Χριστιανικά
μνημεία της Κύπρου
Η
σύγκληση τεσσάρων έως σήμερα διεθνών κυπριολογικών συνεδρίων ώθησε εξαιρετικά την έρευνα και ανανέωσε τους
τρόπους ερμηνείας
Από τον Δημήτριο Δ.
Τριανταφυλλόπουλο*
Η 29η Αυγούστου ανέτειλε
γκρίζα για την Κύπρο: Το γερμανικό εφετείο στο Μόναχο δικαίωσε εν μέρει τον
διάσημο Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αϊντίν Ντικμέν για λαφυραγώγηση αρχαιοτήτων από το
πολύπαθο νησί. Είναι λοιπόν επίκαιρο να ρίξουμε μια ματιά στα χριστιανικά
μνημεία του νησιού - για εκτενέστερη παρουσίαση, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να
ανατρέξουν στο ογκώδες χριστουγεννιάτικο τεύχος της «Νέας Εστίας» του 2016,
αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην Κύπρο.
Τα τραγικά συμβάντα του
1974 στην Κύπρο συνιστούν καίρια τομή και για τη βυζαντινή αρχαιολογία:
Σταματούν να είναι προσιτά στην επιστήμη τα μνημεία της κατεχόμενης Βόρειας
Κύπρου -πολλά ήδη από τα γεγονότα του 1963- και, αμέσως μετά την τουρκική
εισβολή και κατοχή, αρχίζουν η συστηματική καταστροφή και αλλοίωσή τους από τον
κατακτητή, στο πλαίσιο του προγράμματος εκτουρκισμού και εξισλαμισμού του
νησιού. Τούτο υλοποιείται και με τη συστηματική τουρκοποίηση των τοπωνυμίων.
Μετά τη διάνοιξη σημείων
διέλευσης στα ψευδεπίγραφα ενδοκυπριακά «σύνορα» (23/04/2003), η διεθνής
βιβλιογραφική κίνηση αποτυπώνει αψευδώς το τρομακτικό μέγεθος της πολιτιστικής
καταστροφής - συνέχιση της τακτικής του τραγικού 1922 για τα χριστιανικά
μνημεία της Μικράς Ασίας και προάγγελος της συγκαιρινής μας δράσης των
τζιχαντιστών στη Μέση Ανατολή. Η πρόσφατη δραστηριοποίηση για διάσωση μνημείων,
στο πλαίσιο μιας «πολυπολιτισμικής» προπαγάνδας, που ευνοείται -αν δεν υπακούει
υπογείως- από το διχοτομικό Σχέδιο Ανάν, δεν αναιρεί τίποτε ουσιώδες από τον
τραγικό απολογισμό της συστηματικής καταστροφής επί 42 έτη. Η δικαίωση της
Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Εκκλησίας σε διεθνείς δικαστικούς
αγώνες εναντίον Τούρκων αρχαιοκαπήλων από το 1989 (ψηφιδωτά Παναγίας
Κανακαριάς, Τούρκος αρχαιοκάπηλος Αϊντίν Ντικμέν κ.λπ.) έως σήμερα μαρτυρεί την
πραγματικότητα.
Η δημιουργία Ερευνητικής
Μονάδας Αρχαιολογίας στο νεοπαγές (1992) Πανεπιστήμιο Κύπρου, η ένταξή της από
το 1996 στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα και η πλήρωση του γνωστικού πεδίου
της βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης έθεσαν τις βάσεις για
τη θεωρητική -εν μέρει και πρακτική- κατάρτιση των αρχαιολόγων της Κύπρου, πέραν
του στενά κυπριακού αρχαιολογικού χώρου, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό
επίπεδο. Η διοργάνωση συνεδρίων από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και από άλλους
φορείς συνετέλεσε στη βαθμιαία εξοικείωση του επιστημονικού κόσμου με το
κυπριακό υλικό και με τα πολλαπλά προβλήματα έρευνάς του.
Η κατανομή του ερευνητέου
υλικού ακολούθησε τα ειωθότα: Οι ξένες αρχαιολογικές σχολές ασχολήθηκαν κυρίως
με την ανασκαφή παλαιοχριστιανικών μνημείων, το Τμήμα Αρχαιοτήτων κάλυψε όλα τα
πεδία και τις περιόδους. Τα σημαντικότερα βυζαντινά τοιχογραφημένα σύνολα
παραδόθηκαν κατά τις δεκαετίες 1960-1970 προς συντήρηση από τον τότε διευθυντή
του Τμήματος Αρχαιοτήτων, προϊστορικό-κλασικό αρχαιολόγο, στο Dumbarton Oaks
Center των ΗΠΑ και σε Αγγλοσάξονες ερευνητές, συχνά στρεφόμενους κατά της
ελληνικής ταυτότητας του νησιού. Σημειώνεται ότι εφάμιλλη -αν όχι υπέρτερη-
εμπειρία συντήρησης τοιχογραφιών υπήρχε ήδη σε Ελλάδα, Σερβία, Ιταλία και
αλλού, όπου διασώζονται μνημεία του ίδιου είδους.
Στις πιο πρόσφατες
δεκαετίες παρατηρήθηκε μετατόπιση του ενδιαφέροντος τόσο προς τα μνημεία της
«σκοτεινής» πρωτοβυζαντινής περιόδου των αραβικών επιδρομών (649-965) όσο και
στα της μεσοβυζαντινής εποχής (965-1191), όταν η παρουσία του Βυζαντίου είναι
κυριαρχική.
Η πολλαπλών ωσμώσεων και
συγκρούσεων υστεροβυζαντινή περίοδος της Φραγκοκρατίας των Γάλλων βασιλέων
Λουζινιάν (1191-1489), που προβλήθηκε εντατικά από τα τέλη του 19ου αιώνα έως
το τέλος της Αγγλοκρατίας, γνωρίζει νέα άνθηση τις πρόσφατες δεκαετίες, λόγω
και του ιδεολογήματος της μετανεωτερικής ιστοριογραφίας περί
πολυπολιτισμικότητας. Η πυκνή, σχετικά πρόσφατη ενασχόληση με την πρώιμη φάση
της μεταβυζαντινής περιόδου, δηλαδή της Βενετοκρατίας (1489-1571), θέτει
ενδιαφέροντα προβλήματα από την αναγκαστική συμβίωση, εν μέρει διαφορετικά από
εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Υποφωτισμένο όμως εξακολουθεί να παραμένει το
τοπίο κατά την Τουρκοκρατία (1571-1878), παρά την αύξηση των σχετικών μελετών.
Η σύγκληση τεσσάρων έως
σήμερα διεθνών κυπριολογικών συνεδρίων ώθησε εξαιρετικά την έρευνα και ανανέωσε
τους τρόπους ερμηνείας. Πολλά ειδικότερα συνέδρια εμπλουτίζουν επίσης το πεδίο,
είτε αφορούν επαφές της Κύπρου με άλλους χώρους είτε επιμέρους κλάδους και
είδη. Τέλος, από την εποχή της γένεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας βλέπουν το φως
συστηματικές ιστορίες της τέχνης του νησιού, με κορύφωση την επιβλητική,
πολύτομη «Ιστορία της Κύπρου» του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, με
συντονιστή και ψυχή του έργου τον προσφάτως αποβιώσαντα πρύτανη των Κυπρίων
ιστορικών δρα Θεόδωρο Παπαδόπουλλο.
Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι το
ιδιότυπο καθεστώς της Κύπρου ανά τους αιώνες επηρέασε αντίστοιχα και τις
ερμηνευτικές απόψεις. Μια «αφ᾿ ύψους» θεώρηση της
βυζαντινής καλλιτεχνικής κληρονομιάς του νησιού είναι αρκούντως εμφανής στη
γαλλική και την αγγλοσαξονική παραγωγή -δηλαδή των δύο αποικιοκρατικών δυνάμεων
κατά το παρελθόν-, και πολύ λιγότερο αισθητή στην ιταλική παραγωγή. Μια άλλη
πτυχή αφορά τη μετακίνηση των χρονολογικών ορίων: Ακολουθώντας μια τάση των
μεταπολεμικών δεκαετιών, κλασικοί αρχαιολόγοι μιλούν για Υστερη Αρχαιότητα έως
την έναρξη των αραβικών επιδρομών (649 κ.ε.), ερμηνεύοντας ανάλογα το υλικό.
Η μετανεωτερική θεώρηση
της Ιστορίας της Κύπρου, με εμφανείς αποδομητικές-«απομυθοποιητικές» τάσεις,
εμφανίστηκε από ημεδαπούς ή αλλοδαπούς και αφορά, κατά κύριο λόγο, την περίοδο
της Φραγκοκρατίας. Η επιδίωξη εφαρμογής της και στην αντίστοιχη τέχνη, με
πρωτoστάτες από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, κατέληξε σε προκρούστειες κατασκευές,
που επικεντρώθηκαν -όχι τυχαία- στο πρόσωπο του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου
και στη διακόσμηση του ερημητηρίου του στην Πάφο - η αντίρροπη τάση έχει
οδηγήσει σε νηφαλιότερη επανεκτίμηση των πραγμάτων.
*τ. καθηγητής Βυζαντινής
Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου
Κυριακάτικη
δημοκρατία 10.9.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου