Η
συνταγή της ευτυχίας
Ο
άνθρωπος να σκέφτεται, να λέει και να πράττει το ίδιο πράγμα. Να μην απέχει ο
νους από τον λόγο και την πράξη
του Παναγιώτη Λιάκου
Ο λόγος για τον οποίο οι
κανόνες του νόμου διαφέρουν είναι ότι προσαρμόζονται στις διαφορές των
νοοτροπιών, των πεποιθήσεων και των συνηθειών των ανθρώπων· έτσι, ο νόμος των
Αθηναίων ήταν να θυσιάζουν χοίρους και να κάνουν προσφορές νερωμένου κρασιού,
ενώ οι Αιγύπτιοι αρνούνταν να θυσιάζουν χοίρους. Αυτές είναι αρχές που
κατάγονται από τον Ερμή, ο οποίος παρήγγειλε στους ανθρώπους να μένουν πιστοί
στους νόμους των πατέρων και των προγόνων τους και να αποφεύγουν ξένες
πρακτικές. Σύμφωνα, λοιπόν, με την προδιάθεση κάθε έθνους των ανθρώπων και τους
πατροπαράδοτους κανόνες τους, οι πρακτικές που καθιερώθηκαν από τους σοφούς
όσον αφορά τις θυσίες, τις εορτές και τα θυμιάματα ποικίλλουν, και ανάγουν τις
αρχές αυτές στους θεούς. Γι’ αυτό, αν κάποιο έθνος παραβιάσει τα έθιμά του
αφανίζεται». Πρόκλου
«Απαντα 37 - Υπόμνημα εις τα Χρυσά έπη Πυθαγόρου», εκδόσεις Κάκτος: Αθήνα 2008,
σ. 155
Αυτό το απόσπασμα εκ
πρώτης όψεως φαντάζει αντιφατικό. Αφενός, ο θείος νόμος εφαρμόζεται διαφορετικά
στα ποικίλα έθνη, ανάλογα με τις νοοτροπίες, τις πεποιθήσεις και τις συνήθειές
τους. Αφετέρου, φαντάζει απόλυτος. Όποιος λαός παραβιάσει τα δικά του έθιμα
αφανίζεται. Ακριβώς σε τούτες τις φράσεις του Πρόκλου (412-485 μ.Χ.), του
σπουδαίου φιλοσόφου, που έριξε την αυλαία του αρχαίου κόσμου ιχνογραφώντας το
εκθαμβωτικό νεοπλατωνικό σύμπαν, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα κλειδιά της
ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτή η κλεις ανοίγει διάπλατα τις πύλες για να οδηγηθεί ο
άνθρωπος και ο κόσμος ολόκληρος σε ό,τι σήμερα αποκαλούμε ευτυχία και οι
πρόγονοί μας κατηγοριοποιούσαν ως ευτυχία, ευδαιμονία αλλά και όλβο.
Συνοπτικά, μια από τις
αρχαιοελληνικές συνταγές της ευτυχίας είναι ο άνθρωπος να σκέφτεται, να λέει
και να πράττει το ίδιο πράγμα. Να μην απέχει ο νους από τον λόγο και την πράξη.
Η ευθυγράμμιση αυτών των εκδηλώσεων είναι ολοκλήρωση, εξομοίωση με το θείο.
Έτσι ερμηνεύεται η άποψη
του Πρόκλου ότι όποιο έθνος απομακρύνεται από τα έθιμα, δηλαδή από την
ανθρώπινη αποτύπωση της μιμήσεως της θείας τάξης, χάνεται, καταστρέφεται.
Το σκεπτικό στηρίζεται
στον ολιστικό τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζαν, ερμήνευαν, ταξινομούσαν και
ανέλυαν το σύμπαν οι Έλληνες φιλόσοφοι. Στις ημέρες μας δεν είναι εύκολο να
αντιληφθούμε ότι οι μύθοι, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, οι ιεροπραξίες και τα
τυπικά που αφορούσαν τους θεούς αντηχούσαν σε τρεις κόσμους: στον ουράνιο, εκεί
όπου ναίουν οι θεοί, στον δικό μας κόσμο, αυτόν που δομούν οι πολιτείες, οι
κοινωνίες, οι λαοί, και στον έσω κόσμο, στην ανθρώπινη ψυχή.
Κατ’ επέκταση, όλα τα
πεπραγμένα εκτείνουν την επίδρασή τους σ’ αυτούς τους κόσμους, στις επάλληλες
σφαίρες της ύπαρξης. Οι πράξεις μας, τα λόγια μας, οι σκέψεις μας ταξιδεύουν
στον χώρο και τον χρόνο. Δεν χάνονται, αλλά συμμετέχουν αενάως στο ατελεύτητο
γαϊτανάκι της διαρκούς μεταβολής. Οποτεδήποτε διακόπτεται η συνέχεια και
ρηγματώνεται η σχέση μας με το θείο, έρχεται αναπόφευκτα η απώλεια, ο όλεθρος.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν
δημιουργούσαν ούτε θεοκρατικές πόλεις ανατολικού τύπου ούτε εκκοσμικευμένα
αθροίσματα μοναχικών ανθρώπων, που είναι έρμαια των δυνάμεων που κρατούν τα
κλειδιά του κράτους. Οι πρόγονοί μας ένιωθαν ότι οι θεοί κατοικούσαν στις
πόλεις, είχαν ενεργό ρόλο στον δημόσιο βίο και προστάτευαν τα σύνολα που ζούσαν
ενάρετα και ευσεβώς.
Στον «Οιδίποδα Τύραννο»
του Σοφοκλέους, την ώρα που κορυφώνεται η αγωνία και όλοι περιμένουν να έρθει
και να μιλήσει ο βοσκός που γνωρίζει ποιος σκότωσε τον Λάιο και ποιος επιτέλους
αποτελεί μίασμα για την πόλη (ο ίδιος ο βασιλιάς της, ο Οιδίπους) ο Χορός (στ.
825-881) αποφαίνεται «Ὕβρις φυτεύει τύραννον»,
δηλαδή «η ασέβεια τύραννο γεννά», και συνεχίζει παραθέτοντας τα δεινά που
έρχονται όποτε φουσκώνει το ποτάμι της ύβρεως: «Η ασέβεια, όταν με πολλά
παραφουσκώσει, που άπρεπα είναι κι επιζήμια, και σε πανύψηλη κορφή ανέβῃ,
γκρεμίζεται σε άβυσσο φριχτή, που η μοίρα ανοίγει, απ’ όπου τ’ άχρηστο το πόδι
δεν μπορεί να βγάλῃ. Όμως το θεό παρακαλώ
ποτέ μη σταματήσῃ τον αγώνα για την πόλι,
τον σωτήριο. Ποτέ μου δεν θα πάψω να έχω προστάτη το θεό» (εκδόσεις Πάπυρος:
Αθήνα 1975, σ. 55).
Όποια κοινωνία βαδίζει
δίχως τη θεία αιγίδα προς τον γκρεμό βαδίζει.
Παναγιώτης Λιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου