Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Απ' όλους τους συμμαθητές του ο Στάθης τα ταίριαζε
πιο πολύ με τον Πετρή, το γιό του καπετάν Νικήτα.
Ο Πετρής ήταν ένα γερό
παιδί. Φαινόταν πιο μεγάλος από την ηλικία του. Δεν ήταν πολύ έξυπνος και με
δυσκολία έπαιρνε τα γράμματα. Ήταν όμως γενναίος και ανοιχτόκαρδος. Θαύμαζε και
το Στάθη, πού διάβαζε ένα σωρό βιβλία,
εξόν από τα σχολικά, και του έλεγε πλήθος άλλες ιστορίες, ελληνικές και ξένες.
Μα και αυτός του έλεγε τις
ιστορίες, πού άκουγε από τον πατέρα του· ιστορίες για ταξίδια, για ναυάγια και για
άλλα περιστατικά της θαλασσινής ζωής.
Μια ημέρα ο Πετρής
ερώτησε το Στάθη, αν ξέρει την ιστορία της Γοργόνας:
«Ποιανής Γοργόνας;» ρώτησε
ο Στάθης απορώντας πώς δεν την ξέρει αυτή την ιστορία.
—« Είναι μια ιστορία της
θάλασσας» λέγει ό Πετρής «Την άκουσα απ' τον πατέρα μου. Είναι πολύ παράξενη. Άκουσε την και συ:
« Στα μεγάλα ταξίδια των τα
καράβια βρίσκονται καμιά φορά ολομόναχα στις μακρινές θάλασσες εκεί, πού δεν
υπάρχει τίποτε άλλο από θάλασσα και ουρανό. Εκεί λοιπόν μεσοπέλαγα, ενώ ο
καπετάνιος ξάγρυπνος διευθύνει το δοιάκι του τιμονιού και οι ναύτες θυμούνται την
πατρίδα και τους δικούς των, άξαφνα ακούεται ένας μεγάλος θόρυβος πίσω στην
πρύμη. Σα να είναι κανένα μεγάλο ψάρι, δελφίνι να πούμε ή καρχαρίας, πού δέρνει
τα νερά με την πελώρια ουρά του και τα κάνει ν' αφρίζουν.
Κάνει να γυρίσει τότε το
δοιάκι του ο καπετάνιος, μα νοιώθει πώς δε γυρίζει μήτε δεξιά μήτε αριστερά. Σα
να ριζώνει στη θάλασσα, μένει όλως διόλου ακίνητο.
Γυρίζει πίσω το κεφάλι και
τί να δει! Μια γυναίκα να στέκεται πίσω από τό καράβι όρθια. Είναι πελώρια·
βαστιέται από το τιμόνι και την κουπαστή. Το κορμί της ως τη μέση είναι
γυναικείο, και ψαρίσιο από τη μέση και κάτω, γεμάτο γυαλιστερά λέπια.
Τα μάτια της αστράπτουν
και τα μαλλιά της είναι βρεγμένα απ' τη θάλασσα.
Αυτή λοιπόν ρωτά τον
καπετάνιο με φωνή λυπητερή:
«Ζει ο βασιλιάς
Αλέξανδρος;» Είναι, καταλάβαινες, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου. Οι καπεταναίοι,
πού την ξέρουν, της απαντούν: « Ζει και βασιλεύει, κυρά μου!»
Τότε ή Γοργόνα χαμογέλα
ευχαριστημένη· αφήνει το τιμόνι και βουλιάζει πάλι σιγά - σιγά μέσα στο νερό.
"Αν όμως κανένας
καπετάνιος της αποκριθεί πώς ό βασιλιάς Αλέξανδρος είναι πεθαμένος, θυμώνει η
Γοργόνα, αγριεύει και με τα κτυπήματα της ουράς της τσακίζει το καράβι».
—«Ωραία Ιστορία» λέγει
ενθουσιασμένος ο Στάθης μου αρέσει πολύ. Τί δε θα έδινα να ήμουν μέσα σε καράβι
την ώρα, πού βγαίνει μες από το νερό η Γοργόνα αυτή!».
—« Θα της μιλούσες, Στάθη;
Εγώ θαρρώ πώς θα απόμενα ξερός απ' την τρομάρα».
—« Θα της μιλούσα, Πετρή,
και θα της έλεγα: «Ζει και βασιλεύει, κυρά μου, ο βασιλιάς "Αλέξανδρος. Όλα
Τα καράβια, πού ταξιδεύουν στα τετραπέρατα της γης με τη γαλάζια σημαία μας,
είναι δικά του. Και το όνομα του είναι γραμμένο στις καρδιές όλων των Ελλήνων».
—« Γιά πες μου, Στάθη»
λέγει τότε ό Πετρής σιγά. «Αλήθεια τα πιστεύεις εσύ αυτά ; Ό πατέρας μου τα
πιστεύει και βάζει πείσμα πώς είναι αλήθεια. Μα ο πατέρας μου είναι ένας απλός
άνθρωπος· δεν ξέρει και γράμματα, σαν και
μας. Εσύ όμως πιστεύεις πώς βγαίνει στ' αλήθεια αυτή η Γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου;
Πιστεύεις ακόμα πώς ο Μεγαλέξανδρος ζει και βασιλεύει;»
—«Μ' αφού υστερ' από δυο
χιλιάδες διακόσια τόσα χρόνια δεν έφυγαν και οι δυό από τη θύμηση και αυτών
ακόμα των αγράμματων θαλασσινών μας, δεν καταλαβαίνεις, Πετρή, πώς είναι
αθάνατοι και οι δυό των;»
—«Αλήθεια, Στάθη!» απάντησε
ο Πετρής ικανοποιημένος από την εξήγηση αυτή.
Διασκευή από το διήγημα
του Στρατή Μυριβήλη "Η γοργόνα και ο Μεγαλέξανδρος" από το
αναγνωστικό "Στάθης Σταθάς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου