ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Προβληματισμοί
Tου Νίκου Αμμανίτη
Όλοι οι παλαιοί, και
μάλιστα εμείς απ’ τους παλιούς οι παλαιότεροι. Εμείς που ευτυχήσαμε να ζήσουμε
ως παιδιά κάποια ήρεμα προπολεμικά χρόνια, ώσπου μας ξύπνησε το στρίγκλισμα των
σειρήνων την αυγή της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Εμείς που μεγαλώσαμε, ανδρωθήκαμε
και σταδιοδρομήσαμε σύμφωνα με τα κρατούντα κάθε εποχής, και τώρα, απόμαχοι
πια, παρακολουθούμε τον ξέφρενο ρυθμό του καιρού μας. Όλοι εμείς, αλλά και
πολλοί νεότεροί μας, έχουμε ένα άλυτο πρόβλημα που μας βασανίζει: Πως
κατάφερναν οι γονιοί μας και «ξεπετούσαν» σε λίγες ώρες ένα κάρο επισκέψεις σε
εορτάζοντες συγγενείς και φίλους, οι οποίοι κατοικούσαν μάλιστα στα τέσσερα
σημεία του ορίζοντα, χρησιμοποιώντας τις ανύπαρκτες και πρωτόγονες τότε
συγκοινωνίες. Και το πρόβλημα περιπλέκεται όταν σήμερα, με τόσα μέσα που
διαθέτουμε, χρόνος για επισκέψεις δεν περισσεύει και, κυνηγημένοι απ’ το ρολόι,
μονάχα μια ή δύο το πολύ δουλειές την ημέρα προφταίνουμε να κάνουμε.
Τότε που όλα ήσαν
προκαθορισμένα και χρονοβόρα, ακολουθώντας αυστηρά το πρωτόκολλο, οι επισκέψεις
άρχιζαν στις πέντε το απόγευμα και τελείωναν στις εννέα το βράδυ, χωρίς να
αφήνουν κανέναν εορτάζοντα παραπονεμένο.
Σήμερα, όμως όλα είναι ξεπερασμένα·
αμολάς ένα sms με «χρόνια πολλά» και καθάρισες.
Η παρούσα στήλη,
προκειμένου να γνωρίσουν οι νεότεροι τις ευχετήριες επισκέψεις όπως γίνονταν
κάποτε, αποπειράται να περιγράψει το τελετουργικό τους. Εξυπακούεται ότι η
περιγραφή γίνεται από μνήμης, ακριβώς όπως από μνήμης ο ζωγράφος ζωγραφίζει
γυμνή την ντροπαλή κυρία…
Έστω ότι υπάρχει κάποιος
κύριος Χαραλάμπης, του οποίου η ονομαστική εορτή ήταν τη 10η Φεβρουαρίου. Έστω
ακόμη ότι ο εν λόγω κ. Χαραλάμπης ήταν βαρυπενθών. Τότε όφειλε περί την 8η του
μηνός να γράψει στα «κοινωνικά» δύο ημερησίων εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας:
«Ο κ. Χαράλαμπος τάδε, λόγω πένθους, δεν εορτάζει και δεν δέχεται επισκέψεις».
Την ίδια αγγελία όφειλε να δημοσιεύσει εάν απουσίαζε εις την Εσπερίαν, ώστε να
απαλλαγούν οι υπόχρεοι της… υποχρεώσεως να τον επισκεφθούν. Αντιθέτως, εάν όλα
έβαιναν καλώς, επί τριήμερο ετοιμάζονταν το σπίτι για την υποδοχή των
επισκεπτών, με κύρια φροντίδα το γυάλισμα των ασημικών. Αγόραζαν σαπούνι
πολυτελείας «Ερμής» ή «Αλεπουδέλη» για το λαβομάνο της τουαλέτας και χαρτί
υγείας για τη σχετική χρήση. Την ημέρα της εορτής άναβαν και τη σόμπα. Το πρωί
εκείνης της ημέρας οι γυναίκες ήσαν σε επιφυλακή, διότι θα κατέφθαναν τα
ρεγάλα. Μια ανθοδέσμη, μια τούρτα, ένα κουτί σοκολατάκια, εικονογραφημένο με
λουλούδια, ρυάκια, ή γόνδολες, ήταν ένα δώρο επισήμως αποσταλθέν προς τον
εορτάζοντα, με θερμές ευχές. Τα λουλούδια καταλάμβαναν τη θέση τους στα βάζα.
Τα συνόδευε απαραιτήτως το σχόλιο: «Λουλούδια βρήκε να μας στείλει ο
χριστιανός…». Ύστερα, από νωρίς το απόγευμα, η οικογένεια φορούσε τα καλά της
και ετίθετο σε κατάσταση αναμονής.
Γύρω στις πέντε
καταφθάνανε οι πρώτοι επισκέπτες με ένα κουτί στο χέρι που περιείχε δέκα πάστες
διάφορες, σοκολατάκια, φρουΐ ή μαρόν γκλασέ, δώρο στον εορτάζοντα, το οποίο
άφηναν αμίλητοι στον μπουφέ. Η νοικοκυρά, που άνοιξε την πόρτα, μετά τα φιλιά,
τις ευχές και τα καλωσορίσματα, βλέποντας το κουτί έλεγε στερεότυπα «δεν ήτανε
ανάγκη» και τους πέρναγε στο σαλόνι. Η διαδικασία υποδοχής ήταν στερεότυπη. Εάν
οι επισκέπτες, που μόλις κατέφθασαν, ήσαν άγνωστοι με τους ήδη
στρογγυλοκαθισμένους, γίνονταν οι απαραίτητες συστάσεις, αναφέροντας πάντοτε
μαζί με το ονοματεπώνυμο τους επαγγελματικούς τίτλους των νεοφερμένων. Και
τότε, εάν το σαλόνι ήταν ήδη πλήρες, όσοι ήλθαν πρωτύτερα έφευγαν με τη σειρά
αφίξεώς τους και πήγαιναν να χαιρετήσουν άλλους, αδειάζοντας τους καναπέδες για
να κάτσουν οι καινούργιοι.
Οι συζητήσεις μεταξύ των
επισκεπτών ήσαν περί ανέμων και υδάτων. Μιλούσαν για τον καιρό, για κάποιο
κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο και αποφεύγανε θέματα σχετικά με πολιτικά,
θρησκευτικά και για ποδόσφαιρο. Αν κάποιος παρέβαινε αυτόν τον χρυσό κανόνα και
αμολούσε καμιά κοτσάνα, π.χ., «για τους κλέφτες κ.λπ.», και κάποιος τσίμπαγε,
γινόταν το μάλε-βράσε.
Μυσταγωγία ήταν το
κέρασμα. Πανομοιότυπο πάντοτε, ανεξάρτητα εάν ήσαν πτωχοί ή πλούσιοι οι
εορτάζοντες. Προηγείτο το λικέρ, με το οποίο έδιναν τις ευχές. Ακολουθούσε ένα
φοντάν ή σοκολατάκι και το κέρασμα τελείωνε με κάτι σιροπιαστό ή ένα κομμάτι
τούρτας, που αποτελούσε τον επίλογο της εορτής. Οι επισκέπτες μετά, σιγά σιγά,
αποχωρούσαν. Τα παράθυρα άνοιγαν για να φύγει το ντουμάνι και παρέμεναν λίγοι του
στενού κύκλου για το εορταστικό τσιμπούσι, που κράταγε συχνά ως τα ξημερώματα…
Αλλά το πρόβλημα
παραμένει: Πώς τα προλαβαίνανε;
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου