Στό βάθος της φωτογραφίας η προεξοχή του Μικρού Καβουρίου όπου σήμερα τα δύο ξενοδοχεία του Αστέρα.
Μια φορά και έναν καιρό
Καλοκαιρινές
αναμνήσεις μέσα στο χειμώνα
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Αρκετά χρόνια τώρα, όταν
ξημερώνει εκείνη η καταραμένη 22α Ιουνίου, ο παππούς Νικολής πέφτει σε βαριά
κατάθλιψη. Είναι βλέπεις η αποφράς ημέρα του θερινού ηλιοστάσιου που ο ήλιος
παίρνει τη κάτω βόλτα, οι μέρες μικραίνουν, νυχτώνει νωρίς, και μπορεί το
καλοκαίρι που μόλις μπαίνει να σε τσουρουφλίζει και ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι
στο κόρφο σου, αλλά ο παππούς σκέφτεται τον μακρύ ανελέητο χειμώνα που θα
έρθει, με τις κρύες μακρόσυρτες νύχτες του και τις σκοτεινές υγρές του μέρες
που σου παγώνουν τη ψυχή και το σώμα.
Ανατριχιάζει στη σκέψη και
μόνο, πως το κοντομάνικο του θα το αντικαταστήσει η χοντρή φανελένια του
πιτζάμα, και πως τα βράδια αντί να ρομαντζάρει ανάμεσα στις γλάστρες με τα
λουλούδια, θα χουχουλιάζει πλάι στην ηλεκτρική θερμάστρα που καίει η καταραμένη
τον περίδρομο.
Πολλά ξεχνάει ο παππούς
τελευταία, ονόματα, υποχρεώσεις, φάρμακα, χάπια.». Όταν όμως βγάζει το χαρτάκι
του ημερολόγιου με τα ποιήματα και βλέπει εκείνο το «22 Ιουνίου» δεν ξεχνάει να
το υποδεχθεί μ' ένα από ψυχής «φτου σου». Ξέρουν αυτή του τη μούρλια οι δικοί
του, που του εύχονται «άντε και Καλό Χειμώνα» και ας σκάει έξω ο τζίτζικας, όπως
αντίστοιχα τον Δεκέμβρη, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, τη στιγμή που «ο βοριάς τα
αρνάκια παγώνει», του εύχονται «Καλό Καλοκαίρι». Αλλά τότε η προσμονή χαρίζει
στο πρόσωπο του μιαν ανείπωτη αγαλλίαση.
Η ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1940
Στρογγυλοκάθεται ο παππούς
στο μπαλκόνι. Το μαξιλάρι της πολυθρόνας του από το πολύ καθισιό πήρε αποτύπωμα
των οπισθίων του καθώς ακουμπισμένος στα κάγκελα χαζεύει τους περαστικούς Του
«τη δίνει» η χαλασμένη λάμπα του δήμου στη κολώνα επειδή τρεμοσβήνει, και
φιλοδωρεί με μούντζες τα «μηχανάκια» που περνούν και του ταράζουν τα σωθικά με
το θόρυβο τους. Όταν η νύχτα προχωρήσει και η κίνηση καταλαγιάσει, τότε ξυπνούν
οι αναμνήσεις του. Βυθίζεται μέσα σ' έναν άλλον κόσμο ανύπαρκτο σήμερα, που για
εκείνον κάποτε υπήρξε. Έναν κόσμο που αναπολεί και προσπαθεί νοερά να ξαναζήσει..
Θυμάται τα παιδικά του
χρόνια τότε που τέτοια εποχή τα μαθήματα τελείωναν, τα σχολεία έκλειναν, και εκείνος
μπόμπιρας με κοντά παντελονάκια, με τον έλεγχο και τους βαθμούς στο χέρι, ήταν έτοιμος
να χαρεί το καλοκαιριάτικο ρεμπελιό. Και ξαναθυμάται το μαύρο καλοκαίρι που το
Σεβαστόν Υπουργείον Παιδείας πετσόκοψε δύο χρόνια από το Δημοτικό και τα
κόλλησε στο Γυμνάσιο αναβαθμίζοντας το σε οκτατάξιο. Και έπρεπε ο φουκαριάρης,
ντάλα καλοκαίρι να διαβάζει για τις εξετάσεις που θα... «αναβάθμιζαν» και
εκείνον σε γυμνασιόπαιδο. Θυμάται τις βλοσυρές φάτσες των «επιτηρητών» στα
διαγωνίσματα, την αναπάντεχη επιτυχία του, που τον άρπαξε από τα ποιηματάκια
που του μάθαινε η κυρία δασκάλα του: «εις το βουνό ψηλά εκεί/ ειν' εκκλησιά
ερημική» και τον ξαπόστειλε στο «Πέλοψ ο Ταντάλειος ες Πισσαν μολών...» σ' έναν
ξενέρωτο φιλόλογο με μούσι... Καρτερικά περίμενε να περάσει ο καιρός, να
ξαναρθεί ο Ιούνιος να χαρεί το καλοκαιριάτικο ρεμπελιό που του διέφυγε πέρυσι. 'Όμως
οι «Φρέρηδες» όπου φοιτούσε, στο τέλος της χρονιάς μαζί με τα bon point, και τα tres bien, τον φόρτωσαν με ένα κάρο μαθήματα,
όλα γραπτά, που όφειλε να προσκομίσει τον Οκτώβριο. Μελαγχολεί καθώς
αναλογίζεται πως μέσα στη λαύρα, όπου έτρωγε η μύγα σίδερο και το κουνούπι
ατσάλι, εκείνος με το πενάκι στο χέρι έβαζε τα δυνατά του να είναι όσο γίνεται
πιο καλλιγραφημένο το «Devoir»,
κι' ας σφύριζε συνθηματικά έξω από το παράθυρο η τσογλανοπαρέα να βγει για
παιχνίδι.
Με κάποια συγκίνηση
ανάμικτη με πίκρα για τα μαθητικά του χρόνια, άλλαξε αναπολήσεις. Έχουν βλέπεις
το μεγάλο προσόν οι αναμνήσεις, να ξεπερνούν χώρο και χρόνο και να σε
μεταφέρουν αυτοστιγμεί από το ένα γεγονός στο άλλο. Έτσι ο παππούς Νικολής
πέρασε τους στοχασμούς του στα αμέριμνα χρόνια που η φαμίλια έκανε τις θερινές της
διακοπές σε εκείνο το μαγικό χωριό της Αττικής, την Βουλιαγμένη. Ήταν στα
χρόνια τα προπολεμικά που ύστερα από πολέμους, διχασμούς, χρεοκοπίες, και
πολυαίμακτα κινήματα, προσπαθούσε ο κοσμάκης να βρει τον εαυτό του και μια πρωτευουσιάνική
περπατησιά. Άρχισαν να έρχονται τουρίστες δηλαδή Έλληνες Αιγυπτιώτες που
αποζητούσαν στην Ελλάδα λίγη δροσιά. Γίνονταν εκδρομές ομογενών από την
Αμερική, που με σημαίες και λάβαρα απέδιδαν χαιρετισμό στη πατρίδα που
εγκατέλειψαν. Κτίρια μεγαλοπρεπή ορθώνονταν στο κέντρο της Αθήνας, και οι
γυναίκες κόνταιναν τις φούστες τους. Με δυο λόγια ο τόπος προόδευε και
εκπολιτίζονταν.
1936. Τμήμα του Λαιμού.
Στό βάθος του όρμου, το ξενοδοχείο "Ακτή",το μαγαζί "Λάμπρος",και οι Πούντες με το βύθισμα της Λίμνης.
Στό βάθος του όρμου, το ξενοδοχείο "Ακτή",το μαγαζί "Λάμπρος",και οι Πούντες με το βύθισμα της Λίμνης.
Η Βουλιαγμένη ήταν ένα
ήσυχο παραθαλάσσιο χωριό με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους και πριν επιπέσουν τα
τουριστικά παμφάγα και αλλοιώσουν το τοπίο, η θέση «Λαιμός» ήταν η καρδιά και η
ψυχή της… Κυριαρχούσε ο γκρίζος επιβλητικός όγκος του Ορφανοτροφείου πάνω στον
αμμόλοφο. Βίλλες δεν είχε, υπήρχαν όμως οι «παράγκες» μέσα στο πυκνό πευκοδάσος
που ενοικίαζαν οι παραθεριστές. Κάτι κουκλίστικα τσαρδάκια μέσα στα πεύκα και
τα σκίνα που ευωδίαζαν. Μύριζε το ρετσίνι που έσταζε σαν δάκρυ απ το καρφί που
τραυμάτισε το δένδρο για να δέσουνε σχοινί ν' απλώσουνε τα μπανιερά, και παντού
άμμος λεπτή και χρυσοκίτρινη που στα σπλάχνα της ρίζωναν αιωνόβια πεύκα. Άμμος
και πεύκα. Πεύκα κοντόχοντρα με τους κορμούς λοξούς απ' τους αέρηδες.
Σκαρφάλωναν τα πιτσιρίκια και κυνηγούσαν χρυσόμυιγες και μπούμπουρες. Τους
δένανε με κλωστή απ το ποδάρι και κατόπιν τους τάιζαν ζάχαρη και τους φυλάκιζαν
σ' ένα σπιρτόκουτο.
- «Τέλος Ιουνίου
-διηγείται ο παππούς στον... εαυτό του- φορτώναμε σ' ένα φορτηγό τα υπάρχοντα
μας μαζί με τις κοτούλες μας, και αριβάραμε στη παράγκα όπου θα γινόταν σπιτικό
μας. Οι κότες θα κούρνιαζαν στα δένδρα». Η παραγκούλα ήταν χωμένη μέσα στα
πεύκα πολύ κοντά στη θάλασσα, σ' ένα μέρος ιδανικό για μπάνιο. «Με την άφιξη μας,
πριν ακόμα ξεφορτωθούν τα κλαπατσίμπαλα, θυμάται ο παππούς, πως μεταμορφώνονταν
όλοι σε πρωτόγονους. Κάτι σαν άνθρωποι του Νεάντερνταλ ή και παλαιότεροι...»
Χωρίς πουκάμισο και φανελάκι, φόραγε μοναχά ένα σορτσάκι, και ξεφώνιζε η μάνα
του πως θα ιδρώσει και θα πλευριτωθεί. Έτρεχε ξυπόλυτος στην άμμο τη καυτή, ή
πλατσούριζε στην ακροθαλασσιά όπου έγλυφε τα ποδάρια του το κύμα, και όταν
νύχτωνε, οι μεγάλοι στα τραπέζια του «Ολυμπίτη», κάτω από τις «λουξ» λάμπες
έπαιζαν πινάκλ και ραμί, ενώ τα παιδιά σκανταλεύανε ανάμεσα τους για να
σκοτώσουν την ανία τους. Μακριά πέρα στη θάλασσα, λίγες φωτεινές κουκίδες είναι
πυροφάνια από τις τράτες και τις ψαρόβαρκες που ρίχνουνε δίχτυα στ' ανοικτά,
ενώ τη θαλασσινή σιγαλιά διακόπτει η μηχανή κάποιας «βενζίνας» που ίσως
μεταφέρει κανένα ζευγαράκι στο αντικρινό φιλόξενο πευκοδάσος.
Έρχονται απανωτές εικόνες
που βουρκώνουν τα μάτια του παππού. Θυμάται και δακρύζει για τα χρόνια που
χάθηκαν, για τη Βουλιαγμένη του που χάθηκε κι΄ αυτή, και καθώς το μυαλό του
έχει «ολίγον κουρκουτιάσει» θαρρεί πως κάθεται στην αμμουδιά, και περιμένει ν'
ακούσει τη Λουΐζα Ποζέλι να τραγουδά από το γραμμόφωνο της λαϊκής ψαροταβέρνας:-
«Αν ξαναγύριζες στην αγκαλιά μου...»
Ο δρόμος κάτω ερήμωσε. Και
η χαλασμένη λάμπα συνεχώς τρεμοσβήνει...
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Οι φωτογραφίες από το facebook/Vouliagmeni my love
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου