Το μέγαρο του
Αρσακείου Παρθεναγωγείου (1846-1852), στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου
και Πεσμαζόγλου (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Στοές της Αθήνας
Tου Νίκου Αμμανίτη
Φίλος
αγαπητός, έχοντας διαπιστώσει ότι περί πολλά η στήλη τυρβάζει, της
συνέστησε να ασχοληθεί κάποτε και με τις «στοές» της Αθήνας. Αν και σε
πολλά αφηγήματα, ευκαιρίας δοθείσης, τις αναφέραμε ως τον τόπο όπου
διεδραματίζετο η εξιστόρηση, εντούτοις η ιδέα του φίλου Θωμά ήταν
απόλυτα σωστή και έτσι αποφασίσαμε να καταπιαστούμε και με δαύτες
περισσότερο λεπτομερώς.
Κάνοντάς τους όμως ένα πρόχειρο νοερό προσκλητήριο, αντιληφθήκαμε ότι οι στοές στην Αθήνα είναι «ως η άμμος της θαλάσσης» και δεν ξέρεις με ποια να ασχοληθείς. Όλες οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις έχουν στοές. Είναι οι περίφημες arcades, όπου στεγάζεται ό,τι εκλεκτότερο διαθέτει σε γκλαμουριά και γοητεία η πόλις, όπως, π.χ., η περίφημη Galleria Vittorio Emmanuelle του Μιλάνου. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, δεν έχουμε στοές… γαλαζοαίματες. Εδώ συναντούμε εργαστήρια μικροκατασκευών ή καταχωνιασμένα κάτι περίεργα επαγγέλματα που σπανίως συναντάς σε ανοιχτούς χώρους.
Στα χρόνια τα παλιά λιγοστές ήταν οι στοές
της Αθήνας. Η ξέφρενη όμως «ανοικοδόμηση του '50-'70» και η ανάγκη να
αξιοποιηθεί οικονομικά κάθε μέτρο γης οδήγησαν μηχανικούς και εργολάβους
να ανεγείρουν στοά σε κάθε κτίσμα. Στοές τυφλές και αδιέξοδες και
άλλοτε διαμπερείς, που τουλάχιστον προφύλαγαν τους πεζούς από τη βροχή
και το ξεροβόρι τον χειμώνα και από το λιοπύρι το καλοκαίρι. Επειδή,
πάντως, το θέμα μου «τσίγκλισε» μνήμες, σκέφτηκα πως θα ήταν ευχάριστη
μια βολτίτσα στις πιο αξιοσέβαστες, λόγω ηλικίας, αθηναϊκές στοές και
όπως έλεγαν οι αρχαίοι «από Διός άρξασθαι», θα ξεκινήσουμε από την πιο
διάσημη και την πλέον «πεπατημένη». Τη στοά Αρσακείου.
Με δαπάνες, κατά το μεγαλύτερο μέρος, του εθνικού μας ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη χτίστηκε τον προπερασμένο αιώνα το τεράστιο κτίριο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, επάνω σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, για να στεγάσει εκπαιδευτήριο θηλέων, δηλαδή «παρθεναγωγείο», με σκοπό να μάθουν -λέει- τα κορίτσια γράμματα. Μαθήτριες της σχολής ήταν οι αξιολάτρευτες, από τους αθηναίους δανδήδες, Αρσακειάδες. Σύμφωνα με τα σχέδια, διανοίχτηκε μια διαμπερής στοά που διχοτομούσε κατά κάποιον τρόπο το ισόγειο του τεράστιου οικοδομήματος, τη γνωστή μας στοά Αρσακείου. Κύριο στοιχείο της ταυτότητάς της ήταν ο μεγάλος γυάλινος τρούλος που φώτιζε το εσωτερικό της, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός «αίθριου». Τα καταστήματα που προεβλέπετο να δημιουργηθούν μέσα σε αυτήν καθώς και περιμετρικά στο ισόγειο του μεγάρου, θα ενοικιάζονταν σε εμπορικές επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας στη Φιλεκπαιδευτική έσοδα για τους σκοπούς της. Έτσι, με κράχτη την ύπαρξη του εκπαιδευτηρίου, η περιοχή έγινε «πιάτσα» βιβλιοπωλείων, καθώς επί πολλές δεκαετίες ήταν εγκατεστημένα στα «ευρύτερα πέριξ» και κυρίως στην οδό Πεσμαζόγλου, που εξελίχθηκε σε ευνοούμενο δρόμο των βιβλιοπωλών. Ανάμεσά τους υπήρχε επίσης μαγαζί με κουζινικά, ονόματι «Δούζινα», και το παλαιοπωλείο του Σταυρίδη, που εξυπηρετούσε ενίοτε και ως ενεχυροδανειστήριο. Ο… «πρύτανης» των καταστηματαρχών της στοάς ήταν ο Ηλίας Κοκκώνης, με τις κάθε μεγέθους και ποιότητας ελληνικές σημαίες ξηράς και θαλάσσης, σημαιάκια του «ναυτικού αλφάβητου», «κύπελλα και έπαθλα» για κάθε φύσεως νικητές. Πουλούσε επίσης σημαίες και τα εμβλήματα άλλων κρατών και γενικώς μια ποικιλία αξεσουάρ για προσκόπους και κάμπινγκ. Άλλα «εξειδικευμένα» μαγαζιά, που έβρισκες μοναχά στη στοά, ήταν τα καταστήματα μουσικής. Πουλούσαν «παρτιτούρες» κλασσικής μουσικής αλλά και μοντέρνων συνθετών και τραγουδοποιών. Στοιβάζονταν σε «πάκα» επάνω στους πάγκους τα δισέλιδα έντυπα με τα εντυπωσιακά εξώφυλλα, που περιείχαν τους στίχους και τη μουσική των τελευταίων σουξέ.
Ήταν η εποχή όπου τα «άπταιστα γαλλικά» των κορασίδων πήγαιναν ντουέτο με τη δεξιοτεχνία τους στο πιάνο και ιδίως στις «Nocturnes» του Σοπέν. Ήταν στοιχεία απαραίτητα στον κατάλογο των προσόντων της νύφης στις διαπραγματεύσεις του συνοικεσίου. Μαζί με τις παρτιτούρες πωλούσαν καθετί σχετικό με τη μουσική. Βιβλία με βοηθήματα σολφέζ και αρμονίας αλλά και ανταλλακτικές χορδές βιολιού και κιθάρας και τα ειδικά «σαπουνάκια» για να γλιστρά το δοξάρι στο βιολί. Άρρηκτα δεμένα διαχρονικά με τη στοά ήταν τα φημισμένα μουσικά καταστήματα Γαϊτάνου, του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και αργότερα του Νικολαΐδη. Επί πολλά χρόνια μέσα στη στοά υπήρχε επίσης το μοναδικό ίσως κατάστημα στην Αθήνα που πουλούσε γνήσια βιεννέζικα έπιπλα. Στεκόσουν στις βιτρίνες τους και χάζευες τα γεμάτα χάρη και φινέτσα σαλονάκια, ένα «χάρμα ιδέσθαι». Παρέκει, στην είσοδο της στοάς από την Πανεπιστημίου, φιγουράριζε για πάρα πολλά χρόνια το ζαχαροπλαστείο «Bazar» Εξαρχόπουλου. Παραδόξως, εντελώς άσχετα, υπήρχε και ένα μαγαζί γυναικείων φορεμάτων, το «Σταρρ», το πρώτο, νομίζω, που καθιέρωσε τις δόσεις.
Όταν το εκπαιδευτήριο μετακόμισε στο Ψυχικό, στο κτίριο εγκαταστάθηκαν δικαστήρια, έτσι έγινε διάσημο το γωνιακό καφενείο «Σιγάλα» στο κέντρο της στοάς στην έξοδο προς την Αρσάκη, όπου συναντιόνταν από λίαν πρωί μέχρις αργά το βράδυ δικηγόροι, μηνυτές, κατηγορούμενοι, μάρτυρες και… ψευδομάρτυρες. Με δύο λόγια, όσοι είχαν νταραβέρια με τη Θέμιδα. Αλλά συνεχίζουμε …
Με δαπάνες, κατά το μεγαλύτερο μέρος, του εθνικού μας ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη χτίστηκε τον προπερασμένο αιώνα το τεράστιο κτίριο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, επάνω σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, για να στεγάσει εκπαιδευτήριο θηλέων, δηλαδή «παρθεναγωγείο», με σκοπό να μάθουν -λέει- τα κορίτσια γράμματα. Μαθήτριες της σχολής ήταν οι αξιολάτρευτες, από τους αθηναίους δανδήδες, Αρσακειάδες. Σύμφωνα με τα σχέδια, διανοίχτηκε μια διαμπερής στοά που διχοτομούσε κατά κάποιον τρόπο το ισόγειο του τεράστιου οικοδομήματος, τη γνωστή μας στοά Αρσακείου. Κύριο στοιχείο της ταυτότητάς της ήταν ο μεγάλος γυάλινος τρούλος που φώτιζε το εσωτερικό της, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός «αίθριου». Τα καταστήματα που προεβλέπετο να δημιουργηθούν μέσα σε αυτήν καθώς και περιμετρικά στο ισόγειο του μεγάρου, θα ενοικιάζονταν σε εμπορικές επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας στη Φιλεκπαιδευτική έσοδα για τους σκοπούς της. Έτσι, με κράχτη την ύπαρξη του εκπαιδευτηρίου, η περιοχή έγινε «πιάτσα» βιβλιοπωλείων, καθώς επί πολλές δεκαετίες ήταν εγκατεστημένα στα «ευρύτερα πέριξ» και κυρίως στην οδό Πεσμαζόγλου, που εξελίχθηκε σε ευνοούμενο δρόμο των βιβλιοπωλών. Ανάμεσά τους υπήρχε επίσης μαγαζί με κουζινικά, ονόματι «Δούζινα», και το παλαιοπωλείο του Σταυρίδη, που εξυπηρετούσε ενίοτε και ως ενεχυροδανειστήριο. Ο… «πρύτανης» των καταστηματαρχών της στοάς ήταν ο Ηλίας Κοκκώνης, με τις κάθε μεγέθους και ποιότητας ελληνικές σημαίες ξηράς και θαλάσσης, σημαιάκια του «ναυτικού αλφάβητου», «κύπελλα και έπαθλα» για κάθε φύσεως νικητές. Πουλούσε επίσης σημαίες και τα εμβλήματα άλλων κρατών και γενικώς μια ποικιλία αξεσουάρ για προσκόπους και κάμπινγκ. Άλλα «εξειδικευμένα» μαγαζιά, που έβρισκες μοναχά στη στοά, ήταν τα καταστήματα μουσικής. Πουλούσαν «παρτιτούρες» κλασσικής μουσικής αλλά και μοντέρνων συνθετών και τραγουδοποιών. Στοιβάζονταν σε «πάκα» επάνω στους πάγκους τα δισέλιδα έντυπα με τα εντυπωσιακά εξώφυλλα, που περιείχαν τους στίχους και τη μουσική των τελευταίων σουξέ.
Ήταν η εποχή όπου τα «άπταιστα γαλλικά» των κορασίδων πήγαιναν ντουέτο με τη δεξιοτεχνία τους στο πιάνο και ιδίως στις «Nocturnes» του Σοπέν. Ήταν στοιχεία απαραίτητα στον κατάλογο των προσόντων της νύφης στις διαπραγματεύσεις του συνοικεσίου. Μαζί με τις παρτιτούρες πωλούσαν καθετί σχετικό με τη μουσική. Βιβλία με βοηθήματα σολφέζ και αρμονίας αλλά και ανταλλακτικές χορδές βιολιού και κιθάρας και τα ειδικά «σαπουνάκια» για να γλιστρά το δοξάρι στο βιολί. Άρρηκτα δεμένα διαχρονικά με τη στοά ήταν τα φημισμένα μουσικά καταστήματα Γαϊτάνου, του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και αργότερα του Νικολαΐδη. Επί πολλά χρόνια μέσα στη στοά υπήρχε επίσης το μοναδικό ίσως κατάστημα στην Αθήνα που πουλούσε γνήσια βιεννέζικα έπιπλα. Στεκόσουν στις βιτρίνες τους και χάζευες τα γεμάτα χάρη και φινέτσα σαλονάκια, ένα «χάρμα ιδέσθαι». Παρέκει, στην είσοδο της στοάς από την Πανεπιστημίου, φιγουράριζε για πάρα πολλά χρόνια το ζαχαροπλαστείο «Bazar» Εξαρχόπουλου. Παραδόξως, εντελώς άσχετα, υπήρχε και ένα μαγαζί γυναικείων φορεμάτων, το «Σταρρ», το πρώτο, νομίζω, που καθιέρωσε τις δόσεις.
Όταν το εκπαιδευτήριο μετακόμισε στο Ψυχικό, στο κτίριο εγκαταστάθηκαν δικαστήρια, έτσι έγινε διάσημο το γωνιακό καφενείο «Σιγάλα» στο κέντρο της στοάς στην έξοδο προς την Αρσάκη, όπου συναντιόνταν από λίαν πρωί μέχρις αργά το βράδυ δικηγόροι, μηνυτές, κατηγορούμενοι, μάρτυρες και… ψευδομάρτυρες. Με δύο λόγια, όσοι είχαν νταραβέρια με τη Θέμιδα. Αλλά συνεχίζουμε …
«Μερακλής» και «Βορονώφ»
Ξεκινήσαμε λοιπόν την περιήγηση μας στις πιο ιστορικές στοές του
κέντρου της Αθήνας με αφετηρία την περισσότερο «πεπατημένη»… γηραιά
στοά Αρσακείου, που πολλοί ονομάτιζαν στοά Ορφέως από τον ομώνυμο
κινηματογράφο που λειτουργούσε πλάι στην είσοδο. Διατρέξαμε συνοπτικά και «επί τροχάδην» την
ιστορία της. Ανακαλέσαμε στη μνήμη εμπορικές φίρμες που δεν υπάρχουν πια
και καθίσαμε νοερά για καφέ στο πάντοτε ασφυκτικά γεμάτο καφενείον
«Σιγάλα», όπου έδιναν ραντεβού όσοι είχαν νταλαβέρια με τη Δικαιοσύνη.
Όταν το Αρσάκειο εκπαιδευτήριο μετακόμισε στο Ψυχικό, στο τεράστιο
μέγαρο στεγάστηκαν δικαστήρια. Καθώς δικαστήρια υπήρχαν και στο
γειτονικό κτίριο της άλλοτε Βασιλικής Τυπογραφίας, μεταξύ των οδών
Αρσάκη - Σανταρόζα, η περιοχή μεταβλήθηκε σε… άντρο της Θέμιδος και
συγκέντρωνε συνέχεια κόσμο. Λειτουργούσαν, βέβαια, ένα-δύο στέκια και
στην οδό Σανταρόζα, αλλά αυτά ήσαν ουζάδικα, όπως το περίφημο «Νούμερο
5», όπου το μεσημέρι μαζεύονταν οι συνήγοροι και τραβούσαν τα ουζάκια
τους.
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας επισκεπτόμαστε την άλλη ιστορική στοά, τη στοά Ορφανίδου, που ξεκινούσε από τη Σταδίου απέναντι από το Αρσάκειο και «έβγαζε» στη Σοφοκλέους πλάι στο Χρηματιστήριο. Ήταν κυρίως κέντρο «σαράφηδων» όπου εκτελούνταν χρηματιστηριακές εργασίες. Αγόραζαν και πουλούσαν χρυσές λίρες λιανικώς και χονδρικώς σε μασούρια -ή με το ζύγι αν ήταν πολλές-, διενεργούσαν αγοραπωλησίες μετοχών και αναρτούσαν πίνακες με το «κλείσιμο χρηματιστηρίου». Σιγά σιγά, όμως, οι σαράφηδες αναβαθμίστηκαν σε συμβούλους επενδύσεων και μετακόμισαν σε νεόδμητα κτίρια υψηλών προδιαγραφών με προθαλάμους και μινιφορούσες γραμματείς. Το κενό που άφησαν στη στοά σύντομα καλύφθηκε από διάφορα μικρομάγαζα που πουλούσαν μπουφάν και διάφορα παρόμοια. Στην πραγματικότητα όμως αστέρας της στοάς ήταν ο διάσημος για περισσότερο από μισό αιώνα «Μερακλής», με τις φημισμένες τυρόπιτές του... Ήταν αδύνατον να περάσει κάποιος από τη στοά χωρίς να σταθεί για να γευθεί στα όρθια μια καυτή τυρόπιτα. Αλλά, εκτός από τους περαστικούς, πολλοί λοξοδρομούσαν και πήγαιναν στον «Μερακλή» για να κολατσίσουν στα γρήγορα. Αμέτρητοι ήταν οι μόνιμοι και πιστοί πελάτες που γεύονταν τις δημιουργίες του. Την κλασική τυρόπιτα και την άλλη σπεσιαλιτέ του, που είχε γέμιση άχνη ζάχαρη αντί για τυρί. Το μαγαζί δεν είχε τραπέζια για να κάθονται οι πελάτες. Ερχόταν λοιπόν στιγμές, προς το μεσημέρι, που γινόταν μέσα στη στοά συνωστισμός από ανθρώπους που βάδιζαν, αργά αργά, μασουλώντας μια τυρόπιτα που κράταγαν στο χέρι. Το καλοκαίρι έφτιαχνε και μια δικής του συνταγής δροσιστική λεμονάδα, πραγματικά πολύ εύγευστη. Αξέχαστη παραμένει στη μνήμη αρκετών γενεών η συμπαθητική φυσιογνωμία του.
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας επισκεπτόμαστε την άλλη ιστορική στοά, τη στοά Ορφανίδου, που ξεκινούσε από τη Σταδίου απέναντι από το Αρσάκειο και «έβγαζε» στη Σοφοκλέους πλάι στο Χρηματιστήριο. Ήταν κυρίως κέντρο «σαράφηδων» όπου εκτελούνταν χρηματιστηριακές εργασίες. Αγόραζαν και πουλούσαν χρυσές λίρες λιανικώς και χονδρικώς σε μασούρια -ή με το ζύγι αν ήταν πολλές-, διενεργούσαν αγοραπωλησίες μετοχών και αναρτούσαν πίνακες με το «κλείσιμο χρηματιστηρίου». Σιγά σιγά, όμως, οι σαράφηδες αναβαθμίστηκαν σε συμβούλους επενδύσεων και μετακόμισαν σε νεόδμητα κτίρια υψηλών προδιαγραφών με προθαλάμους και μινιφορούσες γραμματείς. Το κενό που άφησαν στη στοά σύντομα καλύφθηκε από διάφορα μικρομάγαζα που πουλούσαν μπουφάν και διάφορα παρόμοια. Στην πραγματικότητα όμως αστέρας της στοάς ήταν ο διάσημος για περισσότερο από μισό αιώνα «Μερακλής», με τις φημισμένες τυρόπιτές του... Ήταν αδύνατον να περάσει κάποιος από τη στοά χωρίς να σταθεί για να γευθεί στα όρθια μια καυτή τυρόπιτα. Αλλά, εκτός από τους περαστικούς, πολλοί λοξοδρομούσαν και πήγαιναν στον «Μερακλή» για να κολατσίσουν στα γρήγορα. Αμέτρητοι ήταν οι μόνιμοι και πιστοί πελάτες που γεύονταν τις δημιουργίες του. Την κλασική τυρόπιτα και την άλλη σπεσιαλιτέ του, που είχε γέμιση άχνη ζάχαρη αντί για τυρί. Το μαγαζί δεν είχε τραπέζια για να κάθονται οι πελάτες. Ερχόταν λοιπόν στιγμές, προς το μεσημέρι, που γινόταν μέσα στη στοά συνωστισμός από ανθρώπους που βάδιζαν, αργά αργά, μασουλώντας μια τυρόπιτα που κράταγαν στο χέρι. Το καλοκαίρι έφτιαχνε και μια δικής του συνταγής δροσιστική λεμονάδα, πραγματικά πολύ εύγευστη. Αξέχαστη παραμένει στη μνήμη αρκετών γενεών η συμπαθητική φυσιογνωμία του.
Άλλος διάσημος της στοάς Ορφανίδου, που και αυτός ταυτίστηκε μαζί της,
ήτανε ο «Βορονώφ των στυλογράφων». Για τους νεότερους, που αγνοούν τι
εστί Βορονώφ, τους ενημερώνουμε πως ήταν ένας διάσημος γιατρός, ο
οποίος, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, «ανακάλυψε τη μέθοδο που καταργούσε
τα γηρατειά και ξανάκανε νέους γεμάτους σφρίγος και ορμή μέχρι και τα
''χούφταλα'' ακόμη». Ο «δικός μας» είχε το μικρό εργαστήριό του στο
υπόγειο του κτιρίου και επισκεύαζε στυλογράφους, εμφανιζόμενος στο είδος
του ως ισότιμος «αναζωογονητής» του Βορονώφ.
Υπήρξε εποχή που η κατοχή στυλογράφου αποτελούσε ένδειξη οικονομικής ευμάρειας, διότι κόστιζαν πανάκριβα. Φιγουράριζε το «πιαστράκι του» στο εξωτερικό μικρό τσεπάκι του σακακιού και όσο πιο λεφτάς ήταν ο κάτοχός του τόσο πιο πολλά πιαστράκια μοστραρίζονταν στο τσεπάκι. Ήταν μια αμερικανικής προελεύσεως επίδειξη πλούτου, μια μόδα που βρήκε στην Ελλάδα πολλούς μιμητές. Οι στυλογράφοι ήταν πολλών ποιοτήτων και κατηγοριών. Κυκλοφορούσαν στην αγορά χρυσοί, για να υπογράφουν συμβόλαια οι καπιταλίστες και συμφωνίες οι αρχηγοί κρατών. Οι «ανωτέρας τάξεως» στυλόγραφοι είχαν χαραγμένο στο καπάκι τους και το όνομα της μάρκας τους και ήταν πάντα το πιο ευπρόσδεκτο δώρο. Φυσικά, αν και τους πρόσεχαν «σαν τα μάτια τους», το κουσούρι τους ήταν ότι χάλαγαν συχνά. Ή θα πέφτανε και θα στράβωνε η πένα τους ή θα τρύπαγε το λαστιχένιο σωληνάκι που ήταν το ντεπόζιτο με το μελάνι, το οποίο ξεραινόταν και έφραζε τον αγωγό οπότε αναγκαστικά έπρεπε να πάει στον μάστορα. Η επισκευή τους δεν ήταν δύσκολη. Ήταν όμως λεπτοδουλειά που απαιτούσε επιδεξιότητα. Ο «Βορονώφ» τους επισκεύαζε με σχολαστικότητα και έβγαζε μεροκάματο.
… Στη ζωή, δυστυχώς, ενώ οι νέοι εξακολούθησαν να γερνούν, κανένας γέρος δεν ξανάνιωσε Το άστρο του δόκτορος Βορονώφ γρήγορα έσβησε, ο πανάκριβος στυλογράφος ξεπεράστηκε και εκτοπίστηκε από το ευτελές τύπου «Bic» και μόνο η στοά Ορφανίδου εξακολουθεί να ζει την καθημερινότητά της με συχνές αλλαγές. Στη γειτονιά της επί της Σοφοκλέους υπήρχε και μια άλλη μεγάλη πασίγνωστη στοά. Μια στοά που όλοι την είχαν ακουστά, αλλά ελάχιστοι την είχαν διασχίσει, και μοναχά το «σινάφι» του Τύπου την έτρωγε μερόνυχτα στη μάπα. Ήταν η στοά Πάππου, όπου στεγάζονταν γραφεία εφημερίδων και περιοδικών, λειτουργούσαν τυπογραφεία και διακινούνταν ανά τη χώρα τα κάθε λογής έντυπα από το εκεί εγκατεστημένο πρακτορείο Τύπου. Πριν οικοδομηθεί, ο χώρος ήταν μια τεράστια αλάνα διάσπαρτη από μικρά κτίσματα με ποικιλία επαγγελματιών. Αλλά η «περιγραφή» της μια άλλη φορά
Υπήρξε εποχή που η κατοχή στυλογράφου αποτελούσε ένδειξη οικονομικής ευμάρειας, διότι κόστιζαν πανάκριβα. Φιγουράριζε το «πιαστράκι του» στο εξωτερικό μικρό τσεπάκι του σακακιού και όσο πιο λεφτάς ήταν ο κάτοχός του τόσο πιο πολλά πιαστράκια μοστραρίζονταν στο τσεπάκι. Ήταν μια αμερικανικής προελεύσεως επίδειξη πλούτου, μια μόδα που βρήκε στην Ελλάδα πολλούς μιμητές. Οι στυλογράφοι ήταν πολλών ποιοτήτων και κατηγοριών. Κυκλοφορούσαν στην αγορά χρυσοί, για να υπογράφουν συμβόλαια οι καπιταλίστες και συμφωνίες οι αρχηγοί κρατών. Οι «ανωτέρας τάξεως» στυλόγραφοι είχαν χαραγμένο στο καπάκι τους και το όνομα της μάρκας τους και ήταν πάντα το πιο ευπρόσδεκτο δώρο. Φυσικά, αν και τους πρόσεχαν «σαν τα μάτια τους», το κουσούρι τους ήταν ότι χάλαγαν συχνά. Ή θα πέφτανε και θα στράβωνε η πένα τους ή θα τρύπαγε το λαστιχένιο σωληνάκι που ήταν το ντεπόζιτο με το μελάνι, το οποίο ξεραινόταν και έφραζε τον αγωγό οπότε αναγκαστικά έπρεπε να πάει στον μάστορα. Η επισκευή τους δεν ήταν δύσκολη. Ήταν όμως λεπτοδουλειά που απαιτούσε επιδεξιότητα. Ο «Βορονώφ» τους επισκεύαζε με σχολαστικότητα και έβγαζε μεροκάματο.
… Στη ζωή, δυστυχώς, ενώ οι νέοι εξακολούθησαν να γερνούν, κανένας γέρος δεν ξανάνιωσε Το άστρο του δόκτορος Βορονώφ γρήγορα έσβησε, ο πανάκριβος στυλογράφος ξεπεράστηκε και εκτοπίστηκε από το ευτελές τύπου «Bic» και μόνο η στοά Ορφανίδου εξακολουθεί να ζει την καθημερινότητά της με συχνές αλλαγές. Στη γειτονιά της επί της Σοφοκλέους υπήρχε και μια άλλη μεγάλη πασίγνωστη στοά. Μια στοά που όλοι την είχαν ακουστά, αλλά ελάχιστοι την είχαν διασχίσει, και μοναχά το «σινάφι» του Τύπου την έτρωγε μερόνυχτα στη μάπα. Ήταν η στοά Πάππου, όπου στεγάζονταν γραφεία εφημερίδων και περιοδικών, λειτουργούσαν τυπογραφεία και διακινούνταν ανά τη χώρα τα κάθε λογής έντυπα από το εκεί εγκατεστημένο πρακτορείο Τύπου. Πριν οικοδομηθεί, ο χώρος ήταν μια τεράστια αλάνα διάσπαρτη από μικρά κτίσματα με ποικιλία επαγγελματιών. Αλλά η «περιγραφή» της μια άλλη φορά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου