Ανδρέας
Γ. Παπανδρέου και Ευρώπη
Γράφει ο Π. Ιωακειμίδης*
Συμπληρώνονται σήμερα
σαράντα τρία χρόνια από την ίδρυση του ΠαΣοΚ και η επέτειος θα γιορταστεί σε
εκδήλωση στο Ζάππειο με ομιλία της προέδρου Φώφης Γεννηματά. Μπορεί να είναι
και η τελευταία επέτειος με το ΠαΣοΚ εν λειτουργία. Εάν η διαδικασία
συγκρότησης του νέου, ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς / Σοσιαλδημοκρατίας
καταλήξει τελικά σε θετικά αποτελέσματα - όπως φαίνεται τώρα ότι μπορεί να
γίνει - το ΠαΣοΚ θα περάσει στην ιστορία μαζί με τη μεγάλη του συμβολή στην
ανάπτυξη, στον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Με την ευκαιρία της
επετείου, και όχι μόνο, ο ρόλος-συμβολή του δημιουργού του, Ανδρέα Γ.
Παπανδρέου, ξαναβρίσκεται στο μικροσκόπιο (το τελευταίο άρθρο του Κ. Λαλιώτη
αναζωπύρωσε τη συζήτηση). Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε αναμφίβολα μεγάλος
ηγέτης, δεινός communicator, χαρισματική προσωπικότητα, αλλά και με σημαντικές
αδυναμίες, οι περισσότερες γνησίως ελληνικές. Η συμβολή ωστόσο του Α. Γ. Παπανδρέου στη διαμόρφωση της
μεταπολιτευτικής πολιτικής πραγματικότητας παραμένει στον δημόσιο διάλογο
σημείο αμφιλεγόμενο. Ορισμένοι (και ορθώς νομίζω) θεωρούν ότι ως πρωθυπουργός
έκλεισε το τεράστιο χάσμα που άνοιξε ο Εμφύλιος και ανέδειξε τη νέα, σύγχρονη
Ελλάδα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι οι απαρχές της τρέχουσας οικονομικής
κρίσης «βρίσκονται στην πολιτική του Α. Γ. Παπανδρέου της δεκαετίας του 1980».
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ
σύντομα σε μια ιδιαίτερη πτυχή - τη σχέση του Α. Γ. Παπανδρέου με την Ευρωπαϊκή
Κοινότητα / Ενωση αντλώντας σε κάποιον βαθμό από τις προσωπικές μου εμπειρίες
και μνήμες, έχοντας συμμετάσχει σε όλες σχεδόν τις αποστολές μαζί του ως
πρωθυπουργού στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της ΕΕ.
Η γενική μου εντύπωση
είναι ότι ο Α. Γ. Π., ο τόσο ευφυής και αποτελεσματικός διαπραγματευτής, όταν
επέλεγε να διαπραγματευθεί - που στον ρόλο αυτόν είχε γοητεύσει ακόμη και τη
«σιδηρά κυρία», τη Μ. Θάτσερ -, δεν συμπαθούσε και δεν πολυκαταλάβαινε τις
Βρυξέλλες. Ως γνήσιο, βαθύτατα «πολιτικό ον», δεν άντεχε τη βαθύτατα τεχνική,
γραφειοκρατική agenda της περιόδου εκείνης, όπου «ηγέτες κρατών και
κυβερνήσεων» συναντιούνταν σε διασκέψεις κορυφής (Ευρωπαϊκά Συμβούλια) για να
συζητήσουν για... τα νομισματικά εξισωτικά ποσά, τις πράσινες ισοτιμίες ή τις
ποσοστώσεις για το γάλα. Νομίζω ότι δεν τα καταλάβαινε γιατί δεν ήθελε και να
τα καταλάβει. Ο Α. Γ. Π. καταλάβαινε την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, τον διπολικό
δηλαδή κόσμο του Ψυχρού Πολέμου. Έβλεπε την πολύ μεγάλη εικόνα. Οι Βρυξέλλες
ξέφευγαν από την εννοιολόγηση που είχε για το παγκόσμιο σύστημα. Γι' αυτό και
το αγαπημένο του θέμα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια ήταν αυτό «των Σχέσεων Ανατολής -
Δύσης» που ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 ήταν σταθερά στην agenda του
Συμβουλίου. Και βεβαίως οι απόψεις που εξέφραζε τότε ερέθιζαν (επιεικώς) τους
άλλους ηγέτες, καθώς απέκλιναν ουσιωδώς από το κυρίαρχο πολιτικό consensus.
Παρ' όλα αυτά, από μια
ιστορική προσέγγιση, νομίζω ότι θα πρέπει να καταγραφεί ότι η σχέση του Α. Γ.
Π. με την Ευρώπη (ΕΟΚ, κ.λπ.) ακολούθησε μια εξελικτική διαδρομή τριών
σχηματικά σταδίων. Το πρώτο στάδιο καλύπτει την περίοδο 1974-1981 (άνοδος ΠαΣοΚ
στην εξουσία) και είναι η περίοδος της καθολικής απόρριψης της ΕΟΚ ως
διαδικασίας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και της πλήρους εναντίωσης στην ένταξη
της Ελλάδας. Έτσι αναζητούνταν εναλλακτικές μορφές σχέσεων (τύπου Νορβηγίας ή
Γιουγκοσλαβίας, κ.λπ.) και προγραμματιζόταν δημοψήφισμα για την ένταξη ή
παραμονή της χώρας στην ΕΟΚ!
Η δεύτερη περίοδος ξεκινά
με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία και του Α. Γ. Π. στην πρωθυπουργία και θα
μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η περίοδος της δύσκολης προσαρμογής.
Μέσα στην περίοδο αυτή ο
Α. Γ. Π. επιχειρεί την προσαρμογή στην πραγματικότητα της ένταξης (που είχε ήδη
συντελεσθεί) εγκαταλείποντας τις ιδέες για δημοψήφισμα (αφού άλλωστε δεν
μπορούσε να διεξαχθεί με την παρουσία του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της
Δημοκρατίας). Έτσι ο Α. Γ. Π. αποδέχεται ότι η ΕΟΚ θα μπορούσε οικονομικά να
αποβεί επωφελής για την Ελλάδα «εάν υπήρχε βελτίωση των όρων ένταξης». Η
προσέγγιση αυτή οδήγησε στο περίφημο «Μνημόνιο» που η κυβέρνηση ΠαΣοΚ υπέβαλε
το 1982 στην ΕΟΚ, το οποίο δεν οδήγησε μεν σε κάποια «βελτίωση όρων», κατέληξε
όμως σε κάτι πολύ σπουδαίο, στην υιοθέτηση των ΜΟΠ (Μεσογειακών Ολοκληρωμένων
Προγραμμάτων) το 1985, που αποτέλεσαν το πρώτο βήμα για τη θέσπιση της
διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής (πακέτα Delors, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ, κ.λπ.). Στη
διαδικασία αυτή της προσαρμογής καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν, μεταξύ άλλων,
προσωπικότητες όπως οι Γρ. Βάρφης, Θ. Πάγκαλος, Κ. Σημίτης και οι συνεργάτες που
τους πλαισίωναν.
Την περίοδο προσαρμογής -
που σχηματικά τερματίζεται με την υιοθέτηση των ΜΟΠ - διαδέχεται η τρίτη
περίοδος, της αποδοχής και πλήρους υποστήριξης της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως
πολιτικής διαδικασίας. Γιατί, ενώ μέχρι τότε ο Α. Γ. Π. είχε προσαρμοστεί στην
οικονομική πραγματικότητα, δεν είχε καθόλου αποδεχθεί την πολιτική διάσταση και
τον στόχο της Πολιτικής Ένωσης. (Όθεν και οι συχνές διαφοροποιήσεις,
αστερίσκοι, κ.λπ.) Από το 1986 και μετά ο Α. Γ. Π. εμφανίζεται σταδιακά ως
ένθερμος υπέρμαχος της εγκαθίδρυσης της Πολιτικής Ένωσης και από το 1990 ως
υποστηρικτής της ομοσπονδιακής Ευρώπης. Έβλεπε την ομοσπονδία ως τη
λύση-απάντηση στο πρόβλημα των εθνικισμών που ορθώς προέβλεπε ότι «θα
ισχυροποιούνταν στο μέλλον» όπως έλεγε. Έτσι, ο καθολικά αρνητής της ενοποίησης
της δεκαετίας του 1970 μετεξελίχθηκε σε ένθερμο φεντεραλιστή στη δεκαετία του
1990 με υποστήριξη, μεταξύ άλλων, και της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), έστω και
αν κατά βάθος δεν αγάπησε ποτέ τις γραφειοκρατικές Βρυξέλλες. Συνοπτικά, ο Α.Γ.Π.
ακολούθησε τη διαδρομή πολλών άλλων ευρωπαίων σοσιαλιστών ηγετών: απόρριψη - προσαρμογή - αποδοχή της
ευρωπαϊκής ενοποίησης...
03/09/2017
Ο κ. Παναγιώτης Κ.
Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου