνευματική
ισοτιμία
Η αισθαντική μνήμη και η
αποκαλυπτική φαντασία του Σικελιανού χάριζε ισοτιμία πνευματική στο υπερκαιρικά
υψωμένο παρελθόν του Έθνους με το εναγώνιο παρόν του λαού, όπου σφαδάζει το πάθος
της ζωής.
Με την εξαίρετη ικανότητα
για εναργέστατη αναβίωση της Ιστορίας και των μύθων κατόρθωσε ο Σικελιανός και
να υπηρετήσει τη σύγχρονή του ζωή του έθνους, μάλιστα και σε χρόνια πολέμου,
Κατοχής, τρομοκρατίας. Η τραγωδία «Σίβυλλα», δημοσιευμένη στα χρόνια της
Κατοχής, ενέχει γελοιποίηση και στηλίτευση του Μουσολίνι, διαμέσου της μορφής
του Νέρωνα. Η δημοσιευμένη στα χρόνια της Κατοχής επίσης τραγωδία «Ο Δαίδαλος
στην Κρήτη», διεκτραγωδεί αλληγορικά, διαμέσου της κακουργίας του τυράννου
Μίνωα, την κακουργία του υπερτύραννου Χίτλερ, ενώ διαμέσου της μορφής του
Δαίδαλου και των συντρόφων του εκφράζει αλληγορικά την ηθική έξαρση των ηρώων
του απελευθερωτικού Αγώνα.
Μειωμένη
απήχηση
Αναμφίβολα, η απήχηση του
σικελιάνειου έργου στη νεώτερη γενεά είναι πολύ μειωμένη. Και η μείωση αυτή
εξηγείται πολλαπλά. Η σύγχρονή μας κοινωνία στην Ελλάδα και όχι μόνο στην
Ελλάδα, μαστίζεται από υπερπληθώρα εκδηλώσεων χαμηλής πνευματικότητας και
χαρακτηρίζεται από κρισιμότατα προβλήματα πρακτικής μάλλον καθημερινότητας ή
και υπερεθνικών διαστάσεων, αλλά και από το άγχος συχνά για πρωτόφαντους κινδύνους
ή και από την πικρία μεγάλων απογοητεύσεων, αλλότροπων της έκγονης από την
υπετραγική απόληξη της Μεγάλης Ιδέας το 1922.
Δεν παραμένουν, άρα, στην
ύπαρξη και στη συνείδηση του συνόλου σχεδόν των σημερινών Ελλήνων περιθώρια επαρκή
για λατρευτική ευαισθησία προς τη γύρω τους Φύση, για υπερκαιρικές πνευματικές
ανατάσεις, για βαθύψυχες εθνικές εξάρσεις, για οικουμενικής εμβέλειας
οραματισμούς• αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην Ελλάδα της εποχής του
Σικελιανού, δεκτική σε ικανό βαθμό για την ποιητική του υπεραισθαντικότητα και υψιπέτεια.
Εξάλλου, από τότε άλλαξαν
έκδηλα οι καιροί και ως προς το ύφος του ποιητικού λόγου. Η παρεμβολή του
Καβάφη, και ύστερα του Σεφέρη προπάντων και του Ελύτη με το δίκαιο γόητρό τους,
ή και η προβολή του έργου ποιητών ελάσσονος τόνου ή και οξύτατης κραυγής,
εξοικείωσαν τους φίλους της ποιήσεως προς άλλο ύφος, πολύ διαφορετικό από το
σικελιάνειο, καταδικασμένο άρα εφεξής το αναβλυστό αυτό από γνήσιον οίστρο
ποιητικό ύφος να θεωρείται ως παλαιού «συρμού».
Αλλά η καταδίκη αυτή δεν
αποτελεί οριστική ετυμηγορία της Ιστορίας. Το μέλλον θα δείξει την ιστορική
αντοχή τού α ή του β ποιητικού έργου. Οι αλλαγές του «συρμού» καθ' εαυτές δεν συνεπάγονται
κατάλυση της ουσιαστικής αξίας των αυθεντικών ποιητικών έργων.
Από κεφάλαιο του βιβλίου «Περί προσώπων και
θεσμών» του Ακαδημαϊκού Κ. Δεσποτόπουλου, (εκδόσεις Παπαζήση, 2000).
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9.8.2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου