Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Περί δραγατών ή αγροφυλάκων




Περί δραγατών ή αγροφυλάκων


Ο αγροφύλακας ή δραγάτης όπως τον αποκαλούσαν στις ορεινές περιοχές ή μπεξής όπως τον λέγανε οι Μικρασιάτες φορούσε ειδική στολή με καπέλο που είχε το σήμα της αγροφυλακής. Είχε  άδεια να φέρει μαζί του όπλο για την προστασία του. Είχε μαζί του φωνητικό όργανο «μούζικο» που έκανε γνωστό με τη δυνατή του φωνή ότι είναι παρών στην περιοχή του ή όταν κάποιος είχε πρόθεση να πράξει αδίκημα να ξέρει ότι η παρουσία του αγροφύλακα θα τον πιάσει και θα έχει συνέπειες. Είχε και πολλές εξουσίες για τους παραβάτες του αγρότη σύμφωνα με τους αγρονομικούς νόμους που υπήρχαν.




ΔΡΑΓΑΤΗΣ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ (απόσπασμα)

Δραγάτης! Ακοίμητος φύλακας του πιο γλυκού και εύγευστου καρπού που έδωσε η γης. Που έδωσε η ευλογημένη από το Χρίστο άμπελος. Πιστός και τίμιος στο ξένο ψωμί που έτρωγε. Άκαμπτος και σκληρός στα παρακάλια, για ένα τσαμπί σταφύλι. Σωστός Κέρβερος. Αλλά καλοσυνάτος και ευαίσθητος και απλόχερος μαζί, όταν εκείνος έκρινε ότι το καθήκον και η ανθρωπιά συμβίωναν μερικές φορές, Όταν του ζητούσαν σταφύλια ταλαιπωρημένοι, στρατοκόποι, αναξιοπαθούντες και ιδιαίτερα μικρά παιδιά τότε ήταν συγγνωστή η υπέρβαση καθήκοντος.

ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Στη λαογραφία και στη συνείδηση του λαού της υπαίθρου, ο δραγάτης πέρασε ως ο τυχερός και προνομιούχος άνθρωπος που φύλαγε τ'  αμπέλια,  που  με τα σταφύλια τους γέμιζαν με καλούδια τα σπίτια των αμπελουργών. Ποιος δε θα θελε να είναι δραγάτης  την   εποχή   αυτή.   Γι'   αυτό εξυμνήθηκε   και  τραγουδήθηκε τόσο πολύ από το λαό μας.
Νάμουν τον Μάη πιστικός
τον Αύγουστο δραγάτης
μας λέει ο ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης
Νά ‘μουν και στην Αράχωβα
δραγάτης στα κορίτσια
μας λέει το δημοτικό τραγούδι.
Στην περιοχή μας στις Σοφάδες ο δραγάτης τραγουδήθηκε   από  παλιά  και   συνεχίζει   και σήμερα ακόμη να τραγουδιέται με ένα ξεχωριστό  και   ιδιότυπο τραγούδι,  που ονομάζεται   «Ο   Δραγάτης»  ή   «Νάτες νάτες που 'ρχονται». Αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε   στο   ιστορικό  του  γιατί δείχνει από τη μια μεριά την πίστη και την αφοσίωση του στο καθήκον και από την άλλη την ανθρώπινη αδυναμία του.
Τρεις κοπέλες μαυρομάτες και όπως τις αναφέρει η παράδοση «κοντούλες και γεμάτες» κίνησαν το γιόμα για τ' αμπέλια για να ζητήσουν από το δραγάτη σταφύλια, γιατί δεν είχαν δικά τους. Στο δρόμο που πήγαιναν κουβέντιαζαν κι έλεγαν πόσο σκληρός και δύσκολος ήταν και δεν θα τις έδινε εύκολα σταφύλια. Και σκέφτονταν αν αρνηθεί στα παρακάλια τους, με τι τρόπο να τον καταφέρουν και να τον πείσουν. Ο δραγάτης πάνω από τη δρακασιά, τις είδε από μακριά μέσα στον κουρνιαχτό που σηκώνονταν και διερωτήθηκε: Τι ζητούσαν τέτοια ώρα μες τον ερημιά και τη ζέστη τρεις κοπέλες μοναχές; Σαν έφτασαν εκείνες πλανταγμένες από το κάμα και από τη μεγάλη επιθυμία να φαν σταφύλια, τον καλημερίζουν και του λένε:
Δεν έχουμε δικά μας αμπέλια!
Θα μας δώσεις λίγα σταφύλια,
να βρέξουμε κι εμείς το στόμα μας;
Αγριεμένος και βλοσυρός εκείνος τις λέει:
- Σταφύλια; Α μπα! Δε μπορώ να σας δώσω. Δεν είναι δικά μου, είναι του χωριού. Εγώ μόνο τα φυλάω, δεν έχω δικαίωμα να δώσω. Τι θα πει το χωριό!
-  Δε θα μάθει το χωριό και αν θέλεις εσύ, μπορείς να μας δώσεις, αφού τ' αμπέλια είναι σαν... δικά σου. Του είπαν εκείνες.
- Όχι, όχι, δεν γίνεται τίποτα. Κι έστριψε το μουστάκι του επιδεικτικά. Απογοητευμένες οι κοπέλες ξεκίνησαν σιγά, σίγα να φύγουν. Τότε η μια απ' όλες η πιο θαρρετή και αποφασιστική του λέει:
-  Δραγάτη! Δος μας σταφύλια και ...φίλα μας τα χείλια.
Εκείνος τα 'χασε. Σάστισε. Νόμισε πως δεν άκουσε καλά και τη ρώτησε:
-Τι είπες;
Εκείνη το επιβεβαίωσε ξανά.
-Ναι. Δος μας σταφύλια και φίλα μας τα χείλια!
Και το επιβεβαίωσαν και οι άλλες με συγκαταβατικό νεύμα του κεφαλιού τους. Άλλαξε η όψη του κι έπεσε σε συλλογή. Να παραβεί τον όρκο του: Να πατήσει το ξένο ψωμί που έτρωγε; Να γίνει ψωμοπάτης: Μεγάλο το δίλημμα. Από τη μια μεριά η θέση του, το καθήκον, η υποχρέωση και η υπόσχεση που έδωσε για την πιστή φύλαξη των αμπελιών. Από την άλλη η μεγάλη πρόκληση, η αναπάντεχη ευκαιρία.   Μέσα  στην  ερημιά  και  στο λιοπύρι του Αυγούστου, τρεις μαυρομάτες μπροστά του ζωντανές. Να του ζητάν λίγα τσαμπιά σταφύλια με αντάλλαγμα γλυκά φιλιά στα χείλια. Δε συμβαίνουν αυτά πάντοτε. Αραιά και που. Ήταν ο τυχερός. Θόλωσε ο λογισμός του και η καρδιά του φούντωσε. Σύγκρουση συναισθημάτων και κρίση συνείδησης. Τι έπρεπε να κάνει! Ποιο ήταν το σωστό! Σε τέτοιες περιπτώσεις ποιος μπορεί να κρίνει ποιο είναι το σωστό. Στο χέρι του ήταν να αποφασίσει. Το πρόσωπο του άλλαζε συνεχώς όψεις. Μια γινόταν αυστηρό και αγριεμένο. Την άλλη γλυκύ και ευφρόσυνο. Οπότε ακούει τις κοπέλες να του λένε:
- Έλα, τι αποφάσισες; Θα μας δώσεις σταφύλια ή θα φύγουμε;
Τότε εκείνος κατεβαίνοντας βιαστικά τα σκαλιά της δρακασιάς και με αποφασιστική και δυνατή φωνή τις λέει:
-  Μπάτε και φάτε, κανέναν μη ρωτάτε.
Τι δραγάτης ήταν. Αυτός τα φύλαγε, αυτός τα εξουσίαζε. Δικά του ήταν τ’ αμπέλια, ό,τι ήθελε έχανε και στο κάτω κάτω, τι έγινε; Χάλασε ο κόσμος για ένα τσαμπί σταφύλι; Πότε θα ξαναπαρουσιάζονταν τέτοια ευκαιρία. Τέτοια πρόκληση και τέτοιος πειρασμός. Η αιωνία γυναίκα στα θέλγητρα της, που είναι της φύσης δωρεά και του Θεού ευλογία, δεν αντιστάθηκε καμιά δύναμη. Όπως δωρεά και ευλογία της φύσης και του Θεού είναι τα γλυκά σταφύλια τ’ αμπελιού, που δύσκολα αντιστέκεται κανείς στον πειρασμό της γεύσης.
Και η συνέχεια του τραγουδιού:
«Ώσπου να μπει και ώσπου να βγει
η κόρη απ’ τ' αμπέλι
μας βγήκε. .. φιλημένη».
Οι κοπέλες γεύτηκαν τα γλυκά σταφύλια και ο δραγάτης τα ολόδροσα και τα γλυκά τους χείλη. Τι καλύτερο και τι πιο ανώδυνο! Τι πιο συμβιβαστικό από την ανταλλαγή γλυκών δώρων. Η λαϊκή παράδοση, τον συμβιβασμό αυτό του δραγάτη και τη μικρή αυτή παράβαση καθήκοντός, την αποδέχτηκε και τη δικαιολόγησε ως θεμιτή. Και ο λαός, την παρασπονδία του αυτή, την έκανε τραγούδι, το οποίο και σήμερα που δεν υπάρχουν πια δραγάτες να φυλάν τ’ αμπέλια, τραγουδιέται και χορεύεται όπως τον παλιό εκείνο καλό καιρό.
Αυτός ήταν ο δραγάτης, ο φύλακας των αμπελιών. Πρόσωπο που πολυσυζητήθηκε πολυτραγουδήθηκε από το λαό μας. Καταγράφηκε στη λαϊκή μας παράδοση και αποτελεί πλέον, το πιο αυθεντικό και πλούσιο στοιχείο της λαογραφίας μας.
«ΣΟΦΑΔΙΤΙΚΑ ΝΕΑ» Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017


Νάτες, νάτες, που 'ρχονται

Δημοτικό

Μουσική/Στίχοι: Δημοτικό/Θεοφάνους Γιώργος

Ά, ρε νάτες, νάτες, που 'ρχονται
τρεις μαυρομάτες, κοντούλες κι γιομάτες

Ά, ρ' κι του δραγάτ' τον έλεγαν
δώσ' μας σταφύλια και φίλα μας στα χείλια

Ά, ρ' ν' εσείς τ' αμπέλ' το ξέρετε
μπάτε κι φάτε και κανέναν μη φοβάστε

Ά, ρε θέλετε μήλο, κόψετε
θέλ'τε κυδώνι, κανείς δε σας μαλώνει

Άι, κι όσο να μπει κι όσο να βγει
η κόρη από τ' αμπέλι, εβγήκε φιλημένη


 
 Δραγασιά η πρόχειρη καλύβα του δραγάτη, συχνά πάνω σε δέντρα. Αλλιώς δραγατσά, δραγατσούλα. Προέρχεται από τη λέξη δραγάτης = ο αγροφύλακας και ειδικά ο φύλακας των αμπελιών. Πιθανόν επίσης, να προέρχεται από τη λέξη αμπελιδεργάτης, της Τσακωνικής διαλέκτου, από την οποία αποσπάσθηκε το δεργάτης και μετατράπηκε σε δραγάτης. 

Αλλοτινές εποχές

Οι Δραγάτες

Του Εμμ. Συμιανάκη, φιλολόγου

Οι παλαιότεροι ενθυμούνται τα όργανα της αγροτικής ασφάλειας που όλοι τα αποκαλούσαν με την αγνώστου ετυμολογίας λέξη δραγάτες. Η στολή των δραγατών ήταν πολύ χοντροκομμένη και το πηλήκιο αρκετά πρωτόγονο. Κρατούσαν πάντοτε μια πολύ γερή κατσούνα, για να στηρίζονται αλλά και να αποκρούουν τους αδέσποτους και τους ποιμενικούς σκύλους. Στη ζώνη τους σφήνωναν μια πρωτόγονη σάλπιγγα που λεγόταν βούκινο και στους ώμους κρέμονταν τα κιάλια. Συνήθως έφεραν πάνω τους περίστροφο ή κυνηγετικό όπλο και είχαν ως συνοδό τους κάποιο ντόπιο κουλουράδικο σκυλί.
Τα πιο παλιά χρόνια, οι δραγάτες διορίζονταν από τα κοινοτικά συμβούλια και η εξάρτησή τους από τους ισχυρούς τοπάρχες ήταν μεγάλη. Πολλές φορές οι τοπάρχες αυτοί, “αφαιρούσαν την βέργα” από τους μη αρεστούς αγροφύλακες και την έδιναν σε πιο έμπιστα πρόσωπα. Το ίδιο έκαναν όταν ο δραγάτης εμήνυε άνθρωπο του περιβάλλοντός τους. Γι’ αυτό οι δραγάτες ήταν τόσο σκληροί προς τους εχθρούς του τοπάρχη όσο και επιεικείς προς τους φίλους. Αργότερα οι δραγάτες έγιναν μόνιμοι και δεν εξαρτιόνταν από τους ισχυρούς παράγοντες της τοπικής κοινωνίας.
Οι δραγάτες ήταν πολύ ευσυνείδητοι φύλακες της αγροτικής ζωής, σε μια εποχή που οι κλοπές αγροτικών προϊόντων και ζώων ήταν καθημερινό φαινόμενο. Σε δεσπόζουσες κορυφές λόφων κατασκεύαζαν πρόχειρες καλύβες και από ‘κει σάρωναν με τα κιάλια τους όλη την ζώνη ευθύνης τους ολημερίς. Όταν επισήμαιναν κάποια αταξία, έβγαζαν το βούκινο και προειδοποιούσαν με απειλητικά “βουκινίσματα” τον παραβάτη. Όταν ήμασταν παιδιά, και επιχειρούσαμε να κόψουμε από κάπου ένα σταφύλι ή φρούτο, τρέμαμε μήπως ακούσουμε το τρομερό βουκίνισμα του δραγάτη. Με το ίδιο όργανο και με συνθηματολογικό βουκίνισμα, συγκέντρωνε ο αγρονόμος τους δραγάτες, όταν ήθελε να δοκιμάσει την ετοιμότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερα ο αγρονόμος θεωρείτο μυθικών διαστάσεων πρόσωπο στην ύπαιθρο, γιατί εκδίκαζε τις αγροζημιές και επέβαλλε μεγάλα πρόστιμα στους φτωχούς ζημιωτές. Άλλοτε πάλι, οι δραγάτες, έκαναν “μπροσκάδες” δηλαδή κρυβόντουσαν σε κατάλληλες κρύπτες και συνελάμβαναν επ’ αυτοφόρω τους ζημιωτές της υπαίθρου. Όταν οι ζημιωτές ήταν άντρες, οδηγούνταν συνήθως στο Αγρονομείο. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν όλα τα “όπλα του γυναικείου οπλοστασίου” και συνήθως την γλίτωναν. Τα παιδιά όμως τιμωρούνταν επί τόπου, άλλοτε εισπράττοντας πολλά χαστούκια και άλλοτε εξαναγκαζόμενα να κάνουν πολλές δεκάδες μετάνοιες! Ήταν παροιμιώδης η αυστηρότητα ορισμένων αγροφυλάκων. Ένας έπαιρνε μαζί του τα ρούχα μας όταν μας έπιανε να κολυμπούμε στην κοινοτική δεξαμενή, και αναγκαζόμαστε να επιστρέφουμε στο σπίτι με περιβολή Αδάμ.


Οι τρόποι πολλών δραγατών δεν ήταν σίγουρα γαλατικοί. Αρκετοί απ’ αυτούς δεν έκαναν πολλές μηνύσεις, αλλά απειλούσαν και ύβριζαν από τα παρατηρητήριά τους. Ένας μάλιστα, χρησιμοποιούσε ακατανόμαστες εκφράσεις, χωρίς να βλέπει κανέναν παραβάτη. Έτσι, όσοι τη στιγμή εκείνη, έκαναν κάποια αγροζημιά, νόμιζαν πως τους αφορούσε η ύβρη του δραγάτη και συμμορφώνονταν αμέσως. Μερικοί γινόντουσαν πιο επιεικείς, όταν οι ζημιωτές τους πρόσφεραν καμιά μυζήθρα ή τους κερνούσαν κανένα κρασί. Ο προππάπος μου ο Γιαβγιόλης, είχε ένα μεγάλο χοίρο που γύριζε ανενόχλητος στα σώχωρα του χωριού, επειδή καθημερινά “πότιζε” τον δραγάτη με το γλυκόπιοτο κρασί του. Κάποτε, το κρασί τέλειωσε και ο πρόγονός μου έπαψε να τον γλυκαίνει. Τότε ο αγροφύλακας του διεμήνυσε το απειλητικό: “Γιάννη ήσφιγξες τον πίρο, δέσε όμως και το χοίρο!” Ο πίρος ήταν το βρυσάκι του βαρελιού.
Παρά τις ιδιαιτερότητες ορισμένων δραγατών που έφταναν από την άκρα ελαστικότητα μέχρι την κτηνώδη σκληρότητα, ο θεσμός της Αγροφυλακής ωφέλησε πολύ τον τόπο. Όλοι τους σχεδόν οι δραγάτες γνώριζαν να ημερώνουν τα άγρια δέντρα μπολιάζοντας ή κεντρίζοντάς τα αμέσως με καλές ποικιλίες. Βοηθούσαν τους βοσκούς να οδηγούν αζημίως τα κοπάδια τους μέσα από καλλιεργημένους αγρούς στα βοσκοτόπια. Λειτουργούσαν ως εκτιμητές των ζημιών και γενικώς προστάτευαν την γεωργική παραγωγή. Σε περιπτώσεις έκτακτων φυσικών καταστροφών, ήταν πάντα παρόντες. Το ίδιο και όταν η πατρίδα χρειαζόταν την βοήθειά τους. Όργανα πιστά και παντός καιρού. Ήταν μεγάλο λάθος της Πολιτείας η κατάργηση της Αγροφυλακής.
Είναι απίστευτα μεγάλος ο αριθμός των ευτράπελων γεγονότων γύρω από τους δραγάτες. Κάποτε ρώτησε ο Ντουμανομιχάλης στου Σβούρου το Μετόχι, τον αγροφύλακα Στιβακτομανόλη ή Κυπραίο, αν ξέρει καμία ασπροσυκιά να κόψει λίγα σύκα. Ο Κυπραίος, πρόθυμα τον οδήγησε σε κάποια συκιά. Όταν ο Ντουμάνης ανέβηκε πάνω στο δέντρο και άρχισε να κόβει τα σύκα, ο δραγάτης έπαιξε συνθηματικά το βούκινό του. Σε λίγα λεπτά είχαν καταφθάσει στο σημείο εκείνο τέσσερις πλησιόχωροι δραγάτες που συνέλαβαν τον Ντουμάνη και τον έφεραν στον Σβούρο. Εκεί, ο Κυπραίος του είπε ότι το έκανε αστείο. Ποτέ άλλοτε ο Ντουμάνης δεν ζήτησε από τον Κυπραίο να του αποδείξει πού υπάρχει καλή ασπροσυκιά.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν σήμερα. Η ύπαιθρος είναι ένας απέραντος κήπος του Κίμωνα, που, όπως γνωρίζουν οι φιλίστορες, ήταν ανοικτός και επιτρεπόταν ο καθένας να εισέλθει και να κηπεύσει ό,τι επιθυμούσε χωρίς να πληρώσει τίποτα. Ελπίζω ότι κάποτε θα επανιδρυθεί το Σώμα της Αγροφυλακής, έτσι ώστε με την χρήση της τεχνολογίας να προστατεύει και τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, όπως έκανε τότε ευσυνείδητα στο μακρινό πια παρελθόν.



Ο Αγροφύλακας (Ο Δραγάτης, ο Μπεξής)

Γράφει όπως τα θυμάται, τότε 10 ετών και σήμερα 82 ο Γιάννης Τσακπίνης, Απόστρατος Αξιωματικός

του Γιάννη Τσακπίνη

Ο γεωργός ήταν στην Κατοχή το βασικό επάγγελμα που ασκούσε στο χωριό ο άνθρωπος για να διατηρηθεί με πολλές δυσκολίες στη ζωή. Στη διάθεσή του είχε μόνο τα αυτοσχέδια μέσα του για να του προσφέρουν όσα περισσότερα προϊόντα είχε ανάγκη για να δημιουργηθεί.
Αγώνας σκληρός αλλά προσπαθούσε χωρίς να υποχωρεί γιατί πίστευε ότι θα γνωρίσει καλύτερη εποχή αν όχι αυτός τα παιδιά του, ήτανε η ικανοποίησή του.
Το επάγγελμά του συναντούσε πολλές δυσάρεστες καταστάσεις από τις καιρικές συνθήκες «πλημμύρες – χιόνια» και από τον ίδιο τον άνθρωπο «κλοπές – ζημιές – αμέλεια» που τις αντιμετώπιζε με ψυχραιμία για να μην στερηθεί αυτό που ήτανε ανάγκη για τη ζωή του αλλά και να είναι αγαπητός με όλους στο χωριό του.
Στα φυτά και στα προϊόντα τους οι κάτοικοι της περιοχής μας συναντούσανε κατά διαστήματα από μη εργαζόμενους, κλοπές σε αυτά και από τα ζώα των κτηνοτρόφων επιζήμιες καταστάσεις όπου αυτά ήτανε εμπόδια να αποκτούν τις απαραίτητες ποσότητες για τη διατροφή τους αλλά και για την καλυτέρευση της ζωής τους να αναπτυχθούν.
Υποχρέωση είχανε οι κτηνοτρόφοι να προστατεύουν τον αγρότη για να μπορεί να δημιουργηθεί όπως αυτός επιθυμούσε αλλά και οι μη εργαζόμενοι να μην επιλέγουν αυτόν τον τρόπο διαβίωσης με τους κόπους των άλλων χωριανών.


Στολή και το μούζικο του αγροφύλακα
 
Η πολιτεία όμως για να  προστατεύσει τους αγρότες από αυτά τα εμπόδια που συναντούσανε είχε διορίσει υπεύθυνους που να τους αναγκάζει σύμφωνα με τους υπάρχοντες νόμους να μην πράττουν επιζήμιες καταστάσεις και να σέβονται τους κόπους των. Αν δεν τους τηρούσανε παίρνανε το δρόμο του αγρονομικού δικαστηρίου. Την υπηρεσία αυτή την εκτελούσε στο χωριό ο διορισμένος Αγροφύλακας κατά περιοχή ανάλογα τον πληθυσμό και την έκταση αυτών.
Ο αγροφύλακας ή δραγάτης όπως τον αποκαλούσαν στις ορεινές περιοχές ή μπεξής όπως τον λέγανε οι Μικρασιάτες φορούσε ειδική στολή με καπέλο που είχε το σήμα της αγροφυλακής. Είχε  άδεια να φέρει μαζί του όπλο για την προστασία του. Είχε μαζί του φωνητικό όργανο «μούζικο» που έκανε γνωστό με τη δυνατή του φωνή ότι είναι παρών στην περιοχή του ή όταν κάποιος είχε πρόθεση να πράξει αδίκημα να ξέρει ότι η παρουσία του αγροφύλακα θα τον πιάσει και θα έχει συνέπειες. Είχε και πολλές εξουσίες για τους παραβάτες του αγρότη σύμφωνα με τους αγρονομικούς νόμους που υπήρχαν. Η υπηρεσία των δεν είχε ωράριο εργασίας, ακόμα και την νύχτα εάν τον ειδοποιούσανε ότι γίνεται αγροζημία πήγαινε να την ελέγξει χωρίς να έχει αυξημένη αμοιβή εις το μηνιάτικο που έπαιρνε και κάθε μέρα που αναχωρούσε για την υπηρεσία του έπαιρνε μαζί του το βουργιάλι που είχε μέσα το παγούρι με νερό τυρί και ελιές για το μεσημεριανό του φαγητό αν δεν γύριζε στο σπίτι του. Δεν ξεχνούσε βέβαια να μην πάρει κοντά και την κατσούνα του για κάθε ενδεχόμενο που θα συναντούσε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.
Κατά διαστήματα για να πιάσει ορισμένους παραβάτες την ημέρα ή τη νύχτα τους έκανε μποσκάδα «ενέδρα» στους βοσκότοπους στα περιβόλια, στα αμπέλια κ.λπ. και είχε καλό αποτέλεσμα στην υπηρεσία του και το χωριό δεν είχε προβλήματα. Οι δραγάτες και των άλλων περιοχών κάνανε συναντήσεις στα σύνορα των περιοχών των και είχανε την ανάλογη συνεργασία μεταξύ των σε ότι αφορούσε στις παραβάσεις που κάνουν οι βοσκοί και οι κάτοικοι των περιοχών τους.

Η ιστορία του Μανόλη Ατωνάκη



Στους βορεινούς πρόποδες του Βρύσινα που είναι τα χωριά: Χρωμοναστήρι – Καπεδιανά και Πρασές μετά την κατοχή ήτανε διορισμένος Αγροφύλακας ο Μανόλης Αντωνάκης που είχε καταγωγή το Χρωμοναστήρι. Χωριό γραφικό και παραδοσιακό με ήθη και έθιμα πατριωτικά.
Το παράδειγμα αποτελούσαν οι γονείς του στη γεωργία και στο νοικοκυριό στο χωριό τους.
Το χωριό διακρινόταν για τους ανθρώπους των γραμμάτων και της επιστήμης που έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην κοινωνία με πολλές διακρίσεις ακόμα και σήμερα.
Ο Μανόλης ήτανε ψηλός – δυνατός – μουστακαλής άνδρας και πάντοτε γελαστός προς όλους. Είχε έμπιστο λόγο στην κοινωνία και στην υπηρεσία του υποδειγματικός και δίκαιος προς όλους.
Είχε παντρευτεί την κυρία Κυριακούλα του Ρήγα Γκούτζου σήμερα εν ζωή, επίσης με τα ίδια οικογενειακά προσόντα και αποκτήσανε τρία παιδιά.
Όταν εκτελούσε την υπηρεσία του ο Μανόλης κατά καιρούς συναντούσε πολλές δυσκολίες από ορισμένους βοσκούς και από μερικούς κατοίκους των χωριών όπως: Ο Μανούσος από τα Καπεδιανά είχε χούι να κάνει συχνά αγροζημίες στα σπαρτά των χωριανών. Μια ημέρα το σπαρτό του Νικολάκη στα ροβαδάνια του Βρύσινα τα πρόβατά του το κάνανε γουλί «αφήσανε μόνο τον κόσμο του». Αμέσως ο Νικολάκης κάλεσε τον Αγροφύλακα για να του κάνει μήνυση την οποία κατάθεσε στο Αγρονομείο των Πρασσών.
Σε είκοσι (20) ημέρες πήρε την κλήση και κάθισε στο σκαμνί του κατηγορουμένου και του είπε ο πρόεδρος: τα πρόβατά σου φάγανε το σπαρτό του Νικολάκη τι έχεις να πεις; Και του απαντά: Κύριε Πρόεδρε, εκείνη την ημέρα πάντρευα το γιο μου και δεν είχα κοιμηθεί. Το πρωί τα άρμεξα τα πήγα πιο πέρα στην πλαγιά, γύρισα στη μάνδρα και κοιμήθηκα. Αυτά γυρίσανε και πήγανε στο σπαρτό, όταν ξύπνησα ήτανε αργά είχε γίνει η ζημιά.
Ο πρόεδρος ρώτησε τον αγροφύλακα: Εσύ τι λες να μην τον τιμωρήσω λόγω του γάμου; Κύριε, πρόεδρε, ίσως από εδά και πέρα να βάλει μυαλό και έφυγε ο βοσκός ατιμώρητος.
Όμως τα πρόβατά του που είχανε γλυκαθεί από πριν μετά από αρκετές ημέρες του φύγανε πάλι και πήγανε στο ίδιο σπαρτό.
Πάλι μήνυση και στο ίδιο σκαμνί κάθισε ο Μανούσος. Ο πρόεδρος του λέει πάλι εδώ είσαι; Γιατί δεν βλέπεις τα πρόβατά σου; Πάλι ρωτά τον αγροφύλακα και του απάντησε: Κύριε Πρόεδρε τώρα να του τη θέσεις και μεγάλη γιατί κατάστρεψε τον φουκαρά τον Νικολάκη που έχει επτά κοπέλια και δεν θα φάνε ψωμί φέτος. Πράγματι, τον τιμώρησε σε βαριά χρηματική ποινή και να τους δώσει και εκατό οκάδες κριθάρι.
Κάθε καλοκαίρι στο χωριό Μύλοι οι κάτοικοι βγάζανε τις πατάτες. Επειδή τον περασμένο χρόνο κλέψανε πολλές τη νύχτα ο Αγροφύλακας φέτος έστησε μποσκάδα «ενέδρα» για να προλάβει το κακό. Γύρω στα μεσάνυχτα άκουσε ένα τσάχαλο «θόρυβο» στα περιβόλια. Σιγά – σιγά πήγε κοντά και βλέπει τον κλέπτη. Ήτανε ο Μύρων από το διπλανό χωριό και είχε πιο πέρα δεμένο και τον γάιδαρό του για να φορτώσει τις πατάτες. Του λέει ο Μανόλης: δεν έχεις μια ουλιά ντροπή –  δεν λυπάσαι τα ορφανά κοπέλια; Γιατί μωρέ, δεν πας να φυτέψεις το περβόλι σου στο χωριό;
Μανώλη, του είπε δεν το ξανακάνω μην μου κάνεις μήνυση. Όχι, δεν μπορώ θα πας στο δικαστή να τα πεις. Ο Πρόεδρος έλαβε υπόψιν του τα ορφανά παιδιά και τον τιμώρησε με βαριά ποινή.
Ο Μανόλης τις περισσότερες φορές για τις αγροζημίες απόφευγε τις μηνύσεις και τους έκανε συμβιβασμούς να δίνουν αρνί – τυρί – καρπό –χρήματα λάδι κ.λπ. ανάλογη ποσότητα που αντιστοιχούσε στην αγροζημία όσο για τις κλοπές υποχρεωτικά τους έκανε μήνυση.



Σήμερα ο αγροφύλακας προ πολλών ετών έχει σταματήσει να εκτελεί υπηρεσία στην περιοχή μας καθότι η πολιτεία θεώρησε ότι δεν είναι χρήσιμη για την ύπαιθρο.
Όμως όλοι οι αγρότες αναστενάζουν όταν βλέπουν τα χωράφια τους να έχουν γίνει βοσκότοποι και το ενδιαφέρον της απουσιάζει. Εκφράζουν την επιθυμία τους να επανέλθει η υπηρεσία του αγροφύλακα για να δικαιούνται οι κάτοικοι να τα καλλιεργούν προς όφελός του. 

Και τέλος:

Όλοι οι αποθαμένοι να γυρίζανε
και ο αγροφύλακας μαζί τους
θα βλέπανε πως κατάντησε
όλη η περιοχή τους.

 Μνημόσυνο σήμερα κάνουμε
στον αγροφύλακά μας
μακάρι αν ήτανε εύκολο
να γύριζε πάλι κοντά μας.

 
Οι φωτογραφίες των δραγασιών προέρχονται από τον ιστότοπο :




Δεν υπάρχουν σχόλια: