Η
κοινοτοπία της βίας
Το πρώτο που θα πρέπει
ίσως να κάνουμε είναι να εξορίσουμε την ορολογία της βίας και του πολέμου από
το πολιτικό μας λεξιλόγιο και την κουλτούρα.
Τον Αντώνη Μακρυδημήτρη *
Διαβάζοντας κανείς τους
τίτλους μόνο των εφημερίδων και βλέποντας τις πρώτες εικόνες στα δελτία των
ειδήσεων αποκομίζει την αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται περίπου σε εμπόλεμη
κατάσταση. Όχι με άλλη χώρα, αλλά με τον εαυτό της. Παντού σχεδόν απαντούν φαινόμενα
βίας. Αυτή η σύγχρονη (ή παλαιά;) θεά, που ο Engels την αποκαλούσε «μαμή της ιστορίας»,
φαίνεται πως εγκαταστάθηκε για τα καλά στη χώρα διανύοντας εδώ την περίοδο του
τοκετού της. Βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στις φυλακές, στις διαδηλώσεις, ακόμα
και μέσα στα πανεπιστήμια, αυτούς τους ναούς της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης.
Οι παλαιότεροι απορούν και αναρωτιούνται: πως μας κυρίευσε όλους έτσι απότομα
τούτο το κύμα βίας, πως αυτή έγινε τόσο κοινότοπη, ώστε να απαντάται παντού;
Πού χάθηκε, πού πήγε ο ηθικός, ο ειρηνικός πυρήνας της κοινωνίας - αν κάποτε
υπήρχε.
Και γιατί είναι τόσο
ανίσχυροι και ενδεείς μπροστά στο φαινόμενο της βίας εκείνοι που υποτίθεται ότι
υπάρχουν για να μας προστατεύσουν από αυτήν - οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι και ηγέτες,
οι άνθρωποι του κράτους, οι προασπιστές της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης;
Κοντολογίς, ο πραγματικός
ή φανταστικός «παράδεισος» της ειρήνης φαίνεται να έχει εκτοπιστεί στο
κοινωνικό πεδίο από την κόλαση της βίας, που κυριεύει άλλες καρδιές με
ανεξέλεγκτη οργή και θυμό και άλλες με φόβο και απόγνωση.
Ιστορία
της βίας. Όσοι διαθέτουν, βέβαια, μια βαθύτερη αίσθηση της ιστορίας
στη μακρά και όχι απλώς στη βραχεία διάρκεια θα μας πουν ότι από συγκριτικής σκοπιάς
και αν αναλογιστούμε το παρελθόν, τους σκοτεινούς αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας,
στην πραγματικότητα τώρα ζούμε σε μια μάλλον ειρηνική περίοδο της ιστορίας. Η
αναλογία των φόνων στην Ευρώπη σήμερα είναι της τάξεως του 1:100.000, ενώ πριν
από 5 ή 6 αιώνα ήταν 130:100.000. Το κοινό στοιχείο είναι ότι το 90% περίπου
των πιο βίαιων πράξεων διαπράττεται από νέους άνδρες ηλικίας γύρω στα 30, ενώ
οι χώρες της νότιας Ευρώπης ως πιο θερμόαιμες κατέχουν τη μερίδα του λέοντος σε
αυτή τη μακάβρια στατιστική του φόνου και της βίας. Θα μας πουν, επίσης, ότι
στο παρελθόν το φαινόμενο της βίας ήταν πολύ πιο διάχυτο από ό,τι τώρα. Ας
θυμηθούμε τους πολέμους που πάντα διεξάγονταν για κάθε λογής αίτιο και αφορμή,
ακόμη και για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς σκοπούς, την έξαρση της βίας σε όλους
σχεδόν τους τομείς της ζωής πριν από την ίδρυση των σύγχρονων κρατών.
Το
μονοπώλιο της βίας. Πράγματι, αν κάτι προσέφερε στην
κοινωνική δυναμική το κράτος, ως σύγχρονη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, ήταν, όπως
έδειξε ο Μαξ Βέμπερ, η απόπειρα να συγκεντρώσει το μονοπώλιο της νόμιμης άσκησης
της φυσικής βίας σε ορισμένη επικράτεια. Το έκανε τούτο αφαιρώντας αναλογικά τη
βία από άλλους κοινωνικούς φορείς και πεδία δράσης, ενώ την υπέβαλε σε
αυστηρότερο έλεγχο και εγγυήσεις περιορισμού της.
Η αφαίρεση της βίας από το
κοινωνικό πεδίο και η συγκέντρωση της στο κράτος είχε ως επιδιωκόμενη συνέπεια
τη σταδιακή ειρήνευση των, κοινωνικών σχέσεων στον χώρο της οικονομίας, της πολιτικής,
της ιδεολογίας και των θρησκευτικών εκδηλώσεων. Έτσι, αντί να σκοτώνουν ο ένας
τον άλλον, θα μπορούσαν εφεξής οι πολίτες του κράτους να ανταλλάσσουν ειρηνικά
τα προϊόντα, τις ιδέες και τις απόψεις τους ακλουθώντας τρόπους ζωής που ο καθένας
θα επέλεγε ελεύθερα χωρίς να ζημιώνει άλλους.
Για τους λόγους αυτούς
επιχείρησε το σύγχρονο κράτος να εντάξει στον τακτικό στρατό τους άτακτους, να
εξαλείψει τη ληστεία (τα φαινόμενα νταβελισμού ή παλαιοκωστισμού, που φαίνεται
να αναβιώνουν επ' εσχάτοις), να χαλιναγωγήσει μέσω του δικαίου την απληστία και
την εκμετάλλευση στον χώρο της οικονομίας και να εγγυηθεί την προστασία των
ανθρώπινων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες σε όλους τους χώρους και τα πεδία
της κοινωνικής ζωής -περιλαμβανομένης της πολιτικής και της θρησκείας.
Ηθική
της βίας. Εντούτοις, η «κοινοτοπία του κακού», όπως τη
χαρακτήρισε η Χάνα Αρεντ με βάση την εμπειρία του ναζισμού, δεν ξεριζώθηκε
τελικώς από την κοινωνική συνείδηση και πραγματικότητα. Αντίθετα, σαν τη λάβα
του ηφαιστείου βράζει κάτω από την επιφάνεια και αρκεί μια έκρηξη, ένας κοινωνικός
σεισμός, για να ξεχυθεί με ανεξέλεγκτη δύναμη και καταστροφική μανία.
Διαπιστώνεται, τότε, ότι
το κακό και η βία δεν είναι το «θλιβερό προνόμιο» κάποιων εξ ορισμού κακών και
διεφθαρμένων, αλλά καίει και σιγοβράζει μέσα στον καθένα από εμάς. Τους κατά τα
άλλα ειρηνικούς και συνηθισμένους πολίτες. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι το γνωρίζουν
αυτό και το μελετούν εδώ και καιρό. Αλλά δεν ακούγονται.
Υπάρχουν, όμως, και
κάποιοι άλλοι που δικαιολογούν αυτό το φαινόμενο της βίας ως ένδειξη κοινωνικής
υγείας και ψυχικής ευρωστίας. Κάποιες μάλιστα ιδεολογίες πολιτικού ή
θρησκευτικού χαρακτήρα εκλαμβάνουν τη διάκριση μεταξύ εχθρού και φίλου ως
απολύτως θεμελιώδη στην κοινωνική ζωή, με τη συνακόλουθη συνέπεια της προάσπισης
των φίλων και της εξόντωσης του εκάστοτε εχθρού. Αυτός που καταφεύγει στη βία
(φυσικά εναντίον του εχθρού) εμφανίζεται τότε ως άγγελος του καλού, υπό την
έννοια ότι προωθεί, έστω και με τη δική του θυσία (λ.χ. την αυτοπυρπόληση), την
ανώτερη αποστολή της εξόντωσης των εχθρών και την επικράτηση των φίλων ή
ομοϊδεατών.
Ο
λόγος της βίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν θέλουμε και
μπορέσουμε να εξαλείψουμε ή έστω να περιστείλουμε τη βία στην κοινωνία, δεν θα πρέπει
να περιοριστούμε στα επιφαινόμενα, αλλά να στραφούμε στα αίτια που την
προκαλούν. Να μην χάνουμε τον χρόνο μας χτυπώντας σαν τον Ιφικλή ένα ένα τα
κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, που την άλλη μόλις στιγμή ξαναφυτρώνουν. Αλλά να
γνωρίσουμε σε βάθος με άλλη γλώσσα και άλλο πνεύμα τα αίτια που την παράγουν.
Στη μελέτη των αιτιών το
πρώτο που θα πρέπει ίσως να κάνουμε είναι να εξορίσουμε την ορολογία της βίας
και του πολέμου από το πολιτικό μας λεξιλόγιο και την κουλτούρα. Γιατί, αν ο πολιτικός
διάλογος και η διαφωνία μετατρέπεται σ' έναν πόλεμο λεκτικών (ευτυχώς, προς το
παρόν) αντιπαραθέσεων μέχρι εσχάτων, τότε τι είδους νομιμοποίηση της βίας (λεκτικής
και μη) παρέχεται στην υπόλοιπη κοινωνία;
Αν η οικονομία κατέληξε να
συνεπάγεται απίστευτη και ανεξέλεγκτη συσσώρευση πλούτου και προκλητική σπατάλη
για τους λίγους και εξαθλίωση της φτώχειας για τους πολλούς (νέους, ανέργους, μετανάστες,
κ.λπ.), τότε τι είδους αδιέξοδα εγείρονται και φράγματα καταστολής στην
κοινωνική δυναμική;
Αν ο δημόσιος, τέλος, λόγος
και η εικόνα από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας αναπαράγει επί το οξύτερον την
πολεμική λογική (την ηθική της βίας) με μια κρυφή σαγήνη και ελκυστικότητα,
κάτι που ο Καβάφης χαρακτήριζε ως «νοσταλγία των Βαρβάρων», τότε γιατί μας
εκπλήσσει που το κακό και η βία κατάντησε στη χώρα μας μια κοινωνική
κοινοτοπία;
Ίσως θα πρέπει να
απαντήσουμε μερικά από αυτά τα ερωτήματα, προτού οπισθοχωρήσουμε ως χώρα και πολιτισμός
σε μια κατάσταση μεσαιωνικής βαρβαρότητας, όπου όλοι πολεμούν με όποια μέσα
διαθέτουν εναντίον όλων. Γιατί τότε δεν θα υπάρχει όχι μόνο κράτος, αλλ' ούτε
κοινωνία που ν' αξίζει κανείς να ζει και να πολιτεύεται.
* Ο κ. Αντώνης Μακρύδημήτρης
είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/8.3.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου