Αριστερά τα ναΰδρια της
Σπηλιάς της Πεντέλης. Ένθετη: Η είσοδος της Σπηλιάς. Δεξιά ο Μιχαήλ Χωνιάτης
Η
Σπηλιά των λατομείων και η Πεντέλη
Οι
δραστηριότητες των «Νεοελλήνων» βεβηλώνουν τον χώρο, τα επάλληλα γκράφιτι,
ακόμη και στο χώμα, καταδεικνύουν τη θλιβερή και χυδαία αισθητική και την πλήρη έλλειψη παιδείας
Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Ένα από τα πιο όμορφα
τοπία της αττικής γης, το οποίο συνήθιζαν να επισκέπτονται οι περιηγητές της
Ελλάδος από τον 17ο αιώνα αλλά και Έλληνες εκδρομείς έως περίπου τα μέσα του
20ού αιώνα, το Πεντελικόν (ο αρχαίος Βριλησσός), κατέστρεψαν η μανία της
οικοπεδοποίησης, η άγρια και συχνά λαθραία λατόμευση και οι πυρκαγιές, που
αλλοίωσαν το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον όπου αρμονικά συνυπήρχαν μοναδικά
μνημεία πολιτισμού, τα οποία συνδέονται άμεσα με την ιστορία της Ακρόπολης και
της πόλης των Αθηνών.
Η Πεντέλη, το «αέτωμα του
ναού της αττικής ωραιότητος» σύμφωνα με τον Δημήτριο Καμπούρογλου, και
ακριβέστερα το αρχαίο λατομείο της Σπηλιάς («του Νταβέλη»), έδωσε το ευγενές
λευκό μάρμαρο του Παρθενώνος και ακόμη πολλών περιώνυμων κλασικών μνημείων των
Αθηνών. Πριν από μερικές δεκαετίες, κατά τη διάρκεια του «εργολαβικού
αναβρασμού και της πρωτοφανούς απογείωσης της ανοικοδόμησης», τα αρχαία
λατομεία του Πεντελικού «δεινοπάθησαν με την απίστευτη σε όγκο κατανάλωση προς
χρήσιν επενδύσεων (και νεροχυτών!) σε παντός είδους οικοδομές της μεταπολεμικής
αστικής ανάπτυξης. Επίσης οικοδομήθηκε, κατά τόπους, με την προσφορά των
δασωμένων τότε κλιτύων της, για τις επιχειρήσεις ιδιωτικών εξοχικών
οικισμών»... σημειώνει ο Μάνος Η. Μπίρης.
Το άριστης ποιότητας
μάρμαρο που είχαν προσφέρει τα λατομεία της Πεντέλης στα μνημεία και στους
ναούς των Αθηνών διατηρούσε τη λάμψη και το κάλλος του ακόμη και στις περιόδους
που η πόλη μετρούσε πληγές και ερείπια. Ο Εβλιά Τσελεμπή, όταν επισκέφτηκε τον
Παρθενώνα λίγα χρόνια πριν από την καταστροφική έκρηξη στη διάρκεια της
πολιορκίας του Μοροζίνη (1687), αποτύπωνε την έκπληξη και τον θαυμασμό του στο
οδοιπορικό του και ανέφερε: «Χάνει τον νου του ένας άνθρωπος όσο τέλειος
δεξιοτέχνης μάστορας κι αν είναι, επειδή δεν μπορεί να διακρίνει την ένωση της
μιας μαρμαρόπετρας με την άλλη. Σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας
μονοκόμματος τοίχος σε ύψος σαράντα πήχες και είναι τόσο γυαλιστερός και
λαμπερός τοίχος, ώστε καθρεφτίζεται σε αυτόν και το παραμικρό μόριο που
κινείται στον αέρα. Είναι τέσσερις ψηλοί τοίχοι σαν μονοκόμματοι καθρέφτες!»
Ίχνη από τις εξαίρετες
εργασίες των αρχαίων λατόμων, αρχαίες λαξεύσεις και υποδοχές σφηνών, ημίεργα,
κατάλοιπα της εποχής ακμής των λατομείων, καθώς και τμήμα της λιθόστρωτης οδού
καταγωγής («λιθαγωγίας Πεντελέθεν») είναι ακόμη ορατά στον προ της Σπηλιάς
χώρο. Μικρός λαξευτός διάδρομος, εντός της Σπηλιάς, οδηγούσε σε υπόγεια κυκλική
δεξαμενή, η οποία πιθανώς ήταν κέντρο λατρείας στους κλασικούς χρόνους.
Τα δύο ναΰδρια (Άγιος
Σπυρίδων και Άγιος Νικόλαος) στην είσοδο της Σπηλιάς των λατομείων μαρτυρούν τη
χρήση του χώρου ως τόπου χριστιανικής λατρείας «και πριν από την περίοδο της
Εικονομαχίας, όπως συνάγεται κυρίως από την ανάγλυφη διακόσμηση στον βράχο με
σταυρούς, αγγέλους, αετούς και επιγραφές στο νότιο παρεκκλήσιο», όπως αναφέρει
η Ντούλα Μουρίκη. Στους βυζαντινούς χρόνους η Σπηλιά της Πεντέλης και τα αρχαία
λατομεία μεταβάλλονται σε τόπους ησυχασμού και περισυλλογής. Το «Όρος των
Αμώμων», όπως αποκαλούσαν την εποχή εκείνη το Πεντελικόν, φιλοξενούσε σκήτες
και ναΰδρια, αλλά και μικρά καταφύγια των κατοίκων της πόλης κατά τη διάρκεια
πειρατικών επιθέσεων και επιδημιών. Λείψανα ενός τρίτου ναΐσκου, παλαιών
ασκητηρίων, δεξαμενών, μικρών κτισμάτων και ισχυρού τείχους στην είσοδο της
Σπηλιάς μαρτυρούν την άνθηση του μοναχισμού έως τον 16ο αιώνα. Στους
μεταβυζαντινούς χρόνους (1578), όταν ο επίσκοπος Ευρίπου Τιμόθεος ίδρυσε τη
Μονή Πεντέλης, πολλοί ασκητές της Σπηλιάς και μοναχοί από άλλες σκήτες του «Όρους
των Αμώμων» αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη μονή.
Οι τοιχογραφίες των
ναϋδρίων της Σπηλιάς, που έχουν χρονολογηθεί σύμφωνα με την επιγραφή στον 13ο
αιώνα, καταδεικνύουν ότι η Αττική «αν και σχετικά ασήμαντη επαρχία, καθ' όλη τη
βυζαντινή περίοδο, δεν έμεινε μακριά από τους ερεθισμούς των μεγάλων κέντρων»
αναφέρει η Ντ. Μουρίκη και επισημαίνει: «Χάρη στη σωζόμενη χρονολογία και στα
ποικίλα εικονογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία που παρουσιάζουν, τα
παρεκκλήσια συμβάλλουν σημαντικά στη γνώση της μνημειακής ζωγραφικής της εποχής
στην Αττική. Το πορτρέτο του Μιχαήλ Χωνιάτη είναι ίσως η πιο συμπαθητική
καινοτομία του ζωγραφικού διακόσμου των παρεκκλησίων της Σπηλιάς».
Τον ανθρωπιστή και λόγιο
Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτο είχε εκλέξει το Πατριαρχείο να αναλάβει τη Μητρόπολη
Αθηνών την περίοδο που η πόλη αντανακλούσε την άθλια οικονομική κατάσταση, στην
οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία: «Οι εξωλέστατοι των ανθρώπων εξηγόραζον τα
σπουδαιότατα των αξιωμάτων. Σκύθαι δε και Σύροι, προϋπάρξαντες δούλοι, ηξιούντο
αντί χρημάτων της επωνυμίας σεβαστού».
Όταν ο νέος μητροπολίτης
έφτασε στην Αθήνα το 1182, η πενία, η πειρατεία, η βαρύτατη και εξουθενωτική
φορολογία, η αύξηση των μεγαλογαιοκτησιών, η σκληρότητα των φοροεισπρακτόρων,
οι πειρατικές επιδρομές του εμπόρου Γενουάτη Καφούρη, η πλήρης χρεοκοπία των
μέσων και των κατώτερων τάξεων προξενούσαν μεγάλες ταλαιπωρίες στους κατοίκους
της Αττικής. Ο Μιχαήλ προσπάθησε «παντί σθένει», με υπομνήματα, επίσημες
αναφορές και επιστολές με αιτητικό χαρακτήρα, να πείσει τους πραίτορες του
θέματος της Ελλάδος να επιδείξουν κατανόηση, να απαλλάξουν τους κατοίκους των
Αθηνών από τις δυσβάστακτες οικονομικές εισφορές.
Αγωνίστηκε προκειμένου να
βελτιώσει την κατάσταση των κατοίκων, να προστατεύσει «την καταρρέουσαν, την
ασθενή, την πτωχήν πόλιν» και να δώσει νέα λάμψη στη θλιβερή όψη της, η οποία
«έπασχεν ήδη τα πάνδεινα ένεκα της έκπαλαι αμελείας των Βυζαντινών αρχόντων
προς αυτήν», αλλά πολύ περισσότερο «μετά την υπό του Νορμανού Ρογέρου άλωσιν
και δήωσιν αυτής. Ο μόνος αυτής πλούτος είχον εναπολειφθή τα μυστήρια της
εκκλησίας της Θεομήτορος, πάντα δε τα λοιπά ήσαν σωρός ερειπίων».
Με την κατάληψη της
Αττικής από τους Λατίνους, το 1204, ο Μιχαήλ Χωνιάτης κατέφυγε στην Κέα. Ακόμη
μία προσωπογραφία του λόγιου και δραστήριου ιεράρχη στον Ναό του Αγίου Πέτρου
στα Καλύβια Κουβαρά, με εικονογραφικές (1232) ομοιότητες με τα παρεκκλήσια της
Σπηλιάς της Πεντέλης, αποδίδει έκφραση εκτίμησης και σεβασμού των κατοίκων της
Αττικής προς το «θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας», σύμφωνα με τον Φώτη
Κόντογλου.
Η θηριωδία την οποία
επεφύλαξε η σύγχρονη οργανωμένη ή και παράνομη λατόμευση στο Πεντελικό, οι
βέβηλες εκσκαφές και οι εκβραχισμοί για στρατιωτικά έργα ολοκλήρωσαν την
παραμόρφωση του φυσικού και ιστορικού μνημείου των Αθηνών. Με τις εκσκαφές
υποχώρησαν τα θεμέλια του (ταφικού) Ναϋδρίου του Αγίου Νικολάου, οι τοίχοι
υπέστησαν επικίνδυνες ρηγματώσεις, με συνέπεια την αναγκαστική αποτοίχιση και
τη μεταφορά των τοιχογραφιών στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Η καταστροφή της
εισόδου στο λιμναίο άντρο ήταν αναπόφευκτη.
Η αδιαφορία εκ μέρους
όποιου πολιτειακού ή εκκλησιαστικού φορέα, η πλήρης εγκατάλειψη ενός μνημειακού
συνόλου που συνδέεται άμεσα με τον πολιτισμό, την ιστορία και την εξελικτική
πορεία της πόλης των Αθηνών μέσα στους αιώνες είναι εμφανείς. Μια μικρή απόδραση
αναψυχής, ένας περίπατος στην αττική γη και ταυτόχρονα μια περιπλάνηση στον
χρόνο με οδηγό την παράδοση και την ιστορία του τόπου απογοητεύει και
καταθλίβει τον επισκέπτη. Οι δραστηριότητες των «Νεοελλήνων» περιηγητών
βεβηλώνουν συνεχώς το μνημείο, τα επάλληλα γκράφιτι, ακόμη και στο χώμα και
στις πέτρες και στους θάμνους, καταδεικνύουν τη θλιβερή και χυδαία αισθητική
και την πλήρη έλλειψη παιδείας, ενώ η ακράτεια του πολιτισμού της προόδου και
του εκσυγχρονισμού έχει μετατρέψει τα παρεκκλήσια σε στάβλους θηρίων και
δημόσια ουρητήρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου