Οι
σκοτεινοί δρόμοι της εξάρτησης
Πριν μερικές μέρες βρέθηκα
σε ένα κύκλο ανθρώπων που ασχολούνται με την δημοσιογραφία και το θέατρο και
αντικείμενο της συζήτησή τους ήταν η ανακάλυψη του κυκλώματος διανομής
ναρκωτικών στο Κολωνάκι και η σύλληψη μιας νεαρής ελληνίδας στο Χονγκ Κόνγκ για
την οποία, οι δημοσιογραφικές πληροφορίες από την τον τόπο καταγωγής της, λένε
ότι πρόκειται για ένα πολύ ήσυχο
κορίτσι, κόρη αστυνομικού που, άγνωστο πως, την μετατρέψανε σε βαποράκι ναρκωτικών
κάποιοι επιτήδειοι.
Κάποιος παλιός
δημοσιογράφος έβγαλε τότε από το αρχείο του και μας διάβασε ένα παλιό ρεπορτάζ,
γύρω από την διακίνηση των ναρκωτικών όπου γίνεται αναφορά σε τρείς τραγικές
περιπτώσεις ανθρώπων θυμάτων της μάστιγας των ναρκωτικών.
Του ζήτησα την άδεια αντιγραφής
και σας μεταφέρω εδώ τις τραγικές αυτές ιστορίες με την ελπίδα ότι κάποιοι μπορούν
να βοηθηθούν στο δρόμο προς την σωτηρία· είτε την δική τους,
είτε φιλικών τους προσώπων αντιλαμβανόμενοι σε τι σκοτεινές ατραπούς οδηγούνται
όσοι μπλέκονται με ναρκωτικές ουσίες και τεχνητούς «παραδείσους».
Η αντιμετώπιση τού
προβλήματος των ναρκωτικών και της διακίνησής τους είναι, σε παγκόσμια κλίμακα,
τρομερά δύσκολη. Το σύστημα των αστυνομικών μέτρων, και παρά τις επιτυχίες που
σημειώνονται τοπικά, σε διεθνές επίπεδο έχει υποστεί πολλές βαρείες ήττες. Είναι
αν όχι αδύνατο τουλάχιστον πάρα πολύ δύσκολο να αναχαιτιστεί η επιδρομή των
λαθρεμπόρων ναρκωτικών. Τα διεθνή επιτελεία διώξεως γνωρίζουν τους τόπους των
πηγών τους, γνωρίζουν τις κοίτες των ρευμάτων δεν μπορούν όμως να κόψουν τελείως
το δρόμο διακίνησης. Έτσι τα ναρκωτικά που ξεκινούν από την Κολομβία, την Άπω
Ανατολή, το Αφγανιστάν, την Τουρκία και από άλλους τόπους παραγωγής φθάνουν τελικά
στην Ευρώπη και από το Λονδίνο και το Αμβούργο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, ο
λευκός θάνατος πηδάει κατόπιν εύκολα, με πλοίο ή με αεροπλάνο, ή με οποιοδήποτε
άλλο μέσο στις άλλες χώρες της Ευρώπης
και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου τα ναρκωτικά είναι το νούμερο ένα κοινωνικό πρόβλημα.
Μια
Αγγλιδούλα στο Κατμαντού
Η Νοτιοανατολική Ασία από
τη μια και οι Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη - αυτές είναι οι δυο κορυφές του
δράματος. Γιατί εκεί, τα ναρκωτικά σαρώνουν. Να, πώς περιέγραψε πέρυσι ένας
Βρετανός δημοσιογράφος την εμπειρία του σ' έναν από τους βρώμικους μαχαλάδες
τού Κατμαντού:
«Μπροστά στην σαρακοφαγωμένη
πόρτα ήταν μια επιγραφή στα αγγλικά, πάνω στην πλευρά ενός γκαζοτενεκέ:
«Χασίς». Στο σκαλοπάτι καθόταν ανακούρκουδα μια νεαρή κουρελοντυμένη γυναίκα.
Το ωραίο πρόσωπο της ήταν σκαμμένο. Τα ξανθά μαλλιά της, σε περήφανο κότσο.
Φαινόταν Ευρωπαία. Την
ρώτησα αν ξέρει
αγγλικά.
- Γές, μου είπε, είμαι
Λοντρέζα.
- Τι περιμένετε εδώ;
ρώτησα.
- Αυτό.
Και με μια κίνηση τράβηξε
το κουρελιασμένο ρούχο της. Δεν φορούσε τίποτα από μέσα, Άνοιξε χέρια, πόδια,
για να μου δείξει το κορμί της πού, ομολογουμένως, ήταν ελκυστικό αν και
καταφανώς βρώμικο, σε μια στάση εύγλωττα συμβολική.
-Με μια ρούπια, μου είπε.
Θέλεις;
Και μου έδειξε μια κουβέρτα
πεταγμένη στην άκρη. Εκεί, στη μέση του δρόμου, μπροστά στους περαστικούς, σαν
το ζώο, προσφερόταν στη Στέγη του Κόσμου αυτή η Εγγλέζα. Για ποιο σκοπό; Πρώτα,
για να μπει μέσα στο μαγαζί και με την ρουπία να τραβήξει μερικές ρουφηξιές
χασίς. Δεύτερον, αν της περισσέψουν λεφτά, να ζήσει.
Έκανα να μπω στο κατάστημα.
Με άρπαξε, καθιστή πάντα, σπασμωδικά από το πόδι.
- Στο Λονδίνο ήμουν φοιτήτρια.
Ο πατέρας μου είναι έμπορος. Δεν με θέλεις; Πρέπει να βγάλω την ρουπία.
Της έδωσα την ρουπία. Την
άρπαξε και μπήκε μέσα. Την ακολούθησα και στο μισοσκόταδο είδα σκιές πού μού
φάνηκαν εφιαλτικές. Σε μια γωνιά, μπροστά σε ένα πάγκο, στεκόταν ένας γέρος
Νεπαλέζος. Μού έγνεψε φιλικά.
- Χασίς; με ρώτησε, Κούνησα
το κεφάλι μου για να δικαιολογήσω την παρουσία μου. Μού έβαλε στο χέρι ένα χαρτάκι
και μου ζήτησε τρεις ρουπίες. Τις έδωσα. Γύρω μου οι σκιές σιωπούσαν,
απορροφημένες από το παιχνίδι των ψευδαισθήσεων. Έψαξα να βρω την Εγγλέζα και
δεν δυσκολεύθηκα. Καθόταν οκλαδόν, με ανοιχτό το φόρεμα της, έτσι πού στο
μισοσκόταδο διακρινόταν το κορμί της, κρατώντας μια πελώρια πίπα ανάμεσα στους
ανοιχτούς γυμνούς μηρούς της. Δεν με αναλήφθηκε ή δεν μου έδωσε σημασία. Κακόμοιρη
φοιτήτρια!».
Ο
Ντέηβιντ στη Νέα Υορκη
Και να, πώς είδε ένα παρόμοιο
δράμα στην άλλη άκρη της γης, στη Νέα Υόρκη, ένας Έλληνας δημοσιογράφος:
«Ο Ντέηβιντ έφυγε από το σπίτι του όταν ήταν δεκαέξι
χρονών. Ένα πρωινό, κλώτσησε την καρέκλα του, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι,
κι ο πατέρας του, μεθυσμένος όπως
πάντα, τον έσπασε στο ξύλο. Έτσι, ο Ντέηβιντ παράτησε
σπίτι, μάνα και πατέρα, πού τίποτε δεν σήμαιναν γι’ αυτόν, και μπήκε στο πρώτο φορτηγό
πού σταμάτησε να τον πάρει, σέρνοντας μαζί του μόνο μια μάλλινη ζακέτα. Σ' αυτό
το φορτηγό γνώρισε τις δύο πρώτες συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής του. Τα
"χάπια", και την ερωτική επαφή.
Και έτσι έφθασε στη μεγάλη
πολιτεία πού τη γνώριζε μέρα με την μέρα καλύτερα όπως γνώριζε και την ανάγκη για
τις δόσεις της πρώτης, της ελαφριάς του αγάπης πού ήταν τα «σχεδόν ανώδυνα»
ναρκωτικά.
Γυρνώντας απ' το πρώτο του
ταξίδι - είχε μπαρκάρει στα δεκαοχτώ του — σταμάτησε με το λεωφορείο κι άφησε την
βαλίτσα του για να πάει στην τουαλέτα. Όταν γύρισε, του είχαν κλέψει και τη
βαλίτσα και το καινούργιο του παλτό. Κρύωνε πολύ και μπήκε σ' ένα μπαρ,
τρέμοντας. Ένας μικρός Πορτορικάνος, πήγε κοντά του και τού είπε σφυριχτά:
"με δέκα δολλάρια σου μαγειρεύω μία και, ζεσταίνεται το κόκκαλο σου".
Δεν πολυκατάλαβε τί του
'λεγε, άλλα έδωσε τα δέκα δολάρια γιατί τού άρεσε ο μικρός. Ο Ρίκος γύρισε σε
λίγο, και τον πήγε με προφυλάξεις σε μια σοφίτα. Κι εκεί ο Ντέηβιντ γνώρισε την
ηρωίνη. Ο Ρίκος του "μαγείρεψε" μια, και αυτή η γλυκεία ζέστη μέσα στο
αφόρητο κρύο, οι καινούργιοι, λαμπεροί δρόμοι, γεμάτοι από χρώματα, τον έκαναν
σκλάβο της.
Ένα χρόνο έζησε στην ίδια
σοφίτα με τον Πορτορικάνο. Έπειτα, όταν χώρισαν, αναζήτησε την παρηγοριά στη Ν.
Υόρκη. Εκεί, το εμπόρευμα ήταν πολύ πιο ακριβό, και χρειαζόντουσαν γνωριμίες. Ο
Ντέηβιντ, για να μαζεύει λεφτά, αναγκαζόταν να ντύνεται γυναίκα και να τριγυρνά
στις σκοτεινές γωνιές στους 42 δρόμους. Κι όταν, πάλι, ξέμενε από εμπόρευμα και
δεν είχε ελπίδα για λεφτά, έπαιρνε κάποιο φίλο του, την έστηναν στις γωνίες και
λήστευαν τους περαστικούς.
«Τους χαράζαμε λίγο στον λαιμό,
ίσα να τρέξει αίμα», έλεγε γελώντας μακάβρια, «κι εκείνοι μας τα έδιναν όλα».
Κάποτε, πού τον πήγαν με
κρίση στο νοσοκομείο, ανακάλυψε ότι ο ευκολότερος τρόπος για να πάρεις ηρωίνη,
είναι να στη δώσει επίσημα ο γιατρός. Κι έβαζε τα μεγάλο κόλπο σε λειτουργία, όταν
τον έζωνε η απελπισία ώστε να καταλήξει σοβαρά τραυματισμένος σε κάποιο
νοσοκομείο και μέσα σε φριχτούς πόνους, να του δώσου ηρωίνη για να ησυχάσει. Κι
αυτό ήταν το πάν για τον Νταίηβιντ».
Ο
θάνατος της ηθοποιού Ελένης Βελονάκης
Την σκότωσαν τα
ναρκωτικά
Ένα ακόμη τραγικό θύμα του
«αργού θανάτου» υπήρξε η όμορφη ηθοποιός Ελένη Βελονάκη της οποίας ο θάνατος το
1971 συγκλόνισε τους καλλιτεχνικούς κύκλους και έδωσε αφορμή για σειρά
δημοσιευμάτων στον τύπο..
Η Βελονάκη πέθανε ατό
διαμέρισμα της ατό Κολωνάκι μετά από ένεση αμφεταμίνης. Από την τοξικολογική
έρευνα, πού έκανε ό Ιατροδικαστής κ. Γιαμαρέλος, διαπιστώθηκε, ότι ο θάνατος ήταν
το αποτέλεσμα της χρήσεως αμφεταμίνης. Η Αμφεταμίνη, συγγενής της κοκαΐνης,
υπάγεται στην οικογένεια των ναρκωτικών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Το
ναρκωτικό αυτό, πού είναι οργανική αζωτούχος χημική ένωσης, βρέθηκε σε ποσότητα
3,5 mc
στα
σπλάχνα της άτυχης νέας. Η ποσότητα αυτή είναι θανατηφόρα. Αμφεταμίνη βρέθηκε στη,
σύριγγα και στο ψαλίδι πού χρησιμοποίησε η Βελονάκη. Τον θάνατο ο κ. Γιαμαρέλος
χαρακτήρισε ως βίαιο. «Επήλθε -είπε- έκ της λήψεως θανατηφόρου δόσεως ισχυρού
ναρκωτικού ληφθέντος παρεντερικώς και μάλιστα ενδοφλεβίως».
Η προανάκριση απεκάλυψε, ότι
τουλάχιστον από την ηλικίας των 17 ετών η Βελονάκη έκανε χρήση ναρκωτικών. «Την
Ελένη, είπε μια φίλη της σε συνέντευξη, την σκότωσαν αυτοί πού την τρυπήσανε
για πρώτη φορά . . .Ήταν τρία καθάρματα. Για να οικονομήσουν χρήματα, έχουν
πάρει πολλά νέα παιδιά στον λαιμό τους . . . Τώρα ή Ελένη είναι στον τάφο κι'
αυτοί που την σκότωσαν θα συνεχίσουν το έγκλημα τους» και συμπλήρωσε με
περισσότερη έμφαση η φίλη της τραγικής ηθοποιού.. «Η Ελένη τρυπιότανε συχνά. Το
είχε παρακάνει. Έπεσε από μικρή στα ναρκωτικά. Κάποτε μου έλεγε να διαρρήξουμε
το φαρμακείο ενός θείου της, να πάρουμε από εκεί λίγη
μορφίνη. Αλλά τελικά φοβήθηκε».
Το σοβαρότερο ίσως ρόλο στο
θάνατο της Βελονάκη έπαιξε ο φιλοξενούμενος της Γερμανός Τόμας Φρούμαν,
ναρκομανής και γνωστός στη Γερμανική Αστυνομία κακοποιός. Ο Φρούμαν παραδέχθηκε,
ότι και αυτός μια τουλάχιστον φορά χρησιμοποίησε ναρκωτικά στο διαμέρισμα της
άτυχης νέας. Προσποιούμενος τον «πρωτάρη» είπε, πώς ένα βράδυ, πού ήταν
μαζεμένα στο διαμέρισμα και άλλα παιδιά, «τράβηξε» και αυτός από περιέργεια δυο
ρουφηξιές από ένα τσιγαριλίκι πού το κάπνιζαν με τη σειρά κι' από λίγο όλοι της
παρέας. Η παρέα, υποστήριξε ο Φρούμαν, ήταν κατά τη γνώμη του παιδιά «καλών
οικογενειών» του Κολωνακίου. Για το θάνατο της Βελονάκη είπε : «Είδα την Ελένη να
κάνη ενδοφλέβιο ένεση με κάποιο υγρό, άγνωστο σε μένα. Αμέσως έπεσε σφαδάζοντας
στο πάτωμα. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πέθανε
. . .».
Τί άλλο μπορούσε αλήθεια να
γίνει ; Τί άλλο από τον φρικτό θάνατο, πού είναι και η φυσική κατάληξη, όλων
ανεξαιρέτως των οπαδών του «παραδείσου» των ναρκωτικών;
Η τραγική περίπτωση της Ελένης Βελονάκη,
είναι μια από τις
πιο χαρακτηριστικές ίσως περιπτώσεις, των δύσμοιρων
«οπαδών» των «ηδονιστικών» φαρμάκων, πού
δυστυχώς αυξάνονται τελευταία
επικίνδυνα και στη
δική μας πατρίδα.
Για αυτό καλό είναι οι
νέοι μας να έχουν τον νου τους και να αποξενώνουν τούς «καλούς»
φίλους, πού προθυμοποιούνται να τους «μυήσουν» στον
ψεύτικο κόσμο των παραισθησιογόνων. Ας απομονώσουν αυτούς που
προσπαθούν να παρεισφρήσουν στις παρέες τους προσφέροντας αρχικά και πουλώντας
στη συνέχεια σε τιμή «ευκαιρίας» τα «αθώα» ναρκωτικά. Αν κάποιος παρασυρθεί και πέσει στα νύχια
τους, θα του χρειαστούν, πιστέψτε
με, λίγες «δόσεις», για
να γίνει ένα υποτελές,
αξιοθρήνητο, όργανο των εμπόρων
του θανάτου. Τα νιάτα σας αξίζουν περισσότερο
από τον κόσμο ολόκληρο.
Δεν είναι αλήθεια
κρίμα να θυσιαστούν
τραυματισμένα, από μια σιχαμερή σύριγγα και μια περισσότερο
βρώμικη βελόνη;
ΠΗΓΕΣ:
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
ΠΗΓΕΣ:
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Την ανάρτησή μου αυτή την
αφιερώνω στην μνήμη δύο συμμαθητών μου από το Η’ Γυμνάσιο-Λύκειο Αθηνών που αν
και ήταν καλλιτεχνικά αναγνωρίσιμοι έχασαν την ζωή τους από τα ναρκωτικά.
Ασφαλώς όλοι τους θυμάστε με αγάπη. Eίναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Αλέκος
Γκολφινόπουλος (Αλέξης Γκόλφης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου