"Συμβιβασμός
του Οκτώβρη"
Γράφει η Ρίτσα Μασούρα
Εκείνο το ήσυχο βράδυ του
Οκτώβρη
Περπάτησες σαν το Χριστό
στον αφρό της Θάλασσας
`Ήταν η βιάση σου μεγάλη
Ο προορισμός σου ασαφής
Προς στιγμήν νόμισα πως
ήθελες να φτάσεις σ’ εκείνη τη βάρκα
Που λικνίζονταν δίχως
κουπιά
Μου ‘χες πει: θα’ χει
άγκυρα, δεν μπορεί να στέκει εκεί τόσες ώρες
Σου ‘χα πει: καμιά φορά οι
άγκυρες δεν ωφελούν
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να
αγκυροβολούν
Πρέπει να νοιώθουν
ελεύθεροι να φεύγουν
Ακόμη κι όταν οι καιροί
λυσσομανούν
Μα ‘κείνο το βράδυ δεν
είχε καιρό
Μια νηνεμία μόνο, βαρετή
και σκόρπια
Όπως σκόρπιες ήταν οι
σκέψεις και των δυό μας
Γύρισες και μου έγνεψες
Νόμισα πως με καλούσες
κοντά σου
Να γίνω κι εγώ σαν τον
Χριστό αναστενάρισσα της θάλασσας
Αλλά εσύ είχες στο νου σου
έναν Χαιρετισμό -
Αποχαιρετισμό
Και τότε θυμήθηκα πως
καμιά φορά οι άγκυρες δεν ωφελούν
Λιμνάζουν οι βάρκες σα
μείνουν ώρες δεμένες στο μουράγιο
Το ίδιο κι οι άνθρωποι
Σήκωσα το χέρι σε μια
κίνηση αποχαιρετισμού
Ασαφής κίνηση κι αυτή
Ούτε καν γύρισες να
κοιτάξεις.
Το χέρι έμεινε μετέωρο
Συμβιβασμένο χέρι μιας
μοναχικής πια γυναίκας
Ρίτσα Μασούρα
(35 χρόνια από τότε)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου