Μπ.
Γκούμας: Ως σήμερον, ως αύριον και ως χθες
Ο
ξεχωριστός αυτός γλύπτης και κεραμοπλάστης υπηρετεί την πατροπαράδοτη τέχνη του
με σεμνότητα και σοβαρότητα, με εντυπωσιακή συνέπεια και ακαταπόνητη ευρηματικότητα
Γράφει
η Αθηνά Σχινά*
Oδεύοντας κάτω από έναν
ήλιο θερινό και μέσα από τις αποσπερινές του ανταύγειες, που σπινθιρίζουν ή
φεγγοβολούν στα χρώματά τους τα μενεξεδιά με τις πορτοκαλένιες τους τις
αποχρώσεις, εκεί κατά τη Β - ΒΔ πλευρά της Αθήνας, κοντά στην Ιερά Οδό, όπου
άλλοτε απλωνόταν ο αρχαίος Ελαιώνας και σήμερα η περιοχή ανήκει στο Αιγάλεω,
υπάρχει ένα σχετικά στενό δρομάκι με τη διόλου τυχαία ονομασία: οδός Πλούτωνος.
Εκεί, λοιπόν, που είχαν χιλιοπερπατήσει και ζήσει πριν από αιώνες οι Αθηναίοι,
πότε συχνάζοντας στις μικρές τους βιοτεχνίες, στους λαχανόκηπούς τους, στα
διάσπαρτα ιερά που υπήρχαν για θεούς και ημίθεους, αλλά και στα κτήματά τους
για τα εδώδιμα και κυρίως για το λάδι -το μόνο βρώσιμο προϊόν που επέτρεπαν οι
Αρχές της δημοκρατικής πόλης λόγω επάρκειας να εξαχθεί- ακούγονται ακόμη τα
βήματά τους.
Στον αριθμό 10 της οδού
Πλούτωνος, μάλιστα, ο χρόνος εξαφανίζει τα στεγανά του και το παρελθόν
διαχέεται περνώντας οσμωτικά στο παρόν, μέσα από αντηχήσεις και προπαντός
μεταισθήσεις. Το λέω γιατί αναπάντεχα αντικρίζει κανείς, θαρρείς ως ουτοπία που
υπερακοντίζει τον χωροχρόνο, τη μάντρα ενός κεραμεικού εργαστηρίου. Εμφανίζεται
σαν μια τρισδιάστατη «θεατρική» αυλαία, όπου εντός της αποκαλύπτεται ένας Κήπος
της Εδέμ. Τα γαβγίσματα του σκύλου και η βαθύσκιωτη συκιά της αυλής σε κάνουν
να αντιλαμβάνεσαι ότι όλα όσα βλέπεις είναι ακόμη αλήθεια. Μια αλήθεια γεμάτη
κεραμοπλαστικά αγάλματα θεών, μουσών, σατύρων, αθλητών, αγγέλων-ερώτων, νυμφών,
καρυάτιδων, ανάμεσα σε επιτύμβια λιοντάρια, σε σφίγγες, σε κιονόκρανα, σε
ποικίλα ανάγλυφα, σε παραστάδες και φουρούσια. Πρόκειται για το παραδοσιακό
εργαστήρι αγγειοπλαστικής του μοναδικού στο είδος του Χαράλαμπου Γκούμα, που
προτιμά οι φίλοι του να τον αποκαλούν Μπάμπη και έτσι είναι ευρύτερα γνωστός.
Η περιοχή είναι
πολυχρονεμένα και πολυεπίπεδα ιστορημένη, όχι μόνο γιατί κατά την κλασική
αρχαιότητα ο τόπος συγγένευε με την Ακαδημία, όπου έρχονταν πολλοί για τα
μαθήματα φιλοσοφίας και στοχασμού που παρέδιδαν ο Πλάτωνας και οι μαθητές του,
αλλά σύχναζαν επίσης και διάφορες άλλες εποχές του χρόνου, όπου πλήθος πολιτών,
διαφόρων ενασχολήσεων και ηλικιών προετοιμαζόταν από εδώ, παίρνοντας τα
αναγκαία για τις προσφορές τους, προκειμένου να ακολουθήσουν στη συνέχεια τις
πομπές των Παναθηναίων ή τις πομπές των Ελευσινίων για τη σωτηρία της ψυχής. Σε
αυτά τα χώματα, όπου δεν υπάρχουν σήμερα παρά μόνον αποθήκες και ποικίλα
κατάλοιπα από μια άναρχα δομημένη, ασυντόνιστα αξιοποιημένη και άτακτα ή
ανοργάνωτα εγκαταλειμμένη πλέον βιομηχανική ζώνη, έχουμε λιγοστά αλλά ιδιαίτερα
σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Τότε που οι
κάτοικοι, εκτός από την καλλιέργεια της εύφορης άλλοτε γης, ασχολούνταν με την
παραγωγή κεραμεικών έργων, που ήταν δημιουργήματα του χώματος, του νερού, του
ελέγχου της φωτιάς και φυσικά, πάνω από όλα, της πλαστουργικής δεξιότητας των
χεριών τους. Μάλιστα, η συντεχνία εκείνη των πρωτεργατών κεραμέων, στο κατώφλι
της μυθιστορίας και σύμφωνα πάντα με αρχαιογνωστικές πηγές είχε για προστάτιδά
της μια οντότητα θηλυκού γένους - για να ευνοείται επιτυχώς η πολλαπλασιαστικότητα
της παραγωγής των έργων τους.
Λίγο μεταγενέστερα
χαράγματα σε κεραμεικά όστρακα (δηλαδή θραύσματα αγγείων, που βρέθηκαν σε
υπαίθρια ιερά, κυρίως στον κοντινό Κεραμεικό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή),
αναφέρουν τα αρχικά του ονόματος αυτής της θεότητας, ως ΑΘΗ ή ΑΘΑΝ, ονομάζοντάς
την έτσι, για να εξασφαλίσουν προφανώς τη μακροημέρευση και την αθανασία της,
μαζί με την αθανασία του κλάδου, τον οποίο οι κεραμείς και αγγειοπλάστες
εκείνοι υπηρετούσαν. Γι' αυτό η συγκεκριμένη θεότητα -που η «πολιτική» της δεν
ήταν διόλου δημαγωγική, προκειμένου να κολακεύει τους Αθηναίους, χαρίζοντάς
τους υλικά αγαθά, όπως τους είχε προτείνει ο ηττηθείς αδελφός της Ποσειδών-
επελέγη να γίνει προστάτιδα μιας ολόκληρης πόλης (και, ανάμεσα στ’ άλλα, των
τριήρεων), επειδή τη συνόδευε πάντοτε το γνωστό ρητό «συν Αθηνά και χείρα
κίνει».
Δεν έκανα τυχαία την
παραπάνω αναφορά στα αρχαία κεραμοποιεία και στην επίνευση που απαιτείται,
προκειμένου να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης εργονομικά και αισθητικά ένα
ισοδύναμα εναρμονισμένο έργο για την τέχνη και τη ζωή. Δεν θα γινόταν, άλλωστε,
τόσος λόγος για τον Μπάμπη Γκούμα, αν δεν διακρινόταν για την ακαταπόνητη
αφοσίωσή του στο είδος αυτό και στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, που μέχρι και
σήμερα το εκφράζει με ποικίλους τρόπους. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο ξεχωριστός
γλύπτης και κεραμοπλάστης, που ξέρει τα υλικά του και τον χειρισμό τους όσο
λίγοι, υπηρετεί την πατροπαράδοτη τέχνη του με σεμνότητα και σοβαρότητα, με
εντυπωσιακή συνέπεια και ακαταπόνητη ευρηματικότητα, με απρόσκοπτο ενδιαφέρον
και ακάματο ζήλο, με περισσή αγάπη και αποδεδειγμένη στα χρόνια ανιδιοτέλεια,
με πηγαίο επίσης μεράκι και τόλμη ελεγχόμενων -ανά στάδια- δημιουργικών
πειραματισμών. Τους όποιους πειραματισμούς του ο Μπάμπης Γκούμας τούς
πραγματοποιεί με εκφραστική αμεσότητα, αλλά και με τη δέουσα προσοχή που
απαιτεί η μελέτη των προτύπων χωρίς επίπλαστη σοβαροφάνεια, αλλά και από την
άλλη πλευρά χωρίς καθηλώσεις ή άνευρες μιμήσεις στερεοτύπων. Ο καλλιτέχνης
αυτός διακρίνεται επιπλέον για την απαιτούμενη φαντασία που στην πράξη
εφαρμόζει, σχετικά με κάθε θέμα και τον τρόπο απόδοσής του, καθώς αυτά
συμπληρώνονται από τη σπάνια επιδεξιότητα που ο ίδιος διαθέτει ως προς την
ανάδειξη των ουσιαστικών γνωρισμάτων, τα οποία εμπεριέχονται στη λαϊκή μας
παράδοση, κυρίως όμως σε εκείνες τις πτυχές της που ανέδειξε η αστική μας τάξη
ή, μάλλον, οι καλλιεργημένοι Έλληνες και φιλέλληνες του 19ου αιώνα.
Γεννημένος το 1950 στην
Αθήνα, με προγονική καταγωγή από τη Σίφνο και από αγγειοπλάστες, όντας το
δέκατο παιδί από τα 12 της οικογένειάς του, ήρθε σε επαφή με τον πηλό από την
παιδική του ηλικία. Πρότυπό του είχε τον Ερνέστο Τσίλλερ, θαυμάζοντας τα
νεοκλασικά της Αθήνας και τα κεραμεικά γλυπτά που κοσμούσαν τους εσωτερικούς
και τους εξωτερικούς χώρους των αλλοτινών εκείνων κατοικιών αλλά και των
δημοσίων κτιρίων, με τις μοναδικές καλαίσθητες προσόψεις τους. Μελέτησε,
αποθησαύρισε και επανασχεδίασε όλα εκείνα τα κεραμεικά γλυπτά -εκτός των
προσωπικά δικών του εμπνεύσεων- και επιπλέον υποδειγματικά συντήρησε, τόσο στην
Αθήνα όσο και σε πολλές άλλες περιοχές, κάθε έργο αυτού του είδους,
διαμορφώνοντας ένα τεράστιο και ανεπανάληπτο αρχείο. Μήπως αυτός... ο Κήπος του
της κεραμεικής Εδέμ ήρθε η ώρα να γίνει μουσείο, πριν χαθεί το πολύτιμο υλικό;
Μήπως ήρθε η ώρα να τιμηθεί ουσιαστικά αυτός ο σπάνιος καλλιτέχνης και να
περισωθούν, όσο είναι καιρός, τα εξαιρετικού ενδιαφέροντος έργα του στο
περιβάλλον όπου διαμορφώθηκαν με επίκεντρο τον κεραμεικό -ιστορικό πια-
ξυλόφουρνο, τον μεγαλύτερο που είχαμε ποτέ στην Ελλάδα; Ας αναλάβει επιτέλους η
Πολιτεία τις ευθύνες της! Δεν μπορεί ο πολιτισμός αυτής της χώρας να εξοφλεί
ακόμη τις επιταγές του στις φιέστες και να ψυχαγωγείται «φεστιβαλιζόμενος».
Πρέπει να γίνονται και έργα ουσίας που να συνδέονται με το παρελθόν μας, να το
αναδεικνύουν με σύγχρονους τρόπους στο παρόν και να προσβλέπουν στο μέλλον.
*Κριτικός & ιστορικός
τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου