Το
κορόιδο
Τη λέξη κορόιδο, τη
χρωστούμε στους Βυζαντινούς. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες, το ίδιο και οι Βυζαντινοί, θεωρούσαν τα μαλλιά στολίδι του κεφαλιού: «κεφαλής
κόσμον». Το κούρεμα των μαλλιών ήταν μειωτικό και επιβαλλόταν ως ποινή, σε
όσους έκαναν ηθικά ή άλλα παραπτώματα.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις
το κούρεμα του ενόχου γινόταν «δημόσια»
με προβατοψάλλιδο «ατάκτως και ατασθάλως» για να προκαλεί τη θυμηδία και τον
γέλωτα αυτών που παρακολουθούσαν. Ο «κειρόμενος» καταντούσε σαν κουρεμένο γίδι.
Ήταν ένα κουρόγιδο: κορόγιδο: κορόιδο.
Δεν άργησε να πλαστεί και
το ρήμα κοροϊδεύω, που σήμερα, έχει τρεις σημασίες: α) περιπαίζω, ειρωνεύομαι,
σατιρίζω β) εξαπατώ, ξεγελάω, ξεπλανεύω και γ) υποκρίνομαι, προσποιούμαι.
καμώνομαι, λουφάζω, κάνω πως δεν καταλαβαίνω κάτι που δεν με συμφέρει.
Άλλες λέξεις σχετικές:
κορόιδεμα, κοροϊδευτής, κοροϊδευτικός, κοροϊδευτικά, κοροϊδία, κοροϊδάκι,
κοροϊδάρα, κοροϊδιλικι, κοροϊδίστικα, κοροϊδεμένος.
Συνηθισμένες εκφράσεις:
Είναι μεγάλο κορόιδο.
Πιάστηκε κορόιδο. Δεν πιάνεται κορόιδο αυτός. Την έπαθε σαν κορόιδο Για κορόιδο
με πέρασες; Εις υγείαν του κορόιδου. Κορόιδο της τράπουλα: τον κλέβουν στα χαρτιά.
Κάνει το κορόιδο. Τον πήραν στην κοροϊδία. Έλα άσε τις κοροϊδίες. Τι μου το
δίνεις, για κοροϊδία; Κοροϊδεύει τον κόσμο. Είναι κατεργάρης, φυλάξου, θα σε
κοροϊδέψει. Κοροϊδευόμαστε τώρα; Είναι μεγάλη κοροϊδάρα. Χαλάει κοροϊδίστικα
λεφτά. Δεν αποφύγαμε το κοροϊδιλίκι. Βρήκε άνθρωπο να κοροϊδέψει. Όποιος
κοροϊδεύει τον άλλο, κοροϊδεύει τον εαυτό του.
Στίχοι
από λαϊκά τραγούδια:
• Μα την αγαπούσα πιστά και μπιστεμένα και κείνη η
αφιλότιμη κορόιδευε με μένα.
• Μα 'χε
γειτόνισσες κακιές γειτονοπούλες φθονερές και της λένε δε σε παίρνει κόρη μου
σε κοροϊδεύει.
• Το ξέρω το
γνωρίζω δεν είμαι μπουνταλάς πως μένα κοροϊδεύεις και άλλον αγαπάς.
• Βρε να
περνάγαμε καλά βρε και να βολευόμαστε φτώχεια είν' τα λόγια τα πολλά κι ας μην
κοροϊδευόμαστε.
• Το 'να μήλο τ'
άλλο ρόιδο του τη σκάσαν σαν κορόιδο.
Στίχοι
από ρεμπέτικα:
• Εσύ κορόιδο να
με πιάσεις δεν μπορείς /μαζί μου που
'μπλεξες/ μπαστούνια θα τα βρεις.
• Πολλές φορές
σου είπα γω, /δεν πρέπει να καυχιέσαι /αφού κορόιδο πιάνεσαι /τι θέλεις και
τραβιέσαι;
• Σαν κορόιδο πιάστηκες /να τα χάσεις βιάστηκες.
• Γι’ αυτό μην
πιάνεσαι κορόιδο και κουτή /προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή.
• Κοίτα ν' αλλάξεις, αν γουστάρεις, το σκοπό σου /και
δεν θα είμαι το κορόιδο το δικό σου.
• Τις γυναίκες
τις αλλάζω σαν πουκάμισα/ και κορόιδο δε με πιάνει καμιά βλάμισσα.
• Να δουλέψω τις γυναίκες το ορκίστηκα /τα λεφτά μου
δεν τα τρώγω κοροϊδίστικα.
• Για κορόιδα ρε μας παίρνεις /κι ολοένα μας τη
φέρνεις.
• Όλος ο κόσμος
τώρα, δουλεύει μηχανές /κι αν κάνεις το κορόιδο σου στήνουν πιο πολλές.
Διάφοροι
σχετικοί στίχοι:
• Η Άννα Καλουτά
στο Κορίτσι της παντρειάς:
Τι
νύχτα ζήσε και μέθυσε και γλέντα
εκτός
αν είσαι κορόιδο με πατέντα.
• Οι Γιώργος
Οικονομίδης - Σοφία Βέμπο:
Κορόιδο
Μουσολίνι
κανείς
σας δε θα μείνει
εσύ
και η Ιταλία
η
πατρίδα σου η γελοία
τρέμετ'
όλοι το χακί...
• Παραλλαγή της ίδιας εποχής:
Έλα
βρε άπιστε Ιταλέ
κορόιδο
Μουσολίνι
να
μετρηθούμε δω μαζί
να
ιδείς το τι θα γίνει.
• Νίκος Καρούζος:
Μα είναι αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση.
• Οδυσσέας Ελύτης:
Το κορόιδο, να πάει ν' αρρεβωνιάσει μια μύξα!
• Νίκος Γκάτσος:
Είναι φωτιά σ' ένα γύφτικο, που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα
κρίνα.
Σύγχρονο
απόφθεγμα:
— Μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες, για λίγο. Μπορείς
να κοροϊδεύεις τους λίγους, για πάντα. Αλλά δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τους
πάντες, για πάντα.
Παροιμία:
- Ο λύκος άμα
γεράσει, γίνεται κορόιδο των σκυλιών.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΚΡΙΜΠΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου