Αριστερά
και ρεμπέτικο
«Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία
Αρριανού-Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη
του σακακιού που φούσκωνε, όπως στην τελευταία ταινία του Τζώρτζ Ραφτ. Στις
οχτώ ακριβώς ακούστηκε μια ριπή από πολυβόλο και σε λίγο σκόρπιοι πυροβολισμοί.
Στις οχτώ και πέντε έφτασε ο Γαλάνης να μας πει να διαλυθούμε. Εγώ κατέβαινα
μαζί του μέχρι την Εγνατία. «Απλή δουλειά» είπε. «Μόλις μπήκαμε μέσα στον τεκέ
τούς βρήκαμε όλους ξαπλωμένους στην κουρελού, ακίνητους, σα να μην άκουσαν που
μπήκαμε. Τους φωνάξαμε να σηκωθούν. Δε σηκωθήκανε, ήτανε βαριά μαστουρωμένοι.
Τους ρίξαμε με την ησυχία μας μια και καλή. Δε σάλεψε κανείς τους, ούτε κιχ,
οχτώ άτομα. Θ’ ανασάνει τώρα η γειτονιά από την αλητεία του Κιορπέ». «Πάρε το
περίστροφο» είπα «δεν έχω που να το ακουμπήσω απόψε». Πρόσεξα τη φωνή μου. Την
πρόσεξε και ο Γαλάνης. «Σε καταλαβαίνω» είπε. «Δεν έχεις συνηθίσει ακόμα».
«Είναι κι αυτό» είπα.» (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Το Περιθώριο ’68-’69»).
Μαρτυρία του ποιητή Μανώλη
Αναγνωστάκη, από την έφοδο της ΟΠΛΑ σε τεκέ της Θεσσαλονίκης και την εκτέλεση
των θαμώνων την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Το ρεμπέτικο τραγούδι
είναι απότοκο των ραγδαίων και βίαιων κυριαρχικών εξελίξεων, που έλαβαν χώρα
στον ελλαδικό χώρο από τον 19ο αιώνα, με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους. Το
γεγονός της απομάκρυνσης μεγάλων πληθυσμών από την ύπαιθρο και τις κοινότητες
και η εγκατάστασή τους στις μεγάλες πόλεις, υπήρξε καθοριστικό για την γέννηση
και την σχηματοποίηση ενός τραγουδιού, που τουλάχιστον στην αρχή της
δημιουργίας του, ήταν έκφραση όλων αυτών που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στις
νέες κυριαρχικές συνθήκες. Υπήρξε έκφραση όλων αυτών που εγκατέλειψαν την
ύπαιθρο και την κοινότητα και ξεβράστηκαν στα λιμάνια και στις σκιές των
απρόσωπων πόλεων, που όλο και μεγάλωναν. Η αμηχανία μπροστά στα νέα δεδομένα
των ανθρώπων που το δημιούργησαν, ο τρόπος έκφρασης μιας συγκεκριμένης
κοινότητας ανθρώπων, τα πάθη της, οι έρωτες της και ο τρόπος επικοινωνίας όσων
είτε δεν μπορούσαν, είτε δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην κανονικότητα της
κοινωνίας. Στην πορεία και ειδικότερα με την εδραίωση της δισκογραφίας στα μέσα
του 20ου αιώνα, το ρεμπέτικο τραγούδι στρογγυλοποιήθηκε, κόπηκε και ράφτηκε
ώστε να χωρέσει σε δίσκους γραμμοφώνου, έγινε εμπορικό προϊόν και βαφτίστηκε,
ανάλογα με τους καιρούς και την πολιτική εξουσία που κυριαρχούσε, περιθωριακό,
χασικλίδικο, αυθεντικό, λαϊκό κλπ. Κυνηγήθηκε από πολλούς σε όλη την διαδρομή
του, αλλά, από την μεταπολίτευση και μετά βαπτίστηκε ως γνήσια «λαϊκή έκφραση»
και θεοποιήθηκε, από τον ίδιο πολιτικό χώρο που κάποτε το κυνήγησε λυσσασμένα,
την αριστερά. Τέτοιες πρακτικές αφομοίωσης, αφού πρώτα παρέλθει το στάδιο των
καταγγελιών και των διώξεων, είναι γνωστές στον εν λόγω πολιτικό χώρο.
Οι
πανταχόθεν διώξεις
Η αδιαφορία του ρεμπέτικου
τραγουδιού προς την λέξη «πολιτική» ήταν τελικά και ο βασικός λόγος των διώξεων
του. Οι προβαλλόμενες αιτίες των διώξεων, όπως η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και η
λογοκρισία του τραγουδιού, λόγω θεματολογίας, ήταν ουσιαστικά οι αφορμές. Η
πραγματική αιτία υπήρξε ο αδέσποτος χαρακτήρας μιας κοινότητας που αγνοούσε τις
αρχές και ουσιαστικά υπογράμμιζε μέσα από τα τραγούδια και την καθημερινή
συμπεριφορά της, την υποκρισία και την βαθιά σήψη της κοινωνικής κανονικότητας
που ήθελαν τα κατά καιρούς καθεστώτα. Το ρεμπέτικο και οι εκφραστές του
κυνηγήθηκαν όπως είναι γνωστό από την αστυνομία, τον Μεταξά, τις δεξιές
κυβερνήσεις και την Χούντα. Παρ’ όλα αυτά, ένας ακόμα διώκτης του συγκεκριμένου
τραγουδιού υπήρξε και η αριστερά. Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το
καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γι’ αυτήν, το
ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα
στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί.
Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε. Προπολεμικά,
αλλά και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, οι αριστεροί έκαναν εφόδους
σε τεκέδες και μαγαζιά και τα έκαναν λαμπόγυαλο. Μάλιστα, στις πιο ήπιες
περιπτώσεις, οι αριστεροί απειλούσαν τους ρεμπέτες να μην παίζουν «μάγκικα» και
«χασικλίδικα» τραγούδια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, στην αυτοβιογραφία του, μας
παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε τα χρόνια της κατοχής και του
εμφυλίου. Από την μια μεριά ο φόβος των κομμουνιστών για τα τραγούδια που
έπαιζε και από την άλλη ο φόβος των Χιτών που προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν
με ανταλλάγματα να τους καταδώσει αριστερούς και στην μέση ο ρεμπέτης
Βαμβακάρης αμήχανος μπροστά στο παραλογισμό της εξουσίας. «Ερχόντουσαν λοιπόν
εκεί οι κομμουνιστές, και μου λέγανε. Ά, αυτά τα τραγούδια που λες τα
χασικλήδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ’ αυτόν τον κόσμο όλο,
κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα! Δεν τα θέλανε με
κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες
αυτά τα τραγούδια. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο».[1]
Και παρακάτω αναφέρει μια συνάντηση με τους Χίτες: «–Αυτό θα μας κάνεις. Θα μας
τα λες όλα, θα σου δίνουμε ό,τι γουστάρεις να τρως στο σπίτι σου. Ψωμιά, φαγιά,
μυστήρια και θα σε πληρώνουμε. – Τι να πω; Ό, τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το
κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω να
καθαρίσω να φύγω».[2]
Έχει ειπωθεί ότι η
επιθετική γραμμή του ΚΚΕ κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού είχε εντολή από ψηλά.
«Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης,
αποκάλεσε το ρεμπέτικο τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας και κάλεσε τα
μέλη να σπάνε τους τεκέδες».[3] Η ίδια γραμμή επικρατεί
και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, όπου η οργάνωση ΕΠΟΝ, μέσα από
άρθρα της στην εφημερίδα «Νέα Γενιά», προτρέπει τους γνήσιους αγωνιστές και τα
μέλη της, να σπάνε τους τεκέδες, όπου τους βρίσκουν. Βέβαια, η παραπάνω πράξη
μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι ενάντια της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν η
σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που
ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε
χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του
δύναμης. Η λογική τού όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, στο μεγαλείο
της. Το αρχικό απόσπασμα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι ενδεικτικό του είδους
αγώνα του ΚΚΕ ενάντια στα ναρκωτικά σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι
εξαρτημένοι που δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος θα έπρεπε να
θανατώνονται. Στην θέση των χασικλήδων άνετα θα μπορούσαν να μπουν (και
έμπαιναν) οποιοιδήποτε διαφωνούντες.
Ο
λόγος των αριστερών κατά του ρεμπέτικου
Η αριστερή αρθογραφία
βρίθει από λίβελους κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο βιβλίο του Κώστα
Βλησίδη, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, καθώς και σε αυτό του Παναγιώτη
Κουνάδη Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, παρουσιάζονται πολλά κείμενα που
αφορούν το ρεμπέτικο από το 1929 έως το 1970. Τα κείμενα που σχετίζονται με την
αριστερά παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον καταγγελτικό τους λόγο.
Ακόμα και οι ελάχιστοι συμπαθούντες των ρεμπέτικων δεν μπορούν να ανεχτούν τα
«μάγκικα και τα χασικλίδικα». Εξαίρεση, βέβαια, από όλους τους αρθογράφους που
δέχεται το ρεμπέτικο ως έχει είναι μόνο ο Πάνος Τζαβέλας. Είναι σημαντικό να
σημειώσουμε, ότι ο καταγγελτικός λόγος των αριστερών για το ρεμπέτικο δεν
διαφέρει σε καμμία περίπτωση από αυτόν των λεγόμενων δεξιών.
Το πρώτο κείμενο σχετικά
με το ρεμπέτικο είναι του Γ. Σταύρου και δημοσιεύεται στις 27-11-1946 στην
Ελεύθερη Ελλάδα. Το κείμενο χαρακτηρίζει το ρεμπέτικο ως υποκινούμενο και το
κατατάσει στην υπηρεσία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της
ψυχοτρόπας θεματολογίας του. «Γιατί ο ύμνος της «μαύρης», του «τουμπεκί» και
των άλλων… αποικιακών προϊόντων, γίνεται ανοικτά και μερακλίδικα με όλη την
ελευθερία του δυτικού τύπου».[4] «Ωστόσο, όπως δεν
λυγίζουν το λαό τα διάφορα «μέτρα τάξεως», οι εκτοπισμοί, οι εκτελέσεις […] η
νόμιμη και… παράνομη εισαγωγή του χασίς- έτσι δεν καταφέρνουν να τον εμποτίσουν
με τη μουσική του τεκέ τα ρεμπέτικα τραγούδια και να τον θέσουν εκτός μάχης».[5]
Στη συνέχεια, σε δύο άρθρα
του Ριζοσπάστη (15-12-1946/ 15-8-1947), η επίθεση εναντίον του χασίς και των
χασικλίδικων συνεχίζεται. Στο πρώτο, ο Δ. Μύστης ισχυρίζεται ότι οι
τοξικομανείς δημιουργούνται βάσει σχεδίου για την εξόντωση του λαού. Και στο
δεύτερο ο Λ.Σ. κατονομάζει τους ύμνους του χασίς «Όταν καπνίσει ο λουλάς» και
το «Πρωί πρωί με τη δροσούλα» που έχουν κατακλύσει ταβέρνες και πλατείες.[6]
Το κείμενο του Νίκου
Παγκαλή στην Αυγή (14-2-1953) τάσσεται κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού, γιατί,
σε αντίθεση με το λαϊκό τραγούδι, είναι «μακριά από την κοινωνική διαπάλη» και
το «φως της ζωής». Σύμφωνα με τον αρθογράφο, το ρεμπέτικο δεν γίνεται να
εκφράζει τον λαό γιατί τα τραγούδια που υμνούν το χασίς και το μαυραγορίτη δεν
έχουν καμία σχέση με την κοινωνική πάλη. «Από τα γεννησιμιά του το «Ρεμπέτικο»
διαδίδει υμνώντας το χασίς, το λουλά, το κομπολογάκι, την ταμπακιέρα […]Είναι
λοιπόν αυτό το «λαϊκό τραγούδι», όπως θέλουν να το αποκαλούν, που συνεχίζει την
παράδοση και εκφράζει τους λαϊκούς πόθους;».[7]
Από τους εκφραστές του
αριστερού λόγου που τάσσεται φιλικά προς το ρεμπέτικο, χωρίς όμως να είναι και
υπέρ των χασικλίδικων, ξεχωρίζει ο Ανωγειανάκης ο οποίος (Ριζοσπάστης
28-1-1947) αναφέρει σχετικά με τα χασικλίδικα: «Ασφαλώς είμαστε και μεις
σύμφωνοι πως μια τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι’
ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε».[8]
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο
περιοδικό Δρόμοι της Ειρήνης, (Οκτώβριος 1960), τάσσεται κατά των χασικλίδικων,
υποβαθμίζοντάς τα κατά πολύ στον αριθμό τους.[9]
Και στη συνέχεια στο περιοδικό Πρώτο «διευκρινίζει ότι στο ‘‘αληθινό λαϊκό
τραγούδι”, όπως το αντιλαμβάνεται δεν έχουν θέση τραγούδια του τύπου Όταν
καπνίσει ο λουλάς».[10]
Ο Γιάννης Σκουριώτης
(μαρξιστής διανοητής και μεταφραστής του Κεφαλαίου του Μαρξ) υποστηρίζει ότι τα
χασικλίδικα πρέπει να περιορίζονται στις ταβέρνες και όχι στην οικογένεια. «(…)
δεν ταιριάζει να ακούγονται σε τίμια σπίτια τα τραγούδια των ‘’χασικλήδων’’ και
των ‘‘πρεζάκηδων’’».[11]
Ο Κώστας Μαραβέας (Ιούνιος
1970), θεωρεί λογική την ύπαρξη τραγουδιών με θέμα τις ψυχοτρόπες ουσίες, αφού
η εξαθλίωση επηρέασε και το τραγούδι που περιγράφει το κοινωνικό γίγνεσθαι: «Το
βάσανο της προσφυγιάς οδηγούσε σε μια φυγή και το χασίς σ’ ένα σκοπό. Ήταν
δυνατό μέσα σε τέτοιες άθλιες συνθήκες (δεν θα κάνω ιστορία) να μείνει
ανεπηρέαστο το λαϊκό τραγούδι; Δεν νομίζω! (…) Όταν τραγουδάει μια κατάσταση
περιγράφοντάς τη δεν νομίζω πως την υμνεί συγχρόνως».[12]
Στην συνέχεια κάνει μια αυτοκριτική του αριστερού χώρου για την πολεμική που
άσκησε ενάντια στο ρεμπέτικο. Ο Μαραβέας παρ’ όλες τις ενδιαφέρουσες απόψεις
του, στο κλείσιμο του κειμένου αναφέρει ότι τα κομμάτια αυτά δεν πρέπει να
τραγουδιούνται και απλώς αναφέρει ότι είναι ένας κρίκος στην ιστορία του λαϊκού
τραγουδιού. Άρα ακόμα και εδώ παρατηρείται ότι ο επικριτικός λόγος υπάρχει αλλά
σε άλλη μορφή.
Το μοναδικό κείμενο που
τελικά μοιάζει να διαφοροποιείται συνολικά στους κόλπους της αριστεράς, είναι
του Πάνου Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό τον Ιούλιο του 1970. Ο
Τζαβέλλας κατακρίνει το χώρο ότι χειραγωγεί την τέχνη και μεταθέτει το ερώτημα
«εάν τα χασικλίδικα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος», στον
προβληματισμό σχετικά με το αν βοήθησαν το λαϊκό κίνημα τραγούδια όπως η Ιτιά,
είδη τραγουδιού και μουσικής όπως το Μανιάτικο μοιρολόι, η Βυζαντινή μουσική
και καλλιτεχνήματα όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κλπ. «Δεν
πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα και να κάνουμε με το ζόρι την τέχνη υπηρέτρια
και προπαγανδιστή των άμεσων πολιτικών επιδιώξεών μας. (…) Είναι απλοϊκή η
ερώτηση, εάν τα χασικλίδικα συμβάλανε στην ανάπτυξη του κινήματος, όταν ο λαός
έκανε αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία, γιατί θα πρέπει να ρωτήσουμε αν προς
την ίδια κατεύθυνση βοήθησαν η Ιτιά, ο Ερμής του Πραξιτέλους (…). Αν
αδιαφορήσαμε για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων και κρίνουμε την
καλλιτεχνική τους αξία μόνο απ’ τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και την
εξυπηρέτηση της πολιτικής μας γραφής, σημαίνει ότι κακοποιούμε την τέχνη,
διαστρέφουμε το νόημά της (…)».[13] Συνεχίζοντας, ο
Τζαβέλλας τοποθετείται σε σχέση με το ρόλο αυτών των τραγουδιών. «Δεν καλούν
τον κόσμο στον τεκέ. Εκφράζουν καλλιτεχνικά μια κοινωνική πραγματικότητα. Είναι
μια συγκλονιστική μαρτυρία κι ένα ντοκουμέντο μιας εποχής».[14]
Είναι ενδιαφέρον να
αναζητήσει κάποιος τους λόγους της λεγόμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, από την
μεταπολίτευση και μετά, από τους κόλπους της αριστεράς. Η μεταπολίτευση
χαρακτηρίζεται από έντονες και εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις νεολαίων με τις
δυνάμεις της αστυνομίας. Ο αντιελιτισμός της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητος από
την αριστερά ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας μια απωθημένη μορφή κουλτούρας του
παρελθόντος. Το ρεμπέτικο επανανοηματοδοτήθηκε. Σε αυτό το γεγονός, έπαιξε
καθοριστικό ρόλο και η φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου από την χούντα, εξαιτίας
της έκδοσης του βιβλίου «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η
φυλακή ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν, ώστε να βρεθεί και να καταγράψει τους
αγαπημένους του μάγκες, νταήδες και να τους γνωρίσει από κοντά. Συγχρόνως,
όμως, έδωσε ένα τόνο αμφισβήτησης με σύμβολο το ρεμπέτικο. Την περίοδο αυτή
αναζητούνται οι βετεράνοι ρεμπέτες, εκδίδονται πολλές βιογραφίες (κάποιες
αμφιβόλου ποιότητας) και οργανώνονται συναυλίες. Όλα αυτά είχαν μεγάλη απήχηση
σε πολλές νεολαιίστικες ομάδες και φοιτητές. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε,
υπάρχουν πολλοί αριστεροί που τάσσονται κατά του ρεμπέτικου γιατί η
μαζικοποίηση του «εξυπηρετεί την αστική τάξη».[15]
Ο
μύθος
Κλείνοντας ας
διευκρινιστεί ότι η πλήρης συσχέτιση του ρεμπέτικου τραγουδιού με τις
ψυχοτρόπες ουσίες είναι άτοπη. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε, ότι από το
σύνολο 1400 κομματιών που βρίσκονται στην ανθολογία ρεμπέτικων τραγουδιών του
Πετρόπουλου, μόνο 106 χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Πετρόπουλος ως χασικλίδικα και από
αυτά μόνο τα 67 έχουν περάσει στην δισκογραφία. Το ίδιο ισχύει και στην
ανθολογία του Παναγιώτη Κουνάδη, όπου σε σύνολο 623 τραγουδιών, τα 235 έχουν
αναφορές σε ψυχοτρόπες ουσίες. Έτσι, εύκολα διαπιστώνεται, ότι ο αριθμός εν
τέλει είναι πολύ λίγος σε αναλογία με τα υπόλοιπα κομμάτια.
Επίσης, ένα άλλο γεγονός
είναι ότι οι καλλιτέχνες που δεν είχαν άμεση σχέση με την χρήση ψυχοτρόπων
ουσιών και διοχέτευσαν στην αγορά τραγούδια με ψυχοτρόπα θεματολογία, ήταν
σαφώς περισσότεροι από αυτούς που είχαν άμεση σχέση με ψυχοτρόπες ουσίες και
ιδιαίτερα με το χασίς. Σε αυτό το γεγονός έπαιξε μεγάλο ρόλο η δισκογραφία.
Ένας δημιουργός του ρεμπέτικου, ο Κώστας Ρούκουνας αναφέρει σχετικά: «Και τόνε
βλέπω ένα απόγευμα τον Μάρκο με μια τραγιάσκα, ένα ζωνάρι και παραμάσχαλα το
μπουζούκι του και μπαίνει μέσα (…) και τότες τον ρωτήξανε τι πραγματάκια έχεις;
Και τους είπε πολλά όμορφα. Αυτοί όμως διάλεξαν το χασικλίδικο».[16]
Επίσης και ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), σε συνέντευξή του στον Λευτέρη
Παπαδόπουλο, αναδεικνύει τον ρόλο των δισκογραφικών εταιρειών: « – Γιατί
γράφατε για τεκέδες; Ήταν της μόδας; – Ήτανε η εποχή τέτοια. Που έπρεπε… Ήτανε
πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ’ αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω
σ’ αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε. Γιατί αυτοί γυρεύανε τα τραγούδια μας κι
αυτοί θα γυρεύανε από τις εταιρίες και κάτω από τα πρατήρια κανά δίσκο
ντερβίσικο».[17] Η μαρτυρία της Αγγέλας Παπάζογλου,
γυναίκας του δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου, αναφέρει, επίσης, για το θέμα: «Και
οι εταιρίες περνούσανε μόνο τα χασικλίδικα σε δίσκους. Πώς να παλέψεις;…»[18]
Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει αυτή την άποψη, είναι ότι πολλοί καλλιτέχνες που
δεν έκαναν χρήση χασίς διατέλεσαν διοικητικά-καλλιτεχνικά στελέχη διαφόρων
δισκογραφικών εταιριών γράφοντας, παρ’ όλα αυτά, πολλά χασικλίδικα κομμάτια
(Τούντας, Σκαρβέλης, Δραγάτσης, Περιστέρης).
Από τα παραπάνω φαίνεται,
λοιπόν, ότι η στερεότυπη ταύτιση του ρεμπέτικου με ψυχοτρόπες ουσίες δεν είναι
τόσο στιβαρή και συντελέστηκε κυρίως από τις διώξεις αριστερών, δεξιών, χούντας
και Μεταξά για πολιτικά ωφέλη και μετέπειτα από την δισκογραφία.
Το ρεμπέτικο ποτέ δεν
υπήρξε επαναστατικό τραγούδι με την στενή χρωματισμένη έννοια του όρου
επανάσταση. Φύτρωσε σαν ζιζάνιο στην ρωγμή του «τσιμέντου» που έπεφτε βίαια και
μεθοδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί
θέλησαν να το ξεριζώσουν, αλλά το ζιζάνιο δεν έχει συγκεκριμένο χώρο, δεν μένει
σε ένα σημείο, θα βγαίνει στο φως ανοίγοντας δρόμο στα τσιμέντα. Πως θα
ξεριζώσεις κάτι όταν δεν ανήκει πουθενά; Οι ίδιοι διώκτες του, από την
μεταπολίτευση και μετά το ξαναθυμήθηκαν προσπαθώντας να το κάνουν δικό τους.
Προσπάθησαν να του δώσουν χώρο και χρώμα. Οργάνωσαν συναυλίες, τίμησαν τους
ζωντανούς ρεμπέτες απαγγέλλοντας ωραία λόγια. Τους είπαν ότι το τραγούδι τους
είναι της εργατικής τάξης και ότι είχαν εργατική συνείδηση. Τους τοποθέτησαν
ψηλά, λουσμένους από φώτα και εκείνοι ήταν εκεί, γέροι και κουρασμένοι, τους κοιτούσαν
με την ίδια αμηχανία, όπως τους κοιτούσαν και άλλοτε… ζούλα από τον έναν ζούλα
από τον άλλον.
Ελευθερόκοκκος
Βιβλιογραφία:
Βαμβακάρης Μάρκος,
Αυτοβιογραφία (επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του
Ρεμπέτικου, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004.
Βλησίδης Κώστας, Σπάνια
Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959), εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2006.
Γκαίηλ Χολστ, Ο Δρόμος για
το Ρεμπέτικο, εκδ. Ντένιζ Χάρβευ, Λίμνη Ευβοίας 1995, (Α΄ έκδοση 1977).
Δαμιανάκος Στάθης,
Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001.
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις
Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών, Β΄ τόμος, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2003.
Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να
Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004.
Παπάζογλου Αγγέλα, Τα
Χαΐρια μας εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, (επιμ. Γιώργης
Παπάζογλου), εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003.
Πετρόπουλος Ηλίας,
Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1991.
Σχορέλης Τάσος,
Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «σαμιωτάκι», διανομή:
αποκλειστικότης Τάσος Σχορέλης- Μίμης Οικονομίδης, Αθήνα 1974.
Gauntlett Στάθης,
Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην Επιστημονική του Προσέγγιση, εκδ. του Εικοστού
Πρώτου, Αθήνα 2001.
[1] Βαμβακάρης Μάρκος,
Αυτοβιογραφία, σελ 208-209.
[2] Όπ. Σελ 206.
[3] Κουνάδης Παναγιώτης,
στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» τεύχος πρώτο.
[4] Βλησίδης Κώστας,
Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 109.
[5] ό.π, σελ. 110.
[6] Βλησίδης Κώστας, Όψεις
του Ρεμπέτικου, σελ. 70-71.
[7] Βλησίδης Κώστας,
Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 182-183.
[8] Γκαίηλ Χολστ, Δρόμος
για το Ρεμπέτικο, σελ. 140.
[9] Βλησίδης Κώστας, Όψεις
του Ρεμπέτικου, σελ. 96.
[10] ό.π, σελ. 97.
[11] Βλησίδης Κώστας,
Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 237.
[12] Κουνάδης Παναγιώτης,
Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, Τόμος Β’, σελ 501.
[13] ό.π, σελ 504.
[14] ό.π, σελ 506.
[15] Βλησίδης Κώστας,
Όψεις του Ρεμπέτικου, βλέπε κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο.
[16] Σχορέλης Τάσος –
Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «Σαμιωτάκι», διανομή:
αποκλειστικότης Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Αθήνα 1974, σελ. 30.
[17] Παπαδόπουλος
Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 125.
[18] Παπάζογλου Αγγέλα, Τα
Χαίρια μας Εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, εκδ. Ταμείου
Θράκης, Ξάνθη 2003, σελ. 50.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 157, Φεβρουάριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου