Οι
επιστολές Χέμινγουαιη
Του Barnaby Conrad
Υποθέτω ότι όλοι σχεδόν
όσοι έχουν κάποιον ήρωα που τον θαυμάζουν από τα νιάτα τους έχουν και τη μανία
να μεταδώσουν αυτόν τον θαυμασμό, τη λατρεία τους για τον ήρωα, στα παιδιά
τους. Στην περίπτωση μου ο ήρωας ήταν ο Έρνεστ Χέμινγουαιη. Διαμόρφωσε τη ζωή
μου, άλλαξε τη ζωή μου και κόντεψε να με κάνει να χάσω τη ζωή μου. Η κληρονομιά
που σκοπεύω να αφήσω στα παιδιά μου - μέγα κληροδότημα - είναι μερικά γράμματα
που στην οικογένεια μας τα αναφέρουμε ως Επιστολές Χέμινγουαιη.
Ο Τζων Στάινμπεκ μου διηγήθηκε κάποτε μια ιστορία που κυκλοφορούσε
στη δική του οικογένεια και ήταν γνωστή ως Επιστολή Λίνκολν. Φαίνεται ότι μια
γριά θεία του τυραννούσε επί χρόνια τους Στάινμπεκ με «την επιστολή του Αβραάμ
Λίνκολν του αδελφού της», που τη φύλαγε πάντα στη θυρίδα της στην τράπεζα.
Υπήρχε λοιπόν μια σιωπηρή απειλή ότι αν δεν καλούσαν τακτικά την καλή γριούλα
και τα Χριστούγεννα και την Εορτή των Ευχαριστιών, το ανεκτίμητο αυτό
ντοκουμέντο ίσως να το κληρονομούσε κάποιος άλλος όταν η θεία θα πέθαινε.
Τελικά απεδήμησε εις Κύριον, η διαθήκη διαβάστηκε με μεγάλη αδημονία και έξαψη
και άνοιξαν και το γράμμα. Ανακάλυψαν ότι ήταν προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων
Πολιτειών, και όχι από τον πρόεδρο.
Ας ξεκαθαρίσω κατ' αρχήν
ότι οι δικές μου Επιστολές Χέμινγουαιη δεν απευθύνονται όλες από εμένα στον
μεγάλο άνδρα. Όταν το 1948 εκδόθηκε το πρώτο
μου μυθιστόρημα, το έστειλα στον Χέμινγουαιη μαζί με μια υπερενθουσιώδη
επιστολή, όπου του έλεγα ότι όταν ήμουν 18 χρόνων είχα διαβάσει το “Θάνατος το
απόγευμα” κι είχα αμέσως πάει στο Μεξικό για να μυηθώ στην τέχνη της
ταυρομαχίας. Μετά όμως από τρεις μήνες γενναίων προσπαθειών στην αρένα - στη fiesta brava - ένας ταύρος μού την έφερε, και μάλιστα
κάνοντας πρώτης τάξεως δουλειά, μιας και είχε ξερριζώσει τελείως τον μηνίσκο
και τον πλάγιο σύνδεσμο στο δεξί μου γόνατο. Όλα αυτά τα περιέγραφα σελίδα τη
σελίδα, αναφέροντας πρόσωπα που γνώριζε, ταυρομάχους και ganaderos δηλαδή εκτροφείς ταύρων, και
γενικά ανθρώπους του συναφιού, πιστεύοντας ότι θα τον διασκέδαζα. Επίσης του
έγραφα πώς, περπατώντας με μπαστούνι, είχα σπουδάσει στο Γιαίηλ,
έπειτα πήγα στην Ισπανία, όπου είχα γίνει προστατευόμενος του παλιού του
φίλου και ματαδόρ Σίντνεϋ Φράνκλιν, είχα πάρει μέρος σε μια corrida με τον Χουάν Μπελμόντε,
έναν απ' τους ήρωες του “Θάνατος το απόγευμα”, και του ανέφερα επίσης τις
ποσότητες αλκοόλ που κατέβαζε ο Νίνιο ντε λα Πάλμα, το πρότυπο για τον Πέδρο
Ρομέρο, τον νεαρό torero
στο “Ο ήλιος ανατέλλει ξανά”. Στο
τέλος, πρόσθεσα μερικά ακόμα λόγια για
τους πέντε μήνες που είχα διατελέσει γραμματέας του Σινκλαίρ Λιούις, χωρίς να
παραλείψω τα επαινετικά λόγια του μεγάλου αυτού συγγραφέα για το έργο του
Χέμινγουαιη. Ήταν ένα μακροσκελές γράμμα και επιπλέον καλό.
Δεν έλαβα ποτέ απάντηση.
Το 1952, όταν το μυθιστόρημα μου “Ματαδόρ” εκδόθηκε και μπήκε στον κατάλογο των
μπεστ-σέλλερ των Times της Νέας Υόρκης (κάμποσες εκδόσεις,
μεταφράσεις σε 20 γλώσσες και εξακολουθεί να πουλάει), το έστειλα στον Χέμινγουαιη
μαζί μ' ένα ακόμα μακροσκελές γράμμα. Σίγουρα αυτή τη φορά θα μου απαντούσε.
Τίποτα. Nada, nada. Έξι βιβλία και έξι χρόνια αργότερα
καταχάρηκα όταν διάβασα στο περιοδικό True ένα γράμμα προς τη σύνταξη, στο οποίο ο Χέμινγουαιη
δήλωνε ότι ένα άρθρο μου ήταν «ένα απ' τα καλύτερα κομμάτια για τις ταυρομαχίες
που γράφτηκαν ποτέ».
Η πόρτα είχε ανοίξει μια
χαραματιά. Του ξανάγραψα ένα μεγάλο γράμμα για να τον ευχαριστήσω... και
περίμενα. Nada, nada, y pues nada.
Την επόμενη χρονιά
ταξίδεψα στην Ισπανία και, στην προχωρημένη ηλικία των 36 χρόνων, έκανα το
λάθος να μπω στην αρένα με μερικούς άλλους παλαίμαχους ταυρομάχους οι οποίοι
είχαν προσκληθεί - παρασυρθεί, ίσως -να πάρουν μέρος σε μια corrida για φιλανθρωπικούς
σκοπούς. Όπως αποδείχτηκε, τη φιλανθρωπία τη χρειάστηκα εγώ, γιατί μετά από
μερικά όμορφα πρώτα «περάσματα» μ' έναν παλαίμαχο ταύρο, την ξανάπαθα. Και
μάλιστα στο ίδιο σημείο όπου είχε τραυματιστεί κι ο Μανολέτε. Το κέρατο μπήκε
στη μια πλευρά του μηρού και βγήκε απ' την άλλη, προβάλλοντας κάπου είκοσι εκατοστά.
Επί τρεις βδομάδες ήμουν
βαριά άρρωστος σ' ένα νοσοκομείο της Μαδρίτης κι όταν επί τέλους βεβαιώθηκα ότι
η ζωή μου δεν στράγγιζε «όπως τα απόνερα απ' την μπανιέρα», έγραψα στον Χέμινγουαιη
και του είπα για την ανοησία μου και για τους πολλούς φίλους που είχαν την καλοσύνη
να με επισκεφτούν στο κρεβάτι του πόνου.
Αυτή τη φορά ήταν
αναγκασμένος να μου απαντήσει, έτσι δεν είναι; Στο κάτω-κάτω, βρισκόμουν στο
νοσοκομείο, ανήμπορος, θύμα του μοιραίου βιβλίου του που είχε γραφτεί πριν
σχεδόν τριάντα χρόνια για ένα αξιοκατάκριτο, αναχρονιστικό, ανόητο και
αδικαιολόγητο αλλά ακαταμάχητο θέαμα. Επομένως, ήταν αναγκασμένος να απαντήσει
αυτή τη φορά, ε;
Όχι, δεν ήταν
αναγκασμένος. Τίποτα του τίποτα. Nadisima.
Αρκετό καιρό αργότερα,
όταν η γυναίκα μου κι εγώ πηγαίναμε στην Τζαμάικα, έγραψα στον Χέμινγουαιη ένα
γράμμα πληροφορώντας τον ότι στο ταξίδι απ' την Καλιφόρνια θα μπορούσα να
σταματήσω στην Κούβα, για μια επίσκεψη μισής ώρας αν ήθελε. Δεν πήρα, φυσικά, καμιά
απάντηση. Έτσι, έπιασα τον ταύρο απ' τα κέρατα και τηλεφώνησα. Μου απάντησε η
Μαίρη Χέμινκουαιη, μέσα απ' τα παράσιτα της υπεραστικής σύνδεσης, κι ήταν πολύ
ευγενική μαζί μου.
Μου είπε ότι θα ήμουν
ευπρόσδεκτος, μια κι ο Χέμινγουαιη ήξερε ποιος είμαι. Όπως μου εξήγησε όμως, ο
Πάπα Χέμινγουαιη ήταν άρρωστος και προσπαθούσε να συνεχίσει να γράφει όσο το
δυνατόν περισσότερο. Αν τον επισκεπτόμουν, πίστευε ότι εκείνος θα με
προσκαλούσε να μείνω και να κουβεντιάσω μαζί του για τους κοινούς μας φίλους
και τα κοινά μας ενδιαφέροντα -κι επομένως θα διέκοπτα την εργασία του.
Τι μπορούσα να κάνω; Κάτω
απ' την πίεση των γεγονότων φάνηκα κι εγώ ευγενικός και σεβάστηκα τις επιθυμίες
της κυρίας.
Έτσι δεν συνάντησα ποτέ
τον Χέμινγουαιη, ούτε και επικοινώνησα μαζί του άμεσα. Πριν από λίγο καιρό όμως
πήρα ένα γράμμα του 'Ερνεστ Χέμινγουαιη. Ε, όχι ακριβώς οπό τον Χέμινγουαιη
προς εμένα - απλώς γραμμένο απ' αυτόν.
Έτυχε να περάσω απ' το
«Σκριπτόριουμ», ένα μαγαζί της μόδας στο Μπέβερλυ Χιλλς, που πουλάει
κορνιζαρισμένα γράμματα διασημοτήτων με τη φωτογραφία τους, κι εκεί είδα αυτό
το γράμμα του Χέμινγουαιη. Ζητούσαν κάπου 1.200 δολάρια. Αντ' αυτού τους
πρότεινα μια ανταλλαγή: θα τους έδινα δύο γράμματα που μου είχε στείλει ο Ουώλτ
Ντίσνεϋ και μια παρτιτούρα αφιερωμένη στον ταυρομάχο Μανολέτε, και με τίτλο
Μανολέτε, που έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή του κι εκείνοι είπαν «περίφημα» κι
έτσι απέκτησα ένα γράμμα απ' τον Χέμινγουαιη, δηλαδή... να μην το ξαναλέω πάλι.
Δεν είναι καν γράμμα
-είναι μια χριστουγεννιάτικη κάρτα προς κάποιον Ουίλλιαμ Σμιθ, και κάτω απ' το
τυπωμένο «Έρνεστ και Μαίρη» ο Χέμινγουαιη έχει γράψει: «Με τις καλύτερες ευχές
μας, Ουέμετζ.»
Ουέμετζ!;
Έγραψα στον γιο του Χέμινγουαιη,
στο Κέτσαμ του Άινταχο, ζητώντας του να μου εξηγήσει αυτό το όνομα, κι εκείνος
απάντησε:
«Το Ουέμετζ ήταν το
παρατσούκλι του μπαμπά που χρησιμοποιούσαν οι φίλοι του μετά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως στην περιοχή του Μίσιγκαν. Ο Μπιλ Σμιθ ήταν εκείνη την
περίοδο ο καλύτερος φίλος του μπαμπά. [υπογραφή] Τζων Χάντλεϋ Νίκανορ
Χέμινγκουαιη.»
Τώρα λοιπόν είμαι
υπερήφανος κάτοχος δύο επιστολών με υπογραφή Χέμινγουαιη, κι όπως είναι φυσικό,
περιμένω τα παιδιά μου να με καλούν στα σπίτια τους, και τα Χριστούγεννα και
την Εορτή των Ευχαριστιών.
Από το The New York Times Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου