Ο
Καλυδώνιος Κάπρος, ένα αιτωλικό παραμύθι
Γραφει ο Πέτρος Θέμελης*
Γιος του βασιλιά της Αιτωλικής
Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας, κόρης του βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιου και
αδελφής της Λήδας, ήταν ο Μελέαγρος. Επτά μέρες μετά τη γέννηση του αγοριού η
Κλωθώ του έταξε ομορφιά, η Λάχεση το προίκισε με αντρειοσύνη περισσή, η τρίτη ωστόσο
Μοίρα, η δύστροπη και κακιασμένη Ατροπος, του έταξε να βρει τον θάνατο μόλις
αποκαεί το κούτσουρο που έκαιγε κείνη τη ώρα στην κεντρική εστία του ανακτόρου.
Τρομοκρατημένη η δύσμοιρη
μάνα Αλθαία, που κρυφάκουγε τις Μοίρες, άρπαξε τον δαυλό απ' την εστία, τον
έσβησε και τον έκρυψε σ' ένα σεντούκι που μόνο εκείνη γνώριζε, για να γλιτώσει
το παιδί της. Το βασιλόπουλο, ο Μελέαγρος, μεγάλωσε γοργά και με αγάπη περισσή
στην αγκαλιά της μάνας του και των θεραπαινίδων, έγινε ένα πανέμορφο κι
αντρειωμένο παλικάρι, που γνώριζε καλά τον χειρισμό των όπλων.
Κάποια στιγμή η θεά του
κυνηγιού, η ιοφόρος Αρτεμη, χολωμένη με τον Οινέα που είχε λησμονήσει την
υποχρέωση του να της προσφέρει τακτικά θυσίες, έστειλε για εκδίκηση στην
Καλυδώνα έναν άγριο και μανιασμένο κάπρο.
Το τρομερό ζώο της θεάς
άρχισε να προκαλεί τεράστιες καταστροφές στη χλωρίδα και την πανίδα της
Αιτωλίας, χωρίς κανείς να έχει την τόλμη και τη δύναμη να το σκοτώσει.
Ο Μελέαγρος αποφάσισε τότε
να καλέσει όλα τα δυνατά κι αντρειωμένα παλικάρια της Ελλάδας, ώστε να
κυνηγήσουν αντάμα τον τρομερό αγριόχοιρο. Τριάντα ένας ήρωες του μύθου
ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του και συγκεντρώθηκαν για το μεγάλο κυνήγι, πολλοί
απ’ αυτούς είχαν πάρει μέρος παλαιότερα και στην εκστρατεία για το Χρυσόμαλλο Δέρας
με την «Αργώ» και κυβερνήτη τον Ιάσονα από την Ιωλκό. Ανάμεσα στους κυνηγούς
του κάπρου περιλαμβάνονταν οι θείοι του Μελεάγρου, αδέλφια της μητέρας του
Αλθαίας απ' τη γειτονική Πλευρώνα, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης από την Ιθάκη,
ο Ιάσονας ο ίδιος, ο Θησέας από την Αθήνα, τα αδέλφια της Ελένης Κάστορας και
Πολυδεύκης απ' τη Σπάρτη (η μητέρα τους Λήδα ήταν κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας
Θέστιου), καθώς και ο Δευκαλίων από την Κρήτη. Ανάμεσα τους μία και μοναδική
παρθένα κόρη, η Αταλάντη από την Τεγέα, κόρη του Ιασου και της Κλυμένης, κόρης
του Μινύα. Η φήμη για τις ικανότητες της στο κυνήγι και το τρέξιμο ήταν
τεράστια.
Ο Μελέαγρος θαμπώθηκε από
την ομορφιά και την αντρειοσύνη της ατίθασης κόρης και την ερωτεύτηκε, Η
Αταλάντη ήταν αυτή που τελικά κατάφερε να τραυματίσει πρώτη το θηρίο στη ράχη
με το δόρυ της, ενώ ο Μελέαγρος του έδωσε το θανατηφόρο χτύπημα. Το βραβείο για
το κυνήγι ήταν το κεφάλι και το δέρμα του θηρίου, που ο Μελέαγρος αποφάσισε να
χαρίσει στην Αταλάντη. Οι θείοι του θεώρησαν την απόφαση του αυτή ύβρη προς
όλους τους γενναίους άνδρες που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι και επιχείρησαν να
αρπάξουν το δέρμα του κάπρου από την Αταλάντη.
Ο οξύθυμος Μελέαγρος
όρμησε να τους εμποδίσει, εκείνοι αντέδρασαν βίαια και πάνω στη σύγκρουση
χτυπήθηκαν θανάσιμα από τον νεαρό ήρωα κι έχασαν τη ζωή τους. Ο πόνος της Αλθαίας
για τον άδικο θάνατο των αδελφών της ήταν αβάστακτος. Γεμάτη θυμό και λύπη
έφτασε στο σημείο να παρακαλέσει τους θεούς να θανατώσουν τον γιο της. Έβγαλε
βιαστικά θολωμένη από την οργή το κούτσουρο από το σεντούκι και το έριξε στη
φωτιά. Μόλις έσβησε η φωτιά κι έγινε στάχτη το κούτσουρο, έσβησε κι ο «ξανθός»
Μελέαγρος. Μετανιωμένη η μάνα Αλθαία για την αποτρόπαια πράξη της, αυτοκτόνησε.
Σύμφωνα με την ομηρική
παραλλαγή του μύθου, που διασώζεται στην «Ιλιάδα» (Ι, στ. 529-599), τη
γειτονική Πλευρώνα, από όπου ήλθαν τα αδέλφια της μητέρας του Μελέαγρου, την
εξουσίαζαν οι Κουρήτες, λαός που εχθρεύονταν τους Καλυδώνιους. Ο ένας θείος του
Μελεάγρου πλήγωσε πρώτος τον κάπρο και ο Μελέαγρος σκότωσε τελικά το θηρίο.
Καβγάς, ωστόσο, τρικούβερτος ξέσπασε ανάμεσα τους ποιου λαού ο αρχηγός ήταν ο
φονιάς του άγριου θηρίου, ο Μελέαγρος των Αιτωλών ή οι θείοι του, εκπρόσωποι
των Κουρητών από την Πλευρώνα. Ακολούθησε μάχη που ανέδειξε νικητές τους
Αιτωλούς.
Πάνω στη μάχη ο Μελέαγρος
εσκότωσε τον αδελφό της μάνας του. Ακολούθησαν η οργή της Αλθαίας και η
αποτέφρωση του ξύλου στη φωτιά που προκάλεσε τον θάνατο του γιου της Μελεάγρου.
Σύμφωνα με τον Jean Pierre Vernant («Μύθος και σκέψη στην
αρχαία Ελλάδα», Θεσσαλονίκη 1984), ο μύθος του Μελεάγρου πρέπει να συσχετισθεί
με ορισμένους ιταλικούς μύθους, ελληνικής πιθανότατα προέλευσης, που μας λένε
ότι ο γιος του βασιλιά γεννιέται από μια σπίθα που τινάζεται στον κόλπο της
νεαρής παρθένας η οποία φροντίζει την εστία.
Η ιερουργική ονομασία
«Παιδί της Εστίας» (παις αφ' εστίας), που δηλώνει στους ιστορικούς χρόνους τον
εκπρόσωπο της πόλης κοντά στις ελευσινιακές θεότητες, υπογραμμίζει τη σχέση
ανάμεσα στο παιδί και την εστία του σπιτιού και ερμηνεύει την τελετουργία των
Αμφιδρόμιων, που δένουν το νεογέννητο με την εστία του πατέρα του εφτά μέρες
μετά τη γέννηση.
*Καθηγητής
Κλασικής Αρχαιολογίας, πρόεδρος Εταιρίας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών
"κυριακάτικη δημοκρατία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου