Μελανόμορφη κύλιξ Νικοσθένους
520-510 πΧ
ΤΑ
ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Γράφει ο Πέτρος Θέμελης*
Η αρχαία Μεσσήνη
αναδεικνύεται σε μία από τις σημαντικότερες σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση
καλά οργανωμένες πολιτείες της αρχαιότητας, αφού εξακολουθεί να αποκαλύπτει
έναν ανεκτίμητο πολιτισμικό θησαυρό. Η ελληνιστική αρχιτεκτονική και η γλυπτική
της συγκρίνονται με τα σύγχρονα θαυμαστά επιτεύγματα της Περγάμου. Και οι δύο
πόλεις δημιούργησαν, μέσα στα όρια συγκεκριμένων πολιτικών προγραμμάτων,
μνημειακές αρχιτεκτονικές μορφές και συνθέσεις, με ενσωματωμένα ή ελεύθερα
μεγαλειώδη έργα γλυπτικής, που αποτέλεσαν πρότυπο για τις ανάλογες δημιουργίες
στη Ρώμη. Η αρχαία Μεσσήνη διηγείται μιαν ιστορία κι έναν μύθο που χάνεται στην
αχλή του χρόνου και την άρμη της θάλασσας, καθώς αυτή αγκαλιάζει ολόκληρη τη
δυτική και τη νότια πλευρά της.
Η θάλασσα δεν τροφοδοτούσε
μόνο με ψάρια τον πληθυσμό, αλλά έφερνε τη χώρα σε επικοινωνία με τον κόσμο της
Μεσογείου και της Αδριατικής, μέσω των λιμανιών της, τις Φαρές, την Πύλο και
την Κυπαρισσία.
Άλλωστε, ένα από τα δώρα
του Προμηθέα στους ανθρώπους, που ως τότε «σέρνονταν σαν τα μυρμήγκια στα
ανήλιαγα κοιλώματα των σπηλαίων» ήταν τα ιστιοφόρα, τα «θαλασσόπλαγκτα
λινόπτερα ναυτίλων οχήματα», όπως τα αποκαλεί με την απαράμιλλη ποιητική
εκφραστική του δύναμη ο Αισχύλος στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης» (στίχοι
452-454). Είναι εκπληκτικό! Θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής είχε γνώση της
προϊστορίας. Σύμφωνα με τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες, οι κάτοικοι των
παράκτιων περιοχών του ελλαδικού χώρου γνώρισαν τη θάλασσα πολύ προτού
ασχοληθούν με τη βοσκή των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Κατασκεύασαν πλοία
προτού ακόμη βγουν από τα σπήλαια και χτίσουν οικισμούς.
Ο Διόνυσος διασχίζει τη θάλασσα.
Από την ένατη κιόλας
προχριστιανική χιλιετία ναυτικοί εξερευνούσαν με τα πλεούμενα τους το Αιγαίο,
σε μιαν εποχή, δηλαδή, κατά την οποία οι ένοικοι των σπηλαίων εξασφάλιζαν ακόμη
την τροφή τους κυνηγώντας ή συλλέγοντας καρπούς. Πλέοντας νότια προς τη Μήλο,
ανακάλυψαν ένα σκουρόχρωμο, διάφανο και σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα, τον οψιανό.
Τον τεμάχιζαν με τέχνη και τον χρησιμοποιούσαν για μαχαίρια, ξύστρες, τρυπάνια.
Λεπίδες από οψιανό
εμφανίζονται στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας από την 8η χιλιετία π.Χ.,
ταυτόχρονα με κόκαλα ψαριών που μαρτυρούν και αυτά με τη σειρά τους τη στροφή
του ανθρώπου στη θάλασσα του Αιγαίου, κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Η
Σαλαμίνα, η Αίγινα, ο Πόρος, η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα μοναδικά αυτά νησιά και τα
νησάκια ανάμεσα τους, καθώς και η ανατολική ακτή της Αργολίδας συγκροτούν
ενότητα ξεχωριστή, γεωγραφικά και πολιτιστικά. Η πανταχού παρούσα θάλασσα και η
αναγκαιότητα των θαλάσσιων επικοινωνιών είναι που σφυρηλάτησαν από τα
προϊστορικά χρόνια την πολιτισμική φυσιογνωμία της περιοχής.
Ανατρέχοντας στη
φυλογενετική εξέλιξη του ανθρώπου από
μια κοινή προγονική μορφή, όπως είχε υποστηρίξει ο Δαρβίνος στα 1871 στο
σύγγραμμα του «Προέλευση του ανθρώπου», που θεωρήθηκε επαναστατικό για την
εποχή, αυτή έχει τις ρίζες της στην προχριστιανική αρχαιότητα, στις μυθικές
Κοσμογονίες, Θεογονίες και Ανθρωπογονίες.
Μυκηναίοι θαλασσοπόροι
Στον σωκρατικό διάλογο
«Πρωταγόρας» ο σοφιστής διηγείται τον μύθο για τη δημιουργία των άλογων ζώων
και των ανθρώπων από τους θεούς: «Υπήρξε εποχή, όταν μόνο θεοί ζούσαν σ' αυτόν
τον κόσμο, τα θνητά γένη των ανθρώπων δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί». Όταν έφτασε
επιτέλους η ώρα να δημιουργηθούν και οι άνθρωποι, οι θεοί τους έπλασαν από χώμα
και φωτιά. Ο Ησίοδος (στο σύγγραμμα του «Έργα και Ημέραι») παραδίδει ότι ο Ζευς
κατακεραύνωσε τους εξεγερμένους Τιτάνες και δημιούργησε τους «ανθρώπους
επαναστάτες» από το πυρ των κεραυνών και τις φλεγόμενες σάρκες των Τιτάνων.
Παρακολουθεί σε συνέχεια ο Βοιωτός ποιητής τη σταδιακή γιγάντωση του κακού στον
κόσμο των ανθρώπων με την εναλλαγή των γενεών και διεκτραγωδεί την επικρατούσα
κατάσταση στον κόσμο, όπου ο πόνος (ο μόχθος) είναι αναπόφευκτο κακό για τον
άνθρωπο από τότε που εξέπεσε, έχασε δηλαδή τον «παράδεισο» (τον Κήπο της Εδέμ).
Οι άνθρωποι της χρυσής γενεάς, που έπλασαν οι αθάνατοι, ζούσαν σαν θεοί, χωρίς
λύπες, μακριά απ’ τον μόχθο και για πάντα νέοι. Ο θάνατος τους ήταν ύπνος. Η
εύφορη γη, πραγματικός «παράδεισος», τους πρόσφερε γενναιόδωρα καρπούς, είχαν
όλα τα αγαθά δικά τους, ζούσαν ειρηνικά και ανέμελά, όπως ο Αδάμνα, «ο
αγαπημένος των θεών», σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ησυχίου στη λέξη «αδαμνείν». Στα μυστήρια της
Σαμοθράκης τιμούσαν τον Αδάμνα ως πρώτο των ανθρώπων, ως πρωτόπλαστο.
Μετά την «πτώση» οι
άνθρωποι παρέμεναν γυμνοί και άοπλοι. Κλέβει ο Προμηθέας τις τέχνες του
Ηφαίστου και της Αθηνάς και τις δίνει στους ανθρώπους.
Πήραν έτσι μερίδιο από τον
κλήρο των θεών μόνοι οι άνθρωποι από τα ζώα. Με την αξιοσύνη και τη νοημοσύνη
τους δημιούργησαν τάχιστα λέξεις και γλώσσα συνταιριάζοντας τις συλλαβές.
Βρήκαν μόνοι τους τα ενδύματα και τα υποδήματα, τα σκεπάσματα και τις τροφές
που τους πρόσφερε αυτόματα η γη, προτού ακόμη καλλιεργηθεί. Με αυτά τα εφόδια
ζούσαν σε σπήλαια, χωρίς συνοικισμούς και πολιτείες. Πολύ αργότερα ένιωσαν την
ανάγκη να χτίσουν πόλεις για να ζήσουν ομαδικά και να προστατευτούν.
Πίστεψαν σε θεούς, έχτισαν
βωμούς και ύψωσαν αγάλματα θεών.
*Ομότιμος καθηγητής
Κλασικής Αρχαιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου