Ο νέος Πολωνός πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Πολωνία θα ενταχθεί στην
Ευρωζώνη όταν οι μισθοί στην Πολωνία θα φτάσουν το επίπεδο των
Γερμανικών μισθών.
Το «νέο» αναπτυξιακό μοντέλο του Μνημονίου
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Από
την αρχή της κρίσεως και της εισαγωγής του πρώτου Μνημονίου, προεβλήθη η
ιδέα ότι η κατάσταση στην οποία έφθασε η χώρα εξέφραζε την εξάντληση
ενός παρωχημένου αναπτυξιακού μοντέλου, το οποίο έγινε ακόμη πιο
ανεπαρκές και ακατάλληλο κάτω από τις συνθήκες που έφερε το άνοιγμα των
αγορών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την παγκοσμιοποίηση.
Προφανώς, υπάρχει πολλή αλήθεια σ' αυτή τη διαπίστωση. Η κλειστή και προστατευόμενη Ελληνική εθνική οικονομία βρέθηκε ξαφνικά απροστάτευτη, εκτεθειμένη στους σφοδρούς ανέμους ενός άνισου ανταγωνισμού. Δεν το γνώριζε αυτό η Ελλάδα, αποφασίζοντας να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Ασφαλώς το γνώριζε. Υπελόγιζε όμως ότι υπήρχαν επίσης κάποιες δικλείδες ασφαλείας και ένας κεντρικός σκοπός ο οποίος θα οδηγούσε σταθερά όλες τις χώρες-μέλη προς μεγαλύτερη σύγκλιση και συνοχή, ως προϋπόθεση για την πολιτική ενοποίηση.
Η κύρια δικλείδα ασφαλείας ήταν η Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως. Η Αρχή αυτή υποκαθιστούσε, κατά έναν τρόπο, την εθνική προστασία και μετέθετε στο Ευρωπαϊκό επίπεδο την άσκησή της. Η Ελλάδα, στην περίπτωση αυτή, θα είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό πιο αναπτυγμένων και βιομηχανικά προηγμένων χωρών. Θα είχε όμως παραλλήλως το πλεονέκτημα μιας μεγάλης αγοράς μέσα στην οποία θα μπορούσε να αναπτύξει τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα σε ορισμένους, τουλάχιστον, τομείς.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, το ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά την ένταξη της Ελλάδος στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981, επέφερε μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική του, ευθυγραμμιζόμενο με την ένταξη υπό τον όρο των Ευρωπαϊκών Μεσογειακών Προγραμμάτων. Η λογική των Προγραμμάτων αυτών ήταν να τεθεί ως δομική παράμετρος της οικοδομήσεως της Ευρώπης η σύγκλιση και η συνοχή. Να προεξοφληθεί δηλαδή ότι η δημιουργία της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν αναγκαίο και προκαταρκτικό μέσο για την πολιτική ενοποίηση. Στο πνεύμα αυτό, ήταν απαραίτητο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ισχυρών οικονομιών να μην οδηγήσει σε κυριαρχία πάνω στις άλλες πιο αδύνατες οικονομίες. Θα έπρεπε να αντισταθμίζεται με πολιτικές συγκλίσεως και συνοχής, που θα εγγυούνταν την κοινή ανάπτυξη και ευημερία.
Η πορεία των πραγμάτων, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις, διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετακινήθηκε από την Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως προς την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό που εκφράζει. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις απεδείχθησαν κατώτερες των περιστάσεων και εξαρτημένες όχι μόνο πολιτικά αλλά και ιδεολογικά από ξένα κέντρα. Όχι μόνο δεν προέβλεψαν τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα η αλλαγή αυτή προσανατολισμού και πορείας της Ευρώπης, αλλά υπερακόντιζαν αφελώς ως δήθεν «πρωτοπορία» των νέων Ευρωπαϊκών πολιτικών, που εμπνέονταν από την παγκοσμιοποίηση. Θλιβερός πρωταγωνιστής προς την κατεύθυνση αυτή ήταν οι κυβερνήσεις Σημίτη.
Οι συνέπειες των πολιτικών αυτών δεν άργησαν να φανούν. Η πρωτογενής Ελληνική παραγωγή υπεχώρησε θεαματικά σε όλους τους τομείς. Για ένα διάστημα, η κατάσταση αυτή συγκαλύφθηκε από την επίρριψη των ευθυνών στις γνωστές Ελληνικές αδυναμίες και παθογένειες. Αυτές όμως υπήρχαν και προηγουμένως. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τη χώρα να έχει σημαντική εθνική παραγωγή σε όλους τους τομείς. Αυτό που επέφερε το μεγάλο πλήγμα ήταν ο άνισος διπλός ανταγωνισμός. Οι Συμπληγάδες Πέτρες του ανταγωνισμού αφενός των ισχυρών Ευρωπαϊκών οικονομικών και αφετέρου των οικονομικών των τρίτων χωρών, χαμηλού κόστους, τα προϊόντα των οποίων μπορούσαν τώρα να ανταγωνισθούν τα ελληνικά προϊόντα, με την παγκοσμιοποίηση, μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή και την εθνική αγορά.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με την εισαγωγή του ευρώ, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως πολιτική ενοποίηση και κοινή δημοσιονομική και αναπτυξιακή πολιτική. Ανίδεες κυβερνήσεις έσπευσαν να εντάξουν πρόωρα τη χώρα στο ευρώ, με ανεδαφικές υποθέσεις ότι η χώρα θα εξασφάλιζε, με τον τρόπο αυτό, σταθερότητα και ανάπτυξη και θα ήταν προφυλαγμένη από νομισματικές κρίσεις και κερδοσκοπικές επιθέσεις. Ενθάρρυναν επίσης τον άμετρο δανεισμό και την κατανάλωση, με την αυταπάτη ότι αυτά δεν συνεπάγονταν κανέναν κίνδυνο υπό την ομπρέλα του ευρώ.
Είναι ενδεικτική σήμερα η πολιτική της νέας Πολωνικής κυβερνήσεως. Η τελευταία παραπέμπει στο άδηλο μέλλον την ένταξη στην Ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι οι χώρες που εντάχθηκαν μετά το 2004 έχουν συμβατική υποχρέωση να ενταχθούν στο ευρώ αμέσως μετά την αναγκαία προετοιμασία τους.
Ο νέος Πολωνός πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Πολωνία θα ενταχθεί στην Ευρωζώνη όταν οι μισθοί στην Πολωνία θα φτάσουν το επίπεδο των Γερμανικών μισθών. Εξήγγειλε επίσης πρόγραμμα 80 δισ. ευρώ, ποσό πολύ μεγάλο για τη σημερινή Πολωνία, για την υποστήριξη της αναπτύξεως με εθνικούς πόρους. Δεν αφέθηκε δηλαδή στην προσμονή ξένων επενδύσεων για την ανάπτυξη της χώρας. Οι ξένες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες. Η χώρα όμως δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των ξένων επενδυτών. Έχει ανάγκη από εθνική αναπτυξιακή στρατηγική.
Το παράδειγμα της Πολωνίας είναι διδακτικό για τη χώρα μας, που έγινε πειραματικό πεδίο για την εφαρμογή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την επιβολή, με τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις, της κυριαρχίας των ξένων πολυεθνικών στη χώρα. Προβάλλεται γι' αυτό το ιδεολόγημα ότι η χώρα χρειάζεται ένα «νέο» αναπτυξιακό μοντέλο. Πάνω στη βάση αυτή παρουσιάζεται το ξεθεμέλιωμα κάθε έννοιας εθνικής οικονομίας και η παράδοση της χώρας σε ξένα συμφέροντα και ξένες πολυεθνικές ως δήθεν «νέο» μοντέλο αναπτύξεως. Πρόκειται για επικίνδυνη φενάκη που απειλεί το ίδιο το εθνικό μέλλον της χώρας.
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=93827&colid=&catid=34&dt=2015-11-22%200:0:0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου